Στο ελληνιστικό και βυζαντινό μυθιστόρημα, συνήθως έχουμε έναν νέο και μια κόρη που συναντιούνται, ερωτεύονται, χωρίζουν, βιώνουν διάφορες περιπέτειες και τελικά ξαναβρίσκονται και περνούν αυτοί κακά και εμείς καλύτερα. Και αργότερα όμως, επίκεντρο πολλών έργων αποτελεί ο έρωτας.
Ιδιαίτερα στις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου υπάρχουν ερωτικές ιστορίες που κάποτε έχουν τραγικό τέλος. Το τελειότερο ωστόσο δημιούργημα υπήρξε «ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ στις αρχές του 17ου αι.
Η Ελοΐζα και ο Αβελάρδος, όμως, υπήρξαν πραγματικά πρόσωπα, που έζησαν στη Γαλλία το 12ο αι. Ο εξαιρετικός πανεπιστημιακός δάσκαλος Ν.Ε. Καραπιδάκης αφιέρωσε πολύ κόπο και χρόνο για να μας χαρίσει από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ ένα μικρό κομψοτέχνημα, όπου περιέχονται «τέσσερα γράμματα έρωτα, ματαίωσης και λύτρωσης», μεταφρασμένα από τα υστερολατινικά με εισαγωγή και σχόλια για τους δυο αυτούς τραγικούς εραστές.
Ο Αβελάρδος (1079-1142) υπήρξε μεγάλος δάσκαλος φιλοσοφίας και θεολογίας, που διακρίθηκε και γοήτευε τους μαθητές του με την ευφυΐα του. Κίνησε το φθόνο όλων των ανταγωνιστών του που τον πολέμησαν με κάθε μέσο εκείνους τους ταραγμένους καιρούς. Ο θείος της Ελοΐζας τού ζήτησε να αναλάβει τη μόρφωσή της.
Συνδέθηκαν με έναν μεγάλο έρωτα. Παντρεύτηκαν, αλλά ο εκδικητικός θείος δεν συγχωρεί. Βάζει κάποιους και ευνουχίζουν τον Αβελάρδο. Η Ελοΐζα κλείνεται σε μοναστήρι και εκείνος περιφέρεται κυνηγημένος σε διάφορες μονές, εξακολουθώντας να διδάσκει και να προσπαθεί να απαλύνει τον πόνο του, πιστεύοντας ότι δίκαια πάσχει.
Η επιστημονική επάρκεια του Ν.Ε. Καραπιδάκη μάς δίδει μια λεπτομερή εικόνα των ιδεών και των κοινωνικών συνθηκών της εποχής και σε μια γλώσσα πλούσια και εκφραστική αποδίδει τέσσερις επιστολές των δύο εραστών. Είναι μια άριστη μελέτη με πλήρη σχολιασμό, που μας ζωντανεύει τα ήθη και τους τρόπους του μεσαιωνικού κόσμου, αλλά και των συναισθημάτων, που και τότε και τώρα αναπτύσσονται. Μόνο που τότε κυριαρχούσε η αίσθηση της ενοχής και ο φόβος ενός τιμωρού θεού.
Παραθέτω δυο αποσπάσματα από τις επιστολές της Ελοΐζας και του Αβελάρδου, όπου εκείνη εκφράζει το πάθος της και το παράπονό της, θεωρώντας ότι την έχει εγκαταλείψει και εκείνος, ενώ εκείνος συσσωρεύοντας αποσπάσματα από τις γραφές, προσπαθεί να την πείσει ότι η τιμωρία τους ήταν από τον θεό και με αυτόν τον τρόπο θα εξιλεωθούν και θα κερδίσουν την ουράνια βασιλεία.
Ελοΐζα στον Αβελάρδο
«Και τη δική μου στάση απέναντί σου μόνο εσύ, που ξέρεις, μπορείς να την κρίνεις. Σου ζητώ να την εξετάσεις σε βάθος. Θα δεχτώ την κατάθεσή σου. Πες όμως, αν μπορείς, ότι με ξέχασες, ότι με εγκατέλειψες, τόσο από τότε που μπήκαμε στο μοναστήρι -κάτι που εσύ αποφάσισες και για τους δυο μας- που να μην έχω πια δικαίωμα ούτε στη χαρά μιας συζήτησης, ούτε στην παρηγοριά ενός γράμματος.
Πες, λοιπόν, αν μπορείς, ή να πω εγώ αυτό που αισθάνομαι και που όλοι υποψιάζονται: πως πιο πολύ με ποθούσες παρά με αγαπούσες, πως πιο πολύ καιγόσουν από πόθο παρά από αγάπη. Κι όταν απομακρύνθηκε το αντικείμενο του πόθου σου, όσα έδειχνες γι’ αυτό εξαφανίστηκαν».
…
«Κι όπως ένα κακό φέρνει ένα μεγαλύτερο, όλοι οι κανόνες της δικαιοσύνης υπήρξαν για εμάς ανεστραμμένοι. Όσο απολαμβάναμε έντονα τον έρωτά μας -και για να το πω με άλλες, εκφραστικότερες λέξεις, κι ας ακούγονται άσεμνες- όσο απολαμβάνουμε το σώμα μας, η θεία τιμωρία μάς σεβάστηκε, όταν, όμως, ακολουθήσαμε τον νόμο και διορθώσαμε την παρανομία μας, καλύπτοντας με έναν τίμιο γάμο την ντροπή της συνουσίας, η οργή του θεού άπλωσε πάνω μας το βαρύ της χέρι και δεν ανέχτηκε έναν αμόλυντο γάμο, όταν για καιρό είχε ανεχτεί έναν μολυσμένο.
Όποιον άλλον κι αν είχαν κατηγορήσει για μοιχεία, θα θεωρούσαν υπεραρκετό να τον τιμωρήσουν με την ποινή που τιμωρήθηκες εσύ. Όταν, δηλαδή, άλλοι επανορθώνουν την μοιχεία με τον γάμο, εσύ τιμωρήθηκες για τον γάμο σου, χάρη στον οποίο πίστευες, μάλιστα, πως είχες επαρκώς επανορθώσει την προσβολή που είχες προκαλέσει.
Την κατηγορία της μοιχείας που προκαλούν σε άλλους οι μοιχαλίδες, σε σένα την προκάλεσε η ίδια η νόμιμη σύζυγός σου, και μάλιστα όχι κατά την περίοδο του παλιού πόθου μας, αλλά όταν είχαμε πια χωρίσει και ζούσαμε μες στην αγνότητα, εσύ σχολάρχης στο Παρίσι και εγώ με τις αδελφές μοναχές, όπως το είχες ζητήσει, στο μοναστήρι του Αρζαντέιγ: χωριστήκαμε έτσι παρά τη θέλησή μας, για να αφοσιωθείς εσύ στις σπουδές, απερίσπαστος με αγνότητα και με ευλάβεια στην προσευχή και στην ανάγνωση της Γραφής. Αλλά μόνο εσύ πλήρωσες σωματικά γι’ αυτά που διαπράξαμε από κοινού».
Αβελάρδος προς Ελοΐζα
«Ήμουν τόσο συνεπαρμένος από την ακόλαστη θέρμη της σχέσης μας, που έβαζα πάνω κι από τον ίδιο τον θεό τις άσεμνες και άθλιες εκείνες ηδονές που ντρέπομαι ακόμα και να κατονομάσω. Η φιλευσπλαχνία του δεν είχε άλλη λύση παρά να με αποκόψει από τη λαγνεία του εντελώς και αμετάκλητα.
Δικαιότατα άρα, και με μεγάλη ευσπλαχνία, για να κερδίσω κάπου αλλού, μου αφαιρέθηκε εκείνο το μέλος του σώματος, που είναι το βασίλειο της ηδονής και η έδρα της λαγνείας, έτσι ώστε να θρηνήσω αυτό το μέρος που μόλυνε το σύνολο. Να εξιλεωθώ για τις ηδονές που πρόσφερε και να αποκοπώ ακρωτηριασμένος, από τον ρύπο του βούρκου που με περιέβαλλε πνευματικά και σωματικά και με κατέστησε αξιότερο να μπαίνω στο ιερό θυσιαστήριο, αφού κανένας σαρκικός πειρασμός δεν θα μου το απαγόρευε».
Είναι κρίμα που σήμερα έχουμε αντικαταστήσει τις επιστολές με μηνύματα στα κινητά. Το είδος της επιστολογραφίας μάς έχει χαρίσει σημαντικά λογοτεχνήματα που συμπληρώνουν κάποτε το έργο σπουδαίων συγγραφέων. Στις επιστολές, ο τόνος είναι προσωπικός, συναισθηματικός και αυθόρμητος και συχνά έχουν κάποτε μια ποιητική έκφραση που μας γοητεύει.
Αλλάξανε όμως οι καιροί, περνούν τα χρόνια και κανείς δεν ξέρει, αν τότε ήταν καλύτερα ή τώρα. Πάντως, το καλαίσθητο αυτό μικρό βιβλίο των 158 σελίδων μού χάρισε εξαιρετική αισθητική απόλαυση και αποτελεί υπόδειγμα επιστημονικής εργασίας.
Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος