Αυτοί που πιστεύουν ότι δημοκρατία είναι η ισότητα των πολιτών στα δικαιώματα, βλέπουν τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι δημοκρατία είναι και η ισότητα των πολιτών στις υποχρεώσεις. Και ο εμβολιασμός των πολιτών κατά του κορονοϊού, είναι μια από αυτές. Τον τελευταίο χρόνο μάλιστα έχει καταστεί η εμβληματική υποχρέωση του πολίτη σε παγκόσμιο επίπεδο. Τι γίνεται όμως με τους συμπολίτες μας οι οποίοι πιστεύουν ότι έχουν μόνον δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις, αρνούμενοι, για δικούς του ο καθένας λόγους, να εμβολιαστούν; Μπορούν ή πρέπει να υποχρεωθούν προς τούτο;
Για να απαντηθεί το ερώτημα πρέπει να απαντηθούν πρώτα κάποια άλλα σχετικά ερωτήματα, όπως: το εμβόλιο, και ιδιαίτερα το συγκεκριμένο, είναι θέμα ατομικό ή συλλογικό; Είναι θέμα ηθικό, της όποιας δηλαδή ηθικής αντίληψης του ατόμου σχετικά με το σώμα του, όπως ισχυρίζονται οι αρνητές του, ή θέμα κοινωνικού ήθους μιας συγκεκριμένης κατηγορίας συμπολιτών μας απέναντι στο κοινωνικό σύνολο; Και τέλος η αντιμετώπισή του είναι θέμα που πρέπει να επαφίεται στην προσωπική διάθεση του κάθε πολίτη χωριστά ή στην Πολιτεία, στις, δημοκρατικά λαμβανόμενες, αποφάσεις της οποίας όλοι πρέπει να συμμορφωνόμαστε;
Με δεδομένα επί πλέον ότι: τα άτομα διαθέτουν «ηθική», οι κοινωνίες δεν διαθέτουν ηθική αλλά «ήθος» και οι πολιτείες, ούτε ηθική ούτε ήθος, αλλά «νομιμότητα», μπορούμε να προχωρήσουμε παρακάτω.Εάν, λοιπόν, ο κορονοϊός παρέμενε ή έβλαπτε αποκλειστικά και μόνον το προσβαλλόμενο άτομο, τον φορέα του, θα ήταν θέμα ατομικό. Η μετάδοσή του όμως και μάλιστα η πρωτοφανής μεταδοτικότητα και επικινδυνότητά του, το μετατρέπει αυτομάτως σε θέμα του συνόλου, κοινωνικό. Και το κυριότερο, πανδημικό. Αυτό δε που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ινδία επιβεβαιώνει τα παραπάνω.
Το οξύμωρο μάλιστα σε σχέση με όλα τα παραπάνω, είναι ότι αυτοί που στη θεωρία υποστηρίζουν μετά μανίας την «ιδιωτικότητα» του εμβολίου είναι αυτοί που στην καθημερινή πρακτική τους συμπεριφέρονται ολωσδιόλου «δημόσια»: αρνούμενοι να περιοριστούν «επί τα ίδια», περιφέρονται αγεληδόν και χωρίς κανένα μέτρο προστασίας και ασφαλείας σε πλατείες, πορείες, μαζικές εκδηλώσεις και διαδηλώσεις.
Επί πλέον θα ήταν θέμα ηθικό, εάν αφορούσε τον καθένα πολίτη και την διαχείριση του σώματός του αποκλειστικά, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση όμως ότι η όποια ηθική του συγκρότηση δεν αποβαίνει βλαπτική για την υγεία και σε πάρα πολλές περιπτώσεις θανατηφόρα για την βιολογική υπόσταση του πλησίον του. Και όχι μόνον τούτο αλλά και την επακόλουθη κατάρρευση του συστήματος υγείας (με καταστροφικές συνέπειες των πιο υγειονομικά ευάλωτων συνανθρώπων μας και των ηλικιωμένων), την καταστροφή της οικονομικής ζωής της χώρας (με την καταστροφή των επιχειρήσεων, την καταδίκη πολλών συνανθρώπων μας στην ανεργία κ.λ.π.), την διακοπή του εκπαιδευτικού μας συστήματος (με την επακόλουθη «καταδίκη» των παιδιών στην αμορφωσιά και την στέρηση στους νέους των ονείρων τους), την εθνική ασφάλεια της χώρας και τόσα άλλα, «ών ουκ έστιν αριθμός». Δεν νομίζω ότι η επέλευση όλων των προαναφερόμενων «πληγών του Φαραώ» αντισταθμίζεται, στον ζυγό της ηθικότητας, με το δικαίωμα στην «αυτοδιαχείριση» του σώματός μας από τον καθένα μας (όπως π.χ. συμβαίνει με τα τατουάζ) ούτε και με το, αναμφισβήτητα σοβαρό, δικαίωμα των νέων για ζωή και διασκέδαση. Σ΄αυτή λοιπόν την περίπτωση, και με δεδομένο ότι ο κορονοϊός δεν διαθέτει ηθική και δεν κάνει διακρίσεις, το όλο θέμα παύει πλέον να είναι θέμα επιτρεπόμενης ατομικής ηθικής του καθενός και τρέπεται σε πρόβλημα ανεπίτρεπτου ήθους ενός μικρού τμήματος του πληθυσμού, των ανεμβολίαστων, απέναντι στο κοινωνικό σύνολο των πολλών, των εμβολιασμένων.Τρίτον, το όλο πρόβλημα μπορεί να ξεκινά ή μάλλον να ξεκίνησε ως πρόβλημα ατομικής ιατρικής, γρήγορα όμως, εδώ και έναν χρόνο, εκ των πραγμάτων μετατράπηκε παγκοσμίως και ταχύτατα σε πρόβλημα δημόσιας υγείας και όχι μόνον (και οικονομίας, και παιδείας και θρησκείας κ.λπ., κ.λπ.). Γι΄ αυτό και παγκοσμίως η αντιμετώπισή του δεν αφέθηκε αποκλειστικά στις αρμόδιες υγειονομικές μονάδες κάθε χώρας, αλλά επελήφθησαν κεντρικά οι κυβερνήσεις και σε παγκόσμιο οργανωτικό επίπεδο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Πρόκειται συνεπώς αναμφισβήτητα περί θέματος το οποίο, εδώ και πάνω από ένα χρόνο έχει περάσει παγκοσμίως από την αρχική διακριτική ευχέρεια του πολίτη, στην δεσμευτική αρμοδιότητα της πολιτείας. Και καλά θα έκαναν όλα τα πολιτικά κόμματα να υποστηρίζουν σαφώς και έμπρακτα την υπερπροσπάθεια που γίνεται από το υγειονομικό προσωπικό, την δημόσια διοίκηση και κυρίως από τους πολίτες. Το αντίθετο είναι απλώς εγκληματικό με όλη τη σημασία της λέξεως.
Κατόπιν όλων των παραπάνω, λοιπόν, σαφές καθίσταται ότι η Ελληνική Πολιτεία, ως η οργανωμένη έκφραση της κοινωνίας, δεν έχει απλώς δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση κήρυξης του εμβολιασμού κατά του κορονοϊού ως υποχρεωτικού. Νομιμοποιείται μάλιστα προς τούτο όχι μόνον ad legalitatem (από απόψεως τυπικής δικαιϊκής νομιμότητας – νομικού οπλοστασίου δηλαδή) αλλά και ad legimitatem (από απόψεως ουσιαστικής κοινωνικής – λαϊκής νομιμοποίησης δηλαδή). «Έσεται ήμαρ» και γι’ αυτό λοιπόν. Αρχίζοντας μάλιστα από τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς (το ποσοστό 38% που τους αποδίδεται είναι αξιοθρήνητο, τραγικό και άκρως επικίνδυνο), περνώντας στους εκπαιδευτικούς, στους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους και τέλος στους απλούς ανεμβολίαστους πολίτες.
Θα ήταν ανεπίτρεπτη και τραγική αμέλεια της Ελληνικής Πολιτείας να αφήσει τους συνήθεις ανεύθυνους και ιδεοληπτικούς συμπολίτες μας να μετατραπούν σε εγκληματίες διαρκείας, έστω και με ενδεχόμενο δόλο, απέναντι στους συνανθρώπους τους.
* Ο Θανάσης Καραγιάννης είναι δικηγόρος