Ο ομότιμος καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης, κορυφαίος μελετητής της Βυζαντινής Υμνογραφίας, χαρακτηρίζει με σεμνότητα την πρόσφατη έκδοσή του Ο Ακάθιστος Ύμνος ως «μια ακόμη δοκιμή, για ένα κείμενο, που θεωρείται πολύ γνωστό, αλλά εξακολουθεί να έχει πολλά άλυτα και προβληματικά στοιχεία».

Η υποδειγματική έκδοση του σημαντικού αυτού τεκμηρίου της βυζαντινής υμνογραφίας, από τον εγνωσμένου κύρους καθηγητή, φωτίζει πολλά από τα ζητήματα αυτά, ανοίγει νέους δρόμους και προάγει αναμφισβήτητα τις βυζαντινολογικές σπουδές.

Το αισθητικά άρτιο βιβλίο (εκδοτική φροντίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου)  επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις και μας οδηγεί σε αναθεωρήσεις αναφορικά με τα ζητήματα που σχετίζονται με τον «Ύμνο».

Η μελέτη αρχίζει με τον κατατοπιστικό πρόλογο, συνεχίζει με την πλουσιότατη ειδική βιβλιογραφία, με το «Πρώτο» και το «Δεύτερο» Μέρος, όπου συζητούνται λεπτομερώς τα ζητήματα τα οποία αφορούν τον Ακάθιστο, και ολοκληρώνεται με το αποκαθαρμένο πλέον κείμενο και το πλούσιο κριτικό υπόμνημα.

Στο «Πρώτο Μέρος» ο καθηγητής Δετοράκης εξετάζει τον Ακάθιστο ως ποιητικό είδος. αναψηλαφά ιστορικά προβλήματα, σχετικά με τον χρόνο σύνθεσης και τον ποιητή. κομίζει νέα στοιχεία από την έρευνα, τη μελέτη χειρογράφων και από τον κριτικό έλεγχο παλαιότερων μελετών.

Αξιοποιώντας εσωτερικά στοιχεία, αναφέρεται στη μορφή, στο περιεχόμενο και στα ιδιαίτερα γνωρίσματα του Ύμνου. Η άποψη ότι ο δημοφιλέστατος ύμνος «Τη υπερμάχω στρατηγώ…» συνιστά μεταγενέστερη προσθήκη («που ανταποκρινόταν περισσότερο στην έκφραση του βυζαντινού ‘‘πατριωτισμού’’»), τοποθετεί τα πράγματα στη σωστή θέση.

Ακολούθως ο εμπνευσμένος μελετητής αναλαμβάνει να ξεκλειδώσει τα μυστικά του περίλαμπρου ύμνου. Συζητεί τις θεωρίες που έχουν ήδη διατυπωθεί ως προς τον χρόνο σύνθεσης και το πρόσωπο του υμνογράφου, απαντά με αδιάσειστα επιχειρήματα σε ερωτήματα όπως για το αν ο Ακάθιστος μπορεί να αποδοθεί στον Ρωμανό και σχολιάζει την ευρύτατα διαδεδομένη σύνδεσή του με την πολιορκία της Πόλης από τους Αβάρους το 626 μ.Χ.

Ο Ακάθιστος «είναι ύμνος εξολοκλήρου ειρηνικός, εγκωμιαστικός και θεολογικός, χωρίς καμιά αναφορά ή νύξη για κινδύνους και θαυματουργική σωτηρία της βασιλεύουσας πόλης», παρατηρεί, επιχειρώντας να αποσυνδέσει το προοίμιο «Τη υπερμάχω…» από τον Ύμνο και να ανασκευάσει την παράδοση που επιβιώνει μέσω των εκκλησιαστικών συναξαρίων και των σχολικών βιβλίων.

Με επιστημονική επίσης νηφαλιότητα ο μελετητής εγκύπτει στα πρόσωπα που έχουν συνδεθεί με την πατρότητα του ύμνου και ενισχύει παλαιότερη υπόθεσή του, ότι ο Ακάθιστος είναι προϊόν συνεργασίας δύο ποιητών.

Οι Ιωάννης Δαμασκηνός και Κοσμάς ο Μελωδός, οι δύο αδελφοί υμνογράφοι, που έχουν ήδη συνεργαστεί στη σύνθεση ύμνων της «Παρακλητικής», είναι πιθανότατα εκείνοι οι οποίοι συνέθεσαν τον Ύμνο, καταλήγει, άποψη η οποία ενισχύεται με ιστορικά και υφολογικά στοιχεία.

Ο καθηγητής Δετοράκης πρωτοτυπεί στο ότι αντιμετωπίζει τον Ύμνο ως λειτουργικό κείμενο (είναι το μοναδικό κοντάκιο που ψάλλεται ολόκληρο μέχρι σήμερα) και λαμβάνει υπόψη τα λειτουργικά χειρόγραφα, τις διατάξεις και τις διαφορετικές γραφές, που βοηθούν στην κριτική και την ερμηνεία του.

Εξετάζει επίσης όλες τις εκδόσεις του Ύμνου, τις πολλές μεταφράσεις και παραφράσεις  του (8 ελληνικές και 23 ξενόγλωσσες) που αποκαλύπτουν τη δημοφιλία του και ολοκληρώνουν την εικόνα της διαδρομής του στον χρόνο.

Όμως ο Ύμνος είναι ένα ποίημα υψηλής τέχνης (ενσωματώνει «εμπνεύσεις ακραιφνεστάτης ποιήσεως», σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη) και, επομένως, η αντιμετώπισή του ως λογοτεχνήματος από έναν έγκυρο βυζαντινολόγο αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ο καθηγητής Δετοράκης μάς ξεναγεί, με τον εύχαρι λόγο του, στα πολλά λογοτεχνικά σχήματα, στις επαναλήψεις, στις ομοιοκαταληξίες, στις παρομοιώσεις, που αποκαλύπτουν την εικονιστική δύναμη του δημιουργού, στις παρηχήσεις που μαγεύουν, στις προσωποποιήσεις, τις μεταφορές, τις πολλές αντιθέσεις, τα οξύμωρα και τα σύνθετα σχήματα.

Ακόμα και αν έχουμε ακούσει άπειρες φορές τα σχήματα αυτά, η μεθοδική επισήμανσή τους από το γυμνασμένο μάτι του μελετητή μάς καθοδηγεί στην απόλαυση και στην αβίαστη παραδοχή ότι πρόκειται για ένα αληθινό ποίημα με όλα τα στοιχεία της μεγάλης τέχνης.

Το «Δεύτερο Μέρος» κομίζει σημαντικές πληροφορίες για τη χειρόγραφη παράδοση του κειμένου του Ύμνου στα «κοντακάρια», στα λειτουργικά χειρόγραφα και σε δευτερεύοντες κώδικες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζουν οι κριτικές και φιλολογικές παρατηρήσεις. Σχολιάζονται με εξαιρετικά διεισδυτικό  τρόπο και με ευθύβολο λόγο όροι και φράσεις σημαίνουσες για την κατανόηση του Ύμνου (π.χ., «Πρωτοστάτης», «συν τη ασωμάτω φωνή», «ξύλον ευσκιόφυλλον» κ.ά.). Αποκαλύπτεται εδώ η δεινότητα του φιλολόγου, καθώς ο συγγραφέας κατοπτεύοντας και αξιοποιώντας προγενέστερες εργασίες, εκθέτει με ενάργεια τις δικές του παρατηρήσεις.

Οπλισμένος ο αναγνώστης με τη φιλολογική αυτή σκευή του χαλκέντερου μελετητή προσεγγίζει το κείμενο με το πλούσιο κριτικό υπόμνημα, όπου παρατίθενται όλες οι διαφορετικές γραφές των χειρογράφων ή εκείνες που έχουν προταθεί από άλλους μελετητές. Τόσο ο απλός αναγνώστης όσο και ο ειδικός ερευνητής έχουν πλέον στη διάθεσή τους ανάγλυφη την παράδοση του κειμένου, η οποία λύνει πολλά από τα ερμηνευτικά του ζητήματα.

Με τη μελέτη του Θεοχάρη Δετοράκη, ο Ακάθιστος Ύμνος αποκτά τις πραγματικές επιστημονικές του διαστάσεις. Βεβαίως, με την ανάγνωση της σαρωτικής αυτής εργασίας, καλούμαστε να αφήσουμε πίσω λανθασμένες παιδικές εντυπώσεις και ρομαντικές εκδοχές (βλ. και την άποψη του καθηγητή Λευτέρη Ζούρου, Πατρίς, 9.10.2021), κερδίζουμε όμως την καθαρότητα της αλήθειας, που ανοίγει άλλες δυνατότητες να γευτεί κανείς τη μαγεία του Ύμνου. Γιατί η πολυεπίπεδη αυτή προσέγγιση του κειμένου, η αποκατάστασή του και, κυρίως, η ανάδειξη του γλωσσικού πλούτου και των λογοτεχνικών αρετών του μπορούν να οδηγήσουν τον κάθε αναγνώστη, ανεξάρτητα από το θρησκευτικό συναίσθημα, να βιώσει βαθύτερα αλλά και να απολαύσει το περίλαμπρο βυζαντινό ποίημα.

Έχουμε λοιπόν ένα κείμενο να το χαιρόμαστε ξανά και ξανά, να μας ταξιδεύει εσαεί με το «πυρίμορφο όχημα» του λόγου σε μια «νέα κτίση», σ’ έναν κόσμο-κόσμημα, όπως τον οραματίστηκε ο Κτίστης, με «δένδρα αγλαόκαρπα» και «ξύλα ευσκιόφυλλα», με «άνθη αφθαρσίας» και φώτα πολλά. Να νιώθουμε την «ξένωση» από τη γήινη βαρύτητά μας στον «ξένο», τον παράξενο αυτό κόσμο.

Γιατί με τους «Χαιρετισμούς», όπως συνηθίσαμε να αποκαλούμε τον Ύμνο, μπαίνουμε πράγματι σε ένα νέο, παράξενο κόσμο, όπου οι νεκροί «ζωοποιούνται», οι λεπροί «αποκαθαίρονται», οι «πολύφθογγοι ρήτορες» μένουν ιχθύες άφωνοι, οι φιλόσοφοι αποδεικνύονται άσοφοι, οι τεχνολόγοι «άλογοι». Βρισκόμαστε σε μια νέα χώρα, όπου μαραίνονται «οι των μύθων ποιηταί», βασιλεύουν απλοί-ταπεινοί ψαράδες, αφού είναι μια χώρα στην οποία ο ίδιος «ο υψηλός Θεός εφάνη ταπεινός άνθρωπος», θέλοντας να ανεβάσει τον άνθρωπο, να τον κάνει Θεό.

Ο καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης, αποκαθιστώντας και σχολιάζοντας τον Ακάθιστο, τον δημοφιλέστερο ανθρώπινο Ύμνο, και οδηγώντας μας στον καινοφανή αυτό κόσμο, πραγματοποιεί μια γενναία κατάθεση στο ταμιείον του πνευματικού μας  πολιτισμού. Γιατί αναθερμαίνει το εξαιρετικά πολύπλοκο φαινόμενο του Ακάθιστου Ύμνου και το κρατά ανοιχτό στην έρευνα. Γιατί μας παραδίδει ένα πολυθέλγητρο κείμενο.

Γιατί το ευφραντικό αυτό πνευματικό τραγούδι, με κανόνες αισθητικής που καταπλήσσουν, με τα πολλά «χαίρε», με πολλά ποικίλματα λόγου -που σκοπό έχουν όχι να εντυπωσιάσουν, αλλά να προσδώσουν τόνο θριαμβικό στο γεγονός του αγγέλματος της ενανθρώπισης ενός Θεού-, διατρανώνει τη χαρά και την ελπίδα.

Είναι ένα μήνυμα χαρμόσυνο, μια Ευ-αγγελία, μέσα στον σημερινό ζόφο:  ότι το κακό θα ηττηθεί, η φθορά θα ανασταλεί, η χαρά θα ενθρονιστεί ξανά στη ζωή μας.

* Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι  διδάκτωρ Παν. Κρήτης