Συμπληρώνεται αυτές τις μέρες ένας χρόνος από το θάνατο του Δημοσθένη Ραπτόπουλου, επί τριάντα χρόνια καλού φίλου και συνεργάτη μου στην ιστορική έρευνα. Στο διάστημα της απουσίας του μαζί με τη μνήμη του έντονη είναι μέσα μου και η ευγνωμοσύνη για τη διάθεση του αρχείου του. Τα καλοκαίρια στο Αλιόρι είχαμε το χρόνο να μιλάμε με τον ίδιο και με την αξέχαστη αδερφή του Αταλάντη. Έτσι κατέγραψα αφηγήσεις τους, πολύτιμες νομίζω, καθώς ήξεραν και να βλέπουν και να μιλούν, όπως είναι αυτή που ακολουθεί.

Στην αφήγηση αυτή που καταγράφηκε στο Αλιόρι τον Ιούλιο του 2015 ο Δημοσθένης Ραπτόπουλος αναφέρεται στον βομβαρδισμό της Βιάννου από τους Γερμανούς, στις 30-5-1941. Είχαν προηγηθεί οι νίκες του στρατού μας στα αλβανικά βουνά, η εαρινή επίθεση του Μουσολίνι, όπου η 5η εφεδρική Μεραρχία Κρητών έχασε σε 15 μέρες 3.500 άνδρες. Επίσης η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα στις 6-4-1941, η συνθηκολόγηση, η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα στις 27-4-1941, η δεκαήμερη Μάχη της Κρήτης και η συνθηκολόγηση στις Ρουσές στις 29-5-1941.

Η Βιάννος όμως ετοιμάζεται να υπερασπιστεί την ύπαρξη και την ελευθερία της. Έχει οργανώσει την άμυνά της με τα ελάχιστα μέσα που είχε, όπως μας αφηγείται ο 14χρονος τότε μοναχογιός του Ταγματάρχη σε πολεμική διαθεσιμότητα ανάπηρου Αλέξανδρου Ραπτόπουλου. Επιλέγω τη δημοσίευση αυτού του κειμένου για τη μνήμη του Δημοσθένη Ραπτόπουλου, γνωρίζοντας πως στην φετινή επέτειο της Μάχης της Κρήτης η επικαιρότητα θα εστιάζεται στις Εθνικές Εκλογές. Ο Δημοσθένης Ραπτόπουλος αφηγείται (Αλιόρι, Ιούλιος του 2015):

«Από την αρχή του Ελληνοïταλικού Πολέμου, η μη στρατευμένη νεολαία του χωριού μας ανέλαβε την αντιαεροπορική άμυνα και συγκεκριμένα την ειδοποίηση της Διοίκησης για την εμφάνιση αεροπλάνων. Στις βουνοκορφές γύρω από το χωριό μου με μεγάλης ακτίνας ορατότητα, την Κούπα, τη Ρούσα Κεφάλα και τη Βίγλα, με ορατότητα μεταξύ τους και με την κορυφή Κορακιά, που αγκαλιάζει η δυτική συνοικία του χωριού μου, το Πετρούνι, πήγαινε κάθε μέρα από ένας παρατηρητής, εφοδιασμένος με κιάλια και ηλεκτρικό φανάρι.

Πήγαινε το πρωί και γύριζε το βράδυ. Όλη μέρα παρατηρούσε όσο έφτανε το μάτι του και με  σήματα μορς ενημέρωνε τον κεντρικό παρατηρητή που ήταν πάνω από τα ψηλότερα  σπίτια του χωριού μας στην Κορακιά ή Κούλε, όπου τα ερείπια του βενετσιάνικου φρουρίου Μπελβεντέρε. Η κύρια δουλειά των παρατηρητών ήταν να επισημάνουν αεροπλάνα (θέση, κατεύθυνση και αριθμό) να ενημερώσει τον παρατηρητή της Κορακιάς κι αυτός τον παρατηρητή του χωριού, που είτε έδινε σύνθημα να χτυπήσουν οι καμπάνες των εκκλησιών για συναγερμό, αν η κατεύθυνση των αεροπλάνων ήταν το χωριό μας , είτε  ενημέρωνε τη Διοίκηση και κείνη αποφάσιζε τι θα γίνει.

Το σύστημα αυτό λειτουργούσε  συνέχεια τον πρώτο μήνα του πολέμου· αλλ’ αργότερα, καθώς η νικηφόρα πορεία του στρατού μας μάς γέμισε περηφάνεια κι αυτοπεποίθηση και καθώς κανένα εχθρικό αεροπλάνο δεν έκαμε την εμφάνισή του πάνω από την Κρήτη, χαλάρωσε η επαγρύπνηση και από το 1941 εγκαταλείφθηκε, ώσπου ήρθε η Γερμανική εισβολή και κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τον Μάη του1941 η Κρήτη περίμενε την εισβολή.

Το αμυντικό σύστημα του χωριού μας ενεργοποιήθηκε ξανά, όπως τον Οκτώβρη του 1940, αλλά τώρα αναμορφώθηκε και προσαρμόστηκε σε κείνο που περιμέναμε1. Ο πατέρας μου, ταγματάρχης σε πολεμική διαθεσιμότητα, τραυματίας και ανάπηρος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, δεν μπόρεσε να πάει σ´ ενεργό υπηρεσία παρά το ότι το ζήτησε επίμονα. Αντ’ αυτού τον διόρισαν διοικητή της Νεολαίας στη θέση του επιστρατευμένου Γυμνασιάρχη.

Με πυρήνα τη γυμνασιακή Νεολαία της επαρχίας οργάνωσε αρχικά την αντιαεροπορική άμυνα και μετά τη γερμανική επίθεση οργάνωσε και είδος πολιτοφυλακής από όσους είχαν και μπορούσαν να φέρουν όπλα. Τα όπλα που υπήρχαν για τον εξοπλισμό της πολιτοφυλακής ήσαν τσιφτέδες κύρια, ελάχιστοι γκράδες και δυο ή τρία Φλόμπερ της Γυμνασιακής σκοποβολής. Τα φυσίγγια μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Βέβαια υπήρχαν και τα μαχαίρια και οι βέργες. Περιμέναμε απόβαση από τη θάλασσα. Από τον αέρα περιμέναμε μόνο βομβαρδισμούς. Έτσι το παρατηρητήριο της Βίγλας (Κέρατου) ήταν το πιο σημαντικό, γιατί ήταν σ’ ευθεία απόσταση από την ακτή, λιγότερο από δύο χιλιόμετρα, ενώ είχε υψόμετρο 620 μέτρα και ήταν ορατό από το χωριό μας (από την Κορακιά), είχε ακτίνα ορατότητας προς τη θάλασσα 98 χιλιόμετρα.

Στο παρατηρητήριο αυτό πήγαιναν κάθε μέρα, το Μάη του 1941, ένας μεγάλος ένοπλος και ένας νεολαίος για την μετάδοση μηνυμάτων με σήματα μορς. Θα ‘ταν μεταξύ 24 και 28 του Μάη2. Σκοπιά εκείνη την ημέρα στη Βίγλα ήταν ο Τζαμπαζάκης μ’ ένα γκρα και ένα πιστόλι και εγώ ο συνοδός του μ’ ένα φλόμπερ και πέντε σφαιρίδια. Ήμουν τότε 14 χρόνων, αλλά ο πατέρας μου ήθελε ο γιος του να υπηρετήσει την πατρίδα πριν από τους άλλους συνομήλικους χωριανούς μου.

Το παρατηρητήριό μας ήταν μια εσοχή στη νοτική απότομη πλευρά του Κέρατου στην κορυφή του σχεδόν. Από κάτω μας 500 μέτρα χαμηλότερα ήταν σχεδόν κατακόρυφα ο Ξερόκαμπος, μια πεδινή έκταση παράλληλη προς την ακτή εκατό περίπου μέτρα ψηλότερα από τη θάλασσα, χίλια πεντακόσα περίπου στρέμματα, γεμάτη από σπαρτά στάρι και κριθάρι. Η γη είχε δώσει τους καρπούς της, ανταμοιβή στο μόχθο του Βιαννίτη αγρότη. Πλησίαζε η ώρα του θέρους, κάπου κάπου θέριζαν κιόλας.

Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, η θέα ήταν καταπληκτική, ή φύση δεν νοιαζότανε για το δράμα που παιζόταν στη  βόρεια Κρήτη, εδώ όλα φαίνοταν ειρηνικά, χαρούμενα, όμορφα και μεις τα βλέπαμε σαν από αεροπλάνο. Λέω αεροπλάνο ενώ κανείς χωριανός δεν είχε μπει σε αεροπλάνο, ούτε καν από κοντά δε τα είχαμε δει. Ίσως κάποιοι τυχεροί είδαν αεροπλάνα στον κινηματογράφο, αν είχαν πάει στο Ηράκλειο, που κι’ αυτό δεν ήταν κάτι συνηθισμένο για τους Βιαννίτες, αφού ο αμαξιτός δρόμος είχε φτάσει στην Άνω Βιάννο μόλις το 1936.

Και τότε οι περισσότεροι Βιαννίτες είδαν για πρώτη φορά αυτοκίνητο, κι ας ήταν η Άνω Βιάννος η πρωτεύουσα της επαρχίας με 2.500 κατοίκους με Γυμνάσιο, Ειρηνοδικείο, Υποδιοίκηση Χωροφυλακής, Αγρονομείο κ.λπ. Το  αεροπλάνο ήταν όχι μόνο σπάνιο φαινόμενο αλλά και παράξενο, τόσο που όταν περνούσε πολύ ψηλά κάποιο αεροπλάνο τα παιδιά φώναζαν: «αεροπλάνο, αεροπλάνο» και οι μεγάλοι έβγαιναν κι αυτοί έξω να θαυμάσουν το μεγάλο πουλί που έμπαινε στα μέρη που μόνο ο Θεός κατοικούσε και ήταν κάτι σαν υπερφυσικό φαινόμενο.

Και στη διάρκεια του πολέμου ελάχιστες φορές πέρασαν πάνω από τη Βιάννο αεροπλάνα, πολύ ψηλά, μαύρα σημαδάκια που πιο πολύ τα νιώθαμε από το βόμβο παρά που τα βλέπαμε. Τώρα είχαμε μάθει πως έριχναν στρατό. Αυτό κανείς δεν το περίμενε. Ούτε οι στρατιωτικοί. Εγώ με τον Τζαμπαζάκη απολαμβάναμε τη θαυμάσια θέα παρατηρώντας τη θάλασσα, προφυλαγμένοι από τις καυτερές ακτίνες του μαγιάτικου ήλιου, όταν ξαφνικά ένας τρομακτικός θόρυβος μας ξάφνιασε και μετά είδαμε να περνά, τρακόσια μέτρα πιο χαμηλά από μας, ένα αεροπλάνο, να ρίχνει βόμβες και να πολυβολεί ό,τι έβλεπε να κινείται. Εμάς δε μας είχαν δει οι αεροπόροι, γιατί φαίνεται πως δεν περίμεναν να δουν πιο ψηλά απ’ αυτούς ανθρώπους στη γη, όπως και μεις δεν περιμέναμε να δούμε αεροπλάνο κοιτάζοντας προς τα κάτω.

Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό, ήταν έξω από καθετί που μπορούσαμε να φαντασθούμε και πολύ λιγότερο να περιμένομε.

Οι εκπλήξεις  όμως δεν σταμάτησαν εδώ. Σε λίγα λεπτά το αεροπλάνο πήρε ύψος και κατευθύνθηκε στη Βιάννο, όπου ξεφόρτωσε τις βόμβες του. Από τους πυροβολισμούς δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα, ενώ από τις βόμβες γκρεμίστηκαν δυο τρία σπίτια και σκοτώθηκε μια γυναίκα3. Αυτή ήταν η πρώτη προσωπική εμπειρία από τον πόλεμο, η πρώτη μου γνωριμία με τον ουρανοκατέβατο κατακτητή. Από δω και πέρα θα είχα πολλές εμπειρίες, καθημερινές σχεδόν γνωριμίες».

  1. Βλ. και Γ. Χρηστάκη (συνεργασία Κ.Στεφανάκη) «Επαρχία Βιάννου 1940-45» Β´ Έκδοση για 2017 σελ. 29-30-31 και 38-39.
  2. Κατά τον Γ. Χρηστάκη 30 Μαΐου.
  3. 30 Μάη 1941 το μεσημέρι η Άνω Βιάννος υπέστη δυο επιδρομές. Στη δεύτερη μια βόμβα χάλασε το σπίτι του Ν. Ηγουμενίδη και μια άλλη έπεσε στο σπίτι του Γιάννη Αθανασάκη και σκότωσε την 8 μηνών έγκυο σύζυγό του Πολύμνια και το γιο της Κωνσταντίνο 3χρόνων.