Στα παιδικά μου χρόνια ο δάσκαλός μου έμενε στο χωριό, κάθε βράδυ στο καφενείο παρέα με τους χωριανούς, συζητούσαν τα καθημερινά τους προβλήματα.
Εκείνη την εποχή δάσκαλος ήταν ένα πρόσωπο που είχε μεγάλο σεβασμό από τους κατοίκους, αφού εκείνος γνώριζε όλα τα προβλήματά τους και στις δύσκολές τους στιγμές, ήταν αυτός που επενέβαινε και έλεγε ένα καλό λόγο.
Στην αυλή του σχολείου μας είχαμε ένα κήπο, μας έβαζε και φυτεύαμε μαρούλια, λάχανα, πατάτες, μια φορά τον μήνα μας έβγαζε στην ύπαιθρό, κρατούσε πάντα ένα μαχαιράκι και μας έδειχνε πώς να μπολιάζουμε τα δέντρα.
Τα σαββατοκύριακα, όσοι από τους χωριανούς δεν γνώριζαν γραφή και ανάγνωση, ακόμα και τα βράδια τους έκανε μάθημα, με το φως του λίχνου.
Η αγωνία του ήταν μεγάλη όταν ερχόταν ο επιθεωρητής που θα έκανε την αξιολόγηση του.
Θυμάμαι που μας έλεγε:
– ”Αύριο θα ‘ρθει ο επιθεωρητής, θέλω να έρθετε με καθαρά ρούχα, τα πόδια σας, τα χέρια σας, τα αυτιά σας να είναι πλυμένα”.
-”Κύριε” σηκώνει το χέρι του ένας μαθητής,” πειράζει που θα είναι τα ρούχα μας μπαλωμένα;
-Δεν με πειράζουν τα μπαλώματα, αρκεί να είναι καθαρά.
Την άλλη μέρα έρχεται ο επιθεωρητής θυμάμαι, εκείνος δεν κρατούσε βίτσα να δέρνει τα κοπέλια, αντίθετα μας μοίρασε και καραμέλες.
Μετά την γνωριμία με το μονοτάξιο σχολείο μας, έπιασε μια κιμωλία και έγραψε στον πίνακα μια άσκηση στα μαθηματικά, αρκετά δύσκολη.
-” Ποιος από εσάς, θα έρθει να την λύσει; είπε απευθυνόμενος στους μαθητές πέμπτης και έκτης τάξη”‘;
Οι μαθητές που περίμενε ο δάσκαλος να τον βγάλουν ασπροπρόσωπο, σε άκρα σιωπή.
Έχοντας την γλύκα της καραμέλας ακόμα στο στόμα μου, σηκώθηκα και κατευθύνομαι στον πίνακα. Με μεγάλη άνεση και σιγουριά έκανα όλες τις πράξεις τέλεια.
Ο δάσκαλός μου έμεινε με το στόμα ανοιχτό γιατί πάντα με χαρακτήριζε απαξιωτικά σαν.. σκέτο ντουβάρι.
Μετά το τέλος της αξιολόγησης του δασκάλου μας, ο επιθεωρητής με κάλεσε ιδιαιτέρως και με ρώτησε:
-‘Ένα πουλάκι μου είπε ότι δεν είσαι και πολύ καλός μαθητής, πώς και τα κατάφερες σήμερα σε ένα τόσο δύσκολο πρόβλημα”;
Κόμπιασα να του πω την αλήθεια, φοβήθηκα.
-”Έλα” μου λέει, ‘την αλήθεια, μην φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ’. Τότε παίρνω θάρρος και του λέω..
-”Αν με βγάλει στο μάθημα καμιά φορά και κάνω κανένα λάθος, εκτός από τις βιτσιές στα χέρια μου, θα με πιάσει από το αυτί και θα κολλά το κεφάλι μου στο πίνακα, τότε εγώ δεν θυμάμαι τίποτα, ξεχνάω ακόμα και το όνομά μου”.
Δεν ξέρω τι είπαν μεταξύ τους, όμως την άλλη μέρα ο δάσκαλος, έσπασε όλες τις βίτσες, τις έκανε κομμάτια και τις πέταξε από το παράθυρο, έξω από την αίθουσα του σχολείου μας, λέγοντάς μου..
-”Ποιος σου είπε παιδί μου Νίκο, πως εγώ θέλω να σε δέρνω;”
Μόνο που όταν γύρισε και πήγε προς την έδρα του, πρόσεξα ότι… τα μάθια του ήταν βρεγμένα και έτρεχαν δάκρυα, απέφυγε να με δει κατάματα, αναγνωρίζοντας το λάθος του.
Ένα κερί κι ένα μικρό αφιέρωμα σε όλους εκείνους τους παλιούς δασκάλους που δεν βρίσκονται πια στην ζωή. Αυτοί έβαλαν γερά θεμέλια στην παιδεία μας και όλοι αυτοί οι επιστήμονες που τιμούν την Ελλάδα μας και μας κάνουν όλους υπερήφανους και στο εξωτερικό, είναι τα δικά τους παιδιά.
Αλλά… και γι αυτούς που είναι ακόμη στην ζωή, έχουν την αγάπη και τον σεβασμό της Ελληνικής κοινωνίας, γιατί προσπάθησαν, μόχθησαν, ταλαιπωρήθηκαν, περπάτησαν στα μονοπάτια, στις βουνοκορφές των κακοτράχαλων χωριών μας, στο κρύο, στο χιόνι, την βροχή, εκεί που οι πρόγονοι μας έχτισαν τις αετοφωλιές τους για να αποφεύγουν τους διάφορους κατακτητές, της βασανισμένης μας πατρίδας.
* Ο Νίκος Σκουραδάκης είναι από τους Ασσυρώτους, το σημερινό Κρυονέρι Μυλοποτάμου