«Τρέμετε αισχροκερδείς!». Ποιος σας είπε ότι η αισχροκέρδεια είναι τωρινό φαινόμενο; Κάθε εποχή έχει τα δικά της… Ανατρέξαμε στην στήλη «Επίκαιρα» της Νέας Εφημερίδος, με ημερομηνία Παρασκευή 16η Μαΐου 1924, στην οποία στήλη είναι αφιερωμένο το σχετικό άρθρο με την αισχροκέρδεια:

«Τρέμετε αισχροκερδείς! Ο υπουργός της Ευνόμου τάξεως δεν χωρατεύει. Αν σας τσακώσει, πάει, εχαθήκατε. Κλείσιμο των μαγαζιών σας και υπερωρίαν! Και επειδή όλος ο κόσμος έγινε -θέλοντας και μη- αυτούς τους χρόνους αισχροκερδής, υπάρχει φόβος ότι όλοι οι Έλληνες θα καταδικασθούν εις υπερωρίαν.

Το κακό όμως είναι ότι δεν πιστεύομεν να υπάρχει χώρα που να μας κάνει την χάριν να μας δεχθεί. Κι έτσι -θέλοντας και μη- θ’ αναγκασθεί ο κ. Πάγκαλος να μας αφήσει ήσυχους, εκτός εάν θελήσει ν’ αδικεί ωρισμένην τάξιν αισχροκερδών, όπως εγίνετο και γίνεται ακόμη και στη χώρα μας.

Εμείς τουλάχιστον έχουμε χάσει τον μπούσουλαν και δεν ημπορούμεν να διακρίνουμε ποιοι είναι εκείνοι που αισχροκερδούν και ποιοι που δεν αισχροκερδούν. Όλος ο κόσμος αγωνίζεται να ζήσει και όλος ο κόσμος προσπαθεί να αντιμετωπίσει όπως όπως την ακρίβεια της ζωής.

Για να το κατορθώσει να υπερτιμά την εργασίαν του. Και αυτό το κράτος και αυτή η Εκκλησία και αυτοί οι αστικοί Δήμοι αναγκάζονται δια του εκατονταπλασιασμού των χρηματικών των αξιώσεων να επιτύχουν την συντήρησίν των. Γιατί, λοιπόν, να επιζητήται η αισχροκέρδεια εις τας τάξεις των μανάβηδων και των κρεοπωλών, ν’ αφήνονται ανενόχλητοι όλαι αι άλλαι βιοποριστικαί και επαγγελματικαί τάξεις;».

Τέτοιες μέρες, πολλά διαδραματίζονται στην πόλη μας. Ωστόσο έχουμε κατάρρευση του Μετώπου στην Μικρά Ασία του ’22 και στις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, διορίζεται και πάλι δήμαρχος ο Ιωάννης Βογιατζάκης, ο οποίος θα παραμείνει μέχρι το 1929. Στο συμβούλιο παρίστανται νέα πρόσωπα όπως οι:

Μιλτιάδης Ανδρεαδάκης, Ιωάννης Αδάμης, Σπύρος Αλεξίου, Μιχαήλ Κουναλάκης, Παναγιώτης Πρατικάκης, Γεώργιος Τζουλάκης. Πρόεδρος εξελέγη ο Α. Χατζηδάκης-Νίβας και αντιπρόεδρος ο Αλ. Γεωργιάδης. Πολλά είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η πόλη μας, όπως η ύδρευση, το σχέδιο πόλης, αλλά κυρίως το πρόβλημα της εισροής χιλιάδων προσφύγων, που γίνεται η αιτία να πολλαπλασιασθεί ο πληθυσμός του Ηρακλείου.

Βέβαια μέσα στο συνωστισμό, το συμβούλιο βρίσκει την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση, αλλάζοντας τα ονόματα οδών και πλατειών, π.χ. η πλατεία Πρίγκηπος Γεωργίου, μετονομάσθηκε σε πλατεία Ελευθερίας.

Βρισκόμαστε στα 1924. Το Δημοτικό Συμβούλιο, προκήρυξε μειοδοτική δημοπρασία για το ηλεκτρικό. Τρεις εταιρείες υπέβαλαν τις σχετικές προτάσεις τους με καλύτερη αυτή της ελληνικής Γενικής Ηλεκτρικής Εταιρείας. Μετά και από σύμφωνη γνώμη του ηλεκτρολόγου Βερονίκου, που για το λόγο αυτό, είχε φτάσει από την Αθήνα η «Ε.Γ.Η.Ε.» ανέλαβε να ηλεκτροφωτίσει το Ηράκλειο.

Μια αίτηση εξάλλου του εφόρου αρχαιοτήτων Κρήτης Στέφανου Ξανθουδίδη, βρίσκει ανταπόκριση από τους δημοτικούς συμβούλους. Ο Ξανθουδίδης συνιστά να προφυλάξουν την κρήνη Μοροζίνι, για την οποία «οιαδήποτε πόλις ευρωπαϊκή θα υπερηφανεύεται».

Εγκρίνεται κονδύλι 16.000 δραχμές για κιγκλίδωμα. Τότε ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης του Δήμου Ηρακλείου ο Άρθρουρ Έβανς, ο άνθρωπος που έφερε στο φως την Κνωσό, χάρη στην αρχαιολογική του σκαπάνη.

Όμως… το μεγάλο πρόβλημα για την πόλη μας και για το νησί μας, είναι τα θύματα της Κεμαλικής θηριωδίας.

Οι στιγμές είναι συγκινητικές σχετικά με την εγκατάσταση των αστέγων προσφύγων στα εγκαταλειφθέντα τουρκικά οικήματα. Σε όλες τις συνοικίες όπου υπάρχουν τουρκικά σπίτια, προκειμένου να εγκατασταθούν οι πρόσφυγες, αντικρύζει κανείς πεταμένα στους δρόμους τα πτωχικά πράγματα των προσφύγων και όλους αυτούς τους κατατρεγμένους συνανθρώπους μας οδυρωμένους.

Ολόκληρη η κοινωνία παρίσταται μάρτυρας αυτών των σκηνών και οι αρμόδιοι δεν εξέρχονται από τα γραφεία τους για να ακούσουν τις συγκινητικές εκκλήσεις των απροστάτευτων δυστυχών, οι οποίοι κατακλύζουν την Νομαρχία, τα αστυνομικά τμήματα και τέλος καταφεύγουν μέχρι και στα γραφεία της εφημερίδας. Όμως… φωνή βοώντος. Τα απροστάτευτα γυναικόπαιδα εκδιώκονται και δεν ακούγονται, διότι έχουν ενοχλητική φωνή και τα αυτιά των αρμοδίων δεν μπορούν να ενοχλούνται με τραγικές αφηγήσεις και ενοχλήσεις.

Εάν όμως αποφεύγουν την φωνή των αδικημένων, δεν μπορούν να αποφύγουν την φωνή της κοινωνίας. Μια κοινωνία που σίγουρα δεν ανέχονταν να βλέπει μια αδικία να συνεχίζεται, μια αστοργία να διαιωνίζεται, μια κοινωνία που είχε την αξίωση όλα αυτά να τερματισθούν. Φυσικά και οι πολύπαθοι συνάνθρωποί μας να τύχουν καλύτερης αντιμετώπισης και μιας ζωής όπως είχαν το δικαίωμα να ζήσουν!