Η αφορμή για το σημερινό μας σημείωμα ήταν η πρόσφατη σαφής – και ορθή – τοποθέτηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπέρ της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων και της επίλυσης των σχετικών με την ΑΟΖ διαφόρων μας με την Τουρκία (και τις λοιπές γειτονικές χώρες) με βάση το διεθνές δίκαιο.

Η ευκαιρία

Για διάφορους λόγους – η ανάλυση των οποίων δεν είναι της παρούσης – την περίοδο που διανύουμε η χώρας μας έχει, προσωρινά, βρεθεί σε μια εξαιρετικά πλεονεκτική θέση έναντι της Τουρκίας, τόσο στο διπλωματικό όσο και ενδεχομένως ακόμη και στο στρατιωτικό πεδίο.

Ανεξάρτητα όμως τούτων, δεν πρέπει να αμελούμε ότι, ως χώρα, έχουμε να φυλάσσουμε παραπάνω από 2000 νησιά ενώ απέναντι μας έχουμε μια κατά βάση χερσαία χώρα (δηλαδή με πολύ πιο εύκολα υπερασπίσιμη γεωγραφία) και οκταπλάσιο πληθυσμό. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν κερδίσουμε μια ναυμαχία ή μάχη σήμερα, σε βάθος χρόνου δύσκολα θα βγούμε κερδισμένοι από μια παρατεταμένη κατάσταση φθοράς και επιφυλακής.

Όσο και αν είναι απόλυτα αναγκαίο να διατηρούμε το αξιόμαχο και την αποτρεπτική υπεροπλία των ενόπλων δυνάμεών μας (ενδεχομένως και με κατά καιρούς «διαρροές» που θα καθιστούν σαφή την πρόθεσή μας να τη χρησιμοποιήσουμε αν χρειαστεί), σε πολιτικό επίπεδο πρέπει να κινούμαστε με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του οφέλους της χώρας, σε βάθος χρόνου και βραχυχρόνια.

Σε αντίθεση λοιπόν με τις απόψεις που διατυπώνονται δημοσίως, εκτιμούμε ότι οι τρέχουσες συνθήκες είναι ιδανικές όχι για να σκληρύνουμε τη στάση μας έναντι της Τουρκίας αλλά, αντιθέτως, για να χρησιμοποιήσουμε την αυτοπεποίθηση που μας δίνει η ισχύς για να επιλύσουμε τα προβλήματά μας – τουλάχιστον αυτά που είναι επιλύσιμα. Πιστεύουμε ότι τόσο η διευθέτηση των διαφόρων μας αναφορικά στην ΑΟΖ κάθε χώρας καθώς επίσης και η οριοθέτηση των μεταξύ μας χωρικών  υδάτων ανήκουν πιθανόν σε αυτή την κατηγορία (προσοχή, η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στο σύνολο του Αιγαίου πελάγους και η μετατροπή του σε «Ελληνική λίμνη», θα προκαλούσε μεγάλες αντιδράσεις από πολύ περισσότερες χώρες και άρα δεν πληροί τους όρους που θέσαμε).

Τι είδους επίλυση και με τι όρους

Η επίλυση και των δυο θεμάτων πρέπει προφανώς να προκύψει με βάση το διεθνές δίκαιο, όπως είναι άλλωστε και το πάγιο αίτημα της Ελληνικής πλευράς – εκ του οποίου προκύπτει και η σχετική συζήτηση περί προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Η επίλυση του θέματος της ΑΟΖ αναγκαστικά θα συμπεριλάβει και τις άλλες γείτονες χώρες, χώρες με τις οποίες η χώρα μας έχει κοινά συμφέροντα και γενικά καλές σχέσεις.

Τι σημαίνει όμως επίλυση με βάση το διεθνές δίκαιο;

Σημαίνει άραγε την επίτευξη όλων των μαξιμαλιστικών στόχων (κάποιοι γνωρίζοντες περισσότερα από διεθνές δίκαιο χρησιμοποιούν τον όρο “φαντα-

σιώσεις”) που έχουν καλλιεργηθεί στο συλλογικό ασυνείδητο του Ελληνικού λαού όλα αυτά τα χρόνια;

Πιστεύουμε λ.χ. ότι κάποιο διεθνές δικαστήριο θα αποφανθεί ότι η Τουρκία δεν έχει καμία αξίωση στην οικονομική ζώνη μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου λόγω της ύπαρξης της Ελληνικής νήσου Μεγίστης;

Γνωρίζουμε λ.χ. ότι η διεθνής πρακτική αναφορικά στα δικαιώματα εκμετάλλευσης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων μεταξύ όμορων οικοπέδων ορίζει ότι ανεξάρτητα από το ποσοστό του κοιτάσματος που βρίσκεται στην προβολή του κάθε οικοπέδου (δηλαδή ακόμα και η αναλογία είναι 95%-5%) τα δικαιώματα άντλησης κατανέμονται 50-50%; Και εφόσον τα πράγματα έχουν έτσι, δε μας συμφέρει περισσότερο να ξεκινήσουμε σήμερα (όσο ακόμη δηλαδή τα ορυκτά καύσιμα έχουν αξία) τις έρευνες και τις συμφωνίες για αξιοποίηση τυχόν πόρων – και αναφερόμαστε φυσικά για κοινή αξιοποίηση στις περιοχές άμεσης γειτονίας – παρά να αποφεύγουμε το θέμα εγείροντας (εκατέρωθεν) παράλογες απαιτήσεις;

Μήπως είναι προτιμότερο να εκμεταλλευτούμε την συγκυρία, τώρα που ο Ερντογάν είναι πολύ πιεσμένος, ώστε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία βασισμένη στις αρχές του διεθνούς δικαίου – αφού πρώτα κάποιος εξηγήσει με ειλικρίνεια στου πολίτες ποιες είναι ακριβώς αυτές οι αρχές χωρίς να μπούμε στην εξαιρετικά χρονοβόρα και όχι χωρίς κίνδυνους (ειδικά αν λάβουμε υπόψιν το σκεπτικό προσφάτων αποφάσεων σε αντίστοιχες περιπτώσεις) διαδικασία του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης;

Μα είναι εφικτό;

Είναι γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα στην Τουρκία καλλιεργείται ένα έντονα φοβικό και εχθρικό προς την Ελλάδα κλίμα. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε οι κορώνες του Ερντογάν να αντιστοιχούν δυστυχώς στις πλέον «ήπιες» φωνές που ακούγονται στη γείτονα χώρα. Είναι εύλογο να αναρωτιέται λοιπόν κανείς κατά ποσό υπό τέτοιες συνθήκες είναι δυνατό να επιτευχθεί οποιουδήποτε είδους συνεννόηση.

Πιστεύουμε ότι υπάρχουν λόγοι αισιοδοξίας:

1. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι όταν υπάρχουν ισχυρά συμφέροντα βρίσκεται πάντα ο τρόπος να “σερβιριστούν” με κατάλληλο τρόπο οι συμφωνίες ώστε να παρακαμφθούν εντελώς πιθανές αντιδράσεις – ποσό μάλλον σε αυταρχικά καθεστώτα που ο τύπος είναι ελεγχόμενος,

2. Ο Ερντογάν, παρότι φαινομενικά ανεξέλεγκτος και επικίνδυνος, έχει δείξει (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) ότι όταν οι συνθήκες ή το συμφέρον του το απαιτούν γίνεται άκρως πραγματιστής και συνεννοήσιμος,

3. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση του πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης καταγράφηκε ξεκάθαρα ότι, παρά την προπαγάνδα, η πλειοψηφία του Τουρκικού λαού διάκειται φιλικά έναντι της χώρας μας και επιθυμεί την καλή γειτονιά,

4. Υπάρχει το πρόσφατο παράδειγμα της διευθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου – δυο χωρών που παρότι επισήμως είναι ακόμη σε κατάσταση πολέμου, εντούτοις υπέγραψαν κοινώς επωφελή συμφωνία οριοθέτησης και αξιοποίησης των ΑΟΖ τους παρά τις τόσες μεγάλες διάφορες που τις χωρίζουν.

Προσοχή, γράφουμε τα παραπάνω χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες ως προς την πιθανότητα μελλοντικής σύγκρουσης με τη γειτονική χώρα. Πιστεύουμε ακράδαντα όμως ότι ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στο μέλλον οφείλουμε να αξιοποιήσουμε όλες τις δυνατότητες που μας παρέχει η  συγκυρία. Αν μειώσουμε τα σημεία τριβής ή καθυστερήσουμε μια σύγκρουση, έχουμε περισσότερο χρόνο να προετοιμαστούμε. Αν επιπλέον στο μεσοδιάστημα βρεθούν και αξιοποιηθούν κοιτάσματα υδρογονανθράκων τότε θα ενισχύσουμε σημαντικά την οικονομία μας και κατ’ επέκταση και την αμυντική μας δυνατότητα.

Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το εγχείρημα θα πετύχει αλλά οπωσδήποτε αξίζει να προσπαθήσουμε.