Νίκου Φλεμετάκη
Toυ Νίκου Φλεμετάκη

* Οι αθώες ψυχές πάντα κοιτάζουν ψηλά,   ποτέ χαμηλά,   γιατί δεν κρύβουν πονηριά,  μήτε ιδιοτελή συμφέροντα  και  είναι πολύ δυνατές στο θάρρος.  Γιατί διαθέτουν  τη δύναμη να αντιμετωπίζουν  παντός είδους  καταστάσεις,    χωρίς φόβο και πάθος.

Και αν την αθώα τους  παιδική ψυχή  προσπάθησαν ή προσπαθούν πολλοί να σταυρώσουν όπως  ΕΚΕΙΝΟΝ,  που κάποτε Σταύρωσαν,  εκείνοι  με την αθώα ψυχή…

ρίχνουν  ένα βλέμμα  εκεί Ψηλά σε ΕΚΕΙΝΟΝ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΩΘΕΝΤΑ… και  με την αθωότητα της ψυχής,  ΤΟΝ παρακαλούν και πάντα  προσεύχονται,  κι ας μην τους βλέπουν οι άλλοι.

Μια τέτοια αθώα ψυχούλα ήταν και ο ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΝΑΡΤΖΗΣ. Πάντα με την αθώα ψυχή του καλλιεργούσε την συμπαράσταση και την αλληλεγγύη μεταξύ των συνανθρώπων  μας  και είχε πάντα το θάρρος και την παρρησία να τα εκδηλώνει αψηφώντας πάντα κάθε τι που ίσως κάποιος άλλος θα έλεγε για το πρόσωπό του.

Θυμούμαι  και περιγραφώ  περιστατικό για την θαρραλέα στάση του αείζωου ΜΑΡΚΟΥ στην υπεράσπιση συνανθρώπου μας που κάποιος «έξυπνος»  θέλησε να γελοιοποιήσει.

Κυκλοφορούσε στη λεωφόρο Καλοκαιρινού ένας φτωχός βιοπαλαιστής, Ο ΣΤΑΘΗΣ! ο οποίος  πουλούσε μπανάνες.

Είχε το αριστερό του χέρι ως σαν τσιγκέλι και είχε  κρεμάσει ένα καλάθι, που  μέσα ήταν γεμάτο με μπανάνες.  Προχωρούσε λοιπόν με εκείνο τον ιδιαίτερο βηματισμό του στη λεωφόρο Καλοκαιρινού,  διαλαλώντας με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο το προϊόν, φωνάζοντας: «Μπανάνες,  καλές Μπανάνες, έχω μπανάνες».

Όπως προχωρούσε, βγήκε στο δρόμο  ένας από το απέναντι τσαγκάρικο και γελώντας κορόιδευε τον δύστυχη πωλητή Στάθη, φωνάζοντάς του με μια ιδιαίτερη φωνή παρομοιάζοντάς την   με εκείνη την  του πωλητού και  σκούσε  στα γέλια.

Ο Μάρκος στεκόταν απέναντι όπου ήταν τότε  ο Φούρνος του Πανταζή και παρακολουθούσε την όλη παράσταση.

Μόλις λοιπόν ο τσαγκάρης εκείνος φώναξε θέλοντας να γελοιοποιήσει τον άμοιρο βιοπαλαιστή,   φωνάζει ο Μάρκος με  πολύ δυνατή, όχι άγρια, αλλά  με συναισθηματική φωνή με τον  ιδιαίτερο   τρόπο με τον οποίο άρθρωνε τις λέξεις:

«Δεν ντέπεσαι μωέ κοϊδεψει άνθωπο;  Γιατί τι  σού-κάνε;

Ο Πωλητής σταμάτησε κοιτάζοντας προς το μέρος του τσαγκάρη και του είπε με ένα παραπονιάρικο ύφος: «Η Κότα πίνει νερό μα κοιτάζει τον ουρανό!  Θέλοντας να τονίσει στον «εξυπνάκια τσαγκάρη», ότι  πρέπει να είμαστε ευγνώμονες προς τον Θεό για εκείνα που μας  έχει δώσει και εννοούσε την ιδιαιτερότητα της φωνής του» και πήγε  αγκάλιασε  το Μάρκο λέγοντάς του με ένα αδερφικό τρόπο ένα καρδιακό ευχαριστώ!

Συνεπαρμένος εγώ από την όλη συγκινησιακή εικονοπαράσταση και ακούγοντας την μεταξύ τους στιχομυθία, πήγα κοντά στους δύο αυτούς συνανθρώπους μας και το μόνο που μπόρεσα εκείνη τη στιγμή ήταν να τους σφίξω το χέρι, γιατί εκείνη την συναισθηματικότατη στιγμή δεν ήμουν σε θέση τίποτε ουτε να πράξω, μήτε να ψιθυρίσω μονάχα! Το μεγαλείο της αθώας Ψυχής!

Με την εν γένει  αφελή και απλοϊκή συμπεριφορά του ο Μάρκος έδινε  κουράγιο στους πάσχοντες, οι οποίοι βέβαια  ίσως να ήταν και μακριά από τις οικογένειές τους  δείχνοντας έτσι την πραγματική υπόσταση του ανθρώπου. Γιατί η αθώα αγαθή ψυχούλα του πάντα με καλές, αγνές και έντιμες προθέσεις  ενεργούσε και ουδέποτε με πονηρές ή άλλου είδους σκέψεις.

Με τους διάφορους τρόπους  συμπεριφοράς του,  προσπαθούσε να φανεί χρήσιμος και με το καλό φέρσιμό του προς όλους,   είχε τους πάντες φίλους και συμπαραστάτες.

Ο Μάρκος Φαναρτζής, ως γνήσιος απόγονος Μικρασιατών γονέων, θα παραμείνει στις καρδιές των Καστρινών  ως ανάμνηση  ενός  καλοκάγαθου, ενός αγαθού, τίμιου,  καλοσυνάτου  και ευαίσθητου ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ο οποίος σε γλυκοκοίταζε επιθυμώντας πάντα να του πεις και να σου πει ένα γλυκό λόγο. Τον δικό μας άνθρωπο, που όταν του μιλούσες, πάντα γελούσε! Και έτσι θα τον θυμόμαστε  ως μια γλυκιά  ανάμνηση μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας.  *