Σαράντα χρόνια ακριβώς συμπληρώθηκαν από την ανακοίνωση του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα Ελύτη στις 18 Οκτωβρίου 1979. Θα χρειαστούνε άλλα δέκα ώσπου τα αρχεία της Σουηδικής Ακαδημίας να είναι διαθέσιμα για το ποιος ή ποιοι τον πρότειναν και με ποιους ομοτέχνους έφτασε στην κορυφή της παγκόσμιας αναγνώρισης.
Νωρίτερα, ο Δήμος Ηρακλείου πρώτος τίμησε το λογοτέχνη με απονομή τιμητικού μεταλλίου (1971) και λίγο πριν το βραβείο Νόμπελ τον έκανε επίτιμο δημότη της πόλης μας (23 Μαΐου 1979). Τα γρήγορα αντανακλαστικά της γενέτειρας του πόλεως είναι μάλλον το πλήρωμα του χρόνου για έναν αριστοκράτη της λογοτεχνίας και τον πρώτο ποιητή της ελληνικότητας. Τα περισσότερα εγχειρίδια σχολικών Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας έχουνε ενσωματώσει έστω ένα ποίημα ή δοκίμιο του Οδυσσέα Ελύτη, μάλλον ευτυχώς.
Σαν αποκομμένος από τη γενιά του, αν και αυτή τον ανέδειξε (η δυνατή Γενιά του ΄30), η σκληρή κριτική που δέχτηκε από πρώην συναδέλφους και επιστήθιους φίλους, κυρίως μετά τη δημοσίευση του εμβληματικού «Άξιον Εστί», το μόνο έπος όπου εντοπίζεται ένας απαράμιλλος λογοτεχνικός συγκρητισμός του χριστιανικού και του ελληνικού πολιτισμού μας, έκτοτε ο Ελύτης θα πορεύεται μόνος στο σκληρό κόσμο της εκδοτικής και της κριτικής.
Ωστόσο, οι σημαντικοί δεν θα παίξουνε το επικίνδυνο παιχνίδι των αντιζήλων κι αντιπάλων, χαρίζοντας του την πρωτοκαθεδρία και το σκήπτρο. Από το Γιώργο Σαραντάρη ο οποίος ανέδειξε το νεαρότατο Οδυσσέα καθώς πίστεψε στο ταλέντο κι οδήγησε στη δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα με το ευφωνικό Ελύτης από το 1935 κι εξής, είτε ως ελληνοποίηση του ονόματος του Γάλλου ομοτέχνου Paul ΄Eluard, είτε ως ελληνική ηχοποίηση από το θέμα των ουσιαστικών Ελ/λάδα, ελ/πίδα ή Ελ/ένη (με την οποία ήτανε τότε ερωτευμένος) και την προσθήκη του –y (i grec) σε ύψιλον, του πιο ελληνικού γράμματος κατά τους Γάλλους, και την κατεξοχήν ελληνική κατάληξη σε –της ο Οδυσσέας θα κάνει έκτοτε το δικό του ταξίδι προς την Ιθάκη της τέχνης με Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες τους οποίους ουδέποτε φοβήθηκε, αντιθέτως τους ξεπέρασε.
Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης γεννιέται στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο γιατί ο πατέρας του Παναγιώτης είχε εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών στην ανακαινισμένη περιοχή των σημερινών ΚΤΕΛ από το 1895 έως το 1914. Η οικογένειά του ήτανε βενιζελική και μάλιστα με ιδιαίτερη υποστηρικτική σχέση με τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ο Βενιζέλος μολονότι ισχυρός, εξαιτίας της εκστρατείας στη Μικρά Ασία χάνει τις εκλογές την πρώτη Νοεμβρίου 1920 και αυτό συνεπάγεται πολιτικές διώξεις για τους υποστηρικτές του από το νέο καθεστώς, ακόμη κι ο ίδιος ο Βενιζέλος διαφεύγει στο εξωτερικό. Η κυβερνώσα παράταξη συνέλαβε τον πατέρα του Παναγιώτη Αλεπουδέλη με ανίσχυρα επιχειρήματα. Οι σχέσεις τους ουδέποτε διερράγησαν κι όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανακλημένος από την εξορία διαπραγματευότανε τις τύχες του Ελληνισμού στη Λωζάννη, η οικογένεια του Παναγιώτη Αλεπουδέλη είχε επισκεφτεί την ελβετική πόλη εκείνο το σημαντικό όσο κρίσιμο καλοκαίρι.
Στη Λωζάννη όπου ευφυώς ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος έχει επισημάνει ότι «ο Βενιζέλος έπαιζε ένα σκληρό διπλωματικό πόκερ» τόσο με εχθρούς όσο με φίλους (Τα Νέα, 13–14 Ιανουαρίου 2018) στα τραπέζια της Ευρώπης, τότε ο νεαρός Οδυσσέας θα γνωρίσει το Βενιζέλο και έτσι θα ενταχθεί σε ένα έντονο πολιτικό σύμπαν που ωστόσο ουδέποτε χρειάστηκε να το εντατικοποιήσει στην ποιητική του γραφή. Δεν χρειάστηκε ο Ελύτης την πολιτική στράτευση για να αποδείξει ή για να πείσει, μάλλον το αντίθετο.
Σημειωτέον όταν ο Βενιζέλος οδηγήθηκε σε παραίτηση στις 21 Φεβρουαρίου/ 6 Μαρτίου 1915 λόγω της διαφωνίας με το βασιλέα Κωνσταντίνο στον απόηχο του Εθνικού Διχασμού ο πατέρας του ποιητή του Ελληνισμού φιλοξένησε για ένα μήνα στη Μυτιλήνη στ’ Ακλειδιού στο οικογενειακό κτήμα τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Επομένως, η προσωπική σχέση του πατρός Αλεπουδέλη και του Χανιώτη πρωθυπουργού θα στοιχίσει στην οικογένεια διώξεις και ταλαιπωρία.
Ο Ελύτης όμως ουδέποτε έγινε όργανο καμίας πολιτικής θέσης και κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να το παραβλέψει. Με το «Άξιον Εστί» γράφει το λυρικό τραγούδι του Νέου Ελληνισμού που έχει ρίζες στο Βυζάντιο και κατορθώνει να συνδυάσει τις δύο αντιφατικές ταυτότητες του νεοέλληνα: τη χριστιανική ανατολή και την ευρωπαϊκή δύση. Ήδη το πρώτο σχεδίασμα αρχίζει από την Ελβετία όπου ζει ο ίδιος μεσούντος του εμφυλίου και τα πρώτα δείγματα θα δημοσιευτούν στην Επιθεώρηση Τέχνης (τχ. 40) στο τεύχος Απριλίου 1958 με ερμηνευτικές σημειώσεις και αναδρομή στο σύνολο του έργου του δια χειρός Αλέξανδρου Αργυρίου.
Η έκδοση όλου του σύγχρονου επικού ποιήματος από τον Ίκαρο (1959) θα του δώσει το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης την επόμενη χρονιά. Τα 36 μέρη του έπους σε μορφική ακολουθία χριστιανικής λειτουργίας με έξι κύρια αναγνώσματα που αντλούνε θεματικά από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, την κατοχή και την αδελφοκτόνο σύρραξη ανά δύο, κάθε ιερό ανάγνωσμα πλαισιωμένο από 4 ψαλμούς και 2 ωδές μας προσφέρει μια βυζαντινή ακολουθία στα πρότυπα των Βυζαντινών μελωδών όπως ο Ρωμανός.
Ο Ελύτης είναι ο ύψιστος ποιητής στην ελληνική γλώσσα, σαφώς για το Νόμπελ Λογοτεχνίας είκοσι χρόνια μετά Noble Prize In Literature (1979) ως ποιητής όχι μόνο του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, αλλά κυρίως γιατί η ποίησή του αγγίζει ένα ύψιστο βαθμό δύναμης των αισθήσεων και πνευματικής καθαρότητας προς την ελευθερία και εντέλει την καλλιτεχνική δημιουργία.
Ο ίδιος καταμαρτυρεί το Αιγαίο και τη βυζαντινή εικονογραφία ως μέντορές του ώστε ο Έλληνας να αγγίξει το «δυνατόν γενέσθαι». Η ποίηση και η τέχνη γενικότερα μας οδηγεί σε ένα υπερβατό, πιο κοντά στην αλήθεια και στον ορθό λόγο. Στην ομιλία του στη Στοκχόλμη, ο Ελύτης αναδεικνύει το μεγαλείο της νεοελληνικής ποίησης που βασίζεται από τη μία στο Διονύσιο Σολωμό και από την άλλη στον Κ. Π. Καβάφη ως οι δύο πόλοι με ποικίλα ερείσματα επίσης στο ποιητικό έργο του Α. Κάλβου, του Κ. Παλαμά, του Αγγ. Σικελιανού, του Ν. Καζαντζάκη και του Γ. Σεφέρη, όλοι αναχώματα της ανατολικής μας πλευράς προς την ευρωπαϊκή ταυτότητα που ποτέ δεν ολοκληρώνεται ή δεν κατακτιέται εξ ολοκλήρου.
Εάν υπάρχουνε ορισμένες συμπτώσεις που θα έπρεπε να ντρέπονται, όπως ο ίδιος πίστευε, στο σπίτι του στο Κολωνάκι αργότερα φεύγει από ανακοπή καρδιάς, ανήμερα της επετείου του θανάτου του Ελευθέριου Βενιζέλου, εκείνος στις 18 Μαρτίου 1996.
Για περισσότερα κλικ @www.nobelprize.org
* Η Γ. Τσατσάνη είναι φιλόλογος – συγκριτολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία κι έχει επίσης διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ (UK)