Από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ κυκλοφόρησε το έργο «Όνομα πατρός: Δούναβης». Συγγραφέας του, ο Κώστας Ακρίβος, φιλόλογος και δόκιμος συγγραφέας με γενικότερη αναγνώριση.
Το έργο του αυτό δύσκολα εντάσσεται σε μια από τις γνωστές κατηγορίες. Είναι βέβαια μια μυθιστορηματική βιογραφία, με αρκετές καινοτομίες. Κεντρικός του ήρωας είναι ο Παναΐτ Ιστράτι, οι περιπέτειες της ζωής του και τα έργα του.
Ενσωματώνει με οργανικό τρόπο τις προσωπικές του περιπέτειες και αρκετές περιλήψεις από τα έργα που τον ανέδειξαν ως τον Γκόρκι της βαλκανικής και αποκαλύπτεται ένας κόσμος που αγωνίζεται να ζήσει και να υπάρξει μέσα σε συνθήκες καθημερινής καταπίεσης και εκμετάλλευσης.
Ο Παναΐτ Ιστράτι γεννήθηκε το 1884 στη Βραΐλα της Ρουμανίας από τη σχέση μιας φτωχής Ρουμάνας και ενός Κεφαλλονίτη που δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Η Βραΐλα τότε άκμαζε. Ζούσαν εκεί αρκετοί έμποροι Έλληνες που ασχολήθηκαν με το εμπόριο στον Δούναβη.
Ο συγγραφέας ζωντανεύει τη ζωή της πόλης και τα τραυματικά παιδικά βιώματα του ήρωά του, καθώς και την αγωνία του να εκφράσει όλο αυτόν τον κόσμο στο έργο του. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη και στην Αίγυπτο βιοποριζόμενος, δημιούργησε στενές φιλίες και έρωτες χωρίς να μπορεί να ησυχάσει. Δεν σπούδασε. Είχε μέσα του τον καημό να κατακτήσει τον δύσκολο κόσμο της συγγραφής.
Έμαθε μόνος του γαλλικά και είχε στείλει επιστολή στον μεγάλο Γάλλο συγγραφέα Ρομαίν Ρολάν, αλλά έμεινε αναπάντητη. Απογοητευμένος θέλησε να αυτοκτονήσει -ευτυχώς, ανεπιτυχώς, αλλά άφησε ένα σημείωμα προς τον Ρομαίν Ρολάν (15/3/1921).
Εκείνος γοητεύτηκε, διάβασε κάποιο έργο του και του έγραψε. «Λάμπει μέσα σας η θεία φλόγα της ψυχής. Είσαι ένας καινούριος Γκόρκι. Ένας ανατολίτης παραμυθάς».
Από τη στιγμή αυτή αρχίζει ένας θρίαμβος. Κυκλοφορούν τα έργα του στα γαλλικά και γίνονται ανάρπαστα, γιατί πραγματικά αποπνέουν ένα άρωμα ανατολής και κάτι από τη ζωή των ταπεινών και καταφρονεμένων που αναζητούν δικαιοσύνη.
Όλοι οι διανοούμενοι τον αναγνωρίζουν και τον επαινούν ιδιαίτερα της αριστεράς. Στα δέκα χρόνια από την επανάσταση τον καλούν επισήμως στη Ρωσία, όπου συναντάται με τον Νίκο Καζαντζάκη και συνδέονται με αδελφική φιλία. Θα έρθουν μαζί στην Ελλάδα, όπου θα μιλήσουν δημόσια και θα προκληθεί μεγάλη αντίδραση. Στη συνέχεια θα διαφωνήσουν και θα χωρίσουν για χρόνια.
Η βασική αιτία είναι ότι ο Ιστράτι, που μόνος του γνώρισε τα πρώτα δείγματα του ολοκληρωτισμού και της αδικίας στη χώρα, που ευαγγελιζόταν τη νέα κοινωνία, αισθάνθηκε και εξέφρασε τη διαφωνία του.
Αναφέρεται ένας διάλογος μεταξύ τους. Ο Νίκος Καζαντζάκης τού είπε: «Για να κάνεις ομελέτα, πρέπει να σπάσεις αυγά». Και εκείνος του απάντησε: «Tα σπασμένα αυγά τα βλέπω, δε βλέπω όμως την ομελέτα». Επιστρέφοντας στη Γαλλία, θα καταγγείλει πολύ πριν τον Σολζενίτσιν το σύστημα και θα του επιτεθούν σκληρά όλοι οι κομμουνιστές.
Λίγο πριν πεθάνει θα ανταλλάξουν θερμές επιστολές με τον Νίκο Καζαντζάκη. Ο Παναΐτ Ιστράτι υπέφερε από φυματίωση αρκετά χρόνια και έφυγε νέος από τη ζωή. Λεπτομέρειες αρκετές αναφέρονται στο βιβλίο που είναι γραμμένο με τέχνη και κέφι. Παρά το ότι αρκετά στοιχεία βασίζονται στην πραγματική ζωή, συντίθεται ένα έργο μυθιστορηματικό, άρτιο, με αρκετά μοντέρνα στοιχεία.
Γι’ αυτό θεωρώ ότι ο όρος «μυθιστόρημα» είναι ο πιο σωστός. Άλλωστε, όλοι οι συγγραφείς από κάπου αντλούν ή επινοούν τον μύθο τους. Σημασία έχει τα βιώματα και οι επινοήσεις να έχουν τη δυνατότητα να μας συγκινούν και τελικά να μας οδηγούν σε έναν νέο δρόμο ζωής.
Το συγκεκριμένο έργο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, γιατί μας ενδιαφέρει η σχέση του με τον Νίκο Καζαντζάκη που αποδίδεται με εξαιρετικό τρόπο. Ο ένας ήταν διανοούμενος με βαθιές φιλοσοφικές γνώσεις.
Ο άλλος ήταν άνθρωπος με πλούσια βιώματα και μεγάλος δημιουργός με απλή αίσθηση της ζωής και ταλέντο. Και οι δύο οραματίζονταν έναν νέο κόσμο που θα ανέτρεπε τον δυτικό πολιτισμό και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις κοινωνικών αλλαγών.
Ο Ιστράτι υπήρξε προφητικός σ’ αυτό, γιατί είχε δει πάρα πολλά στην επίσκεψή του στη Ρωσία εκτός επίσημου προγράμματος, όπου διαπίστωσε τον ανατέλλοντα σταλινισμό. Το έργο αυτό ίσως μας δώσει αφορμή να ξαναδιαβάσουμε τα έργα του Παναΐτ Ιστράτι που κυκλοφορούν.
Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος