Προβάλλεται τον τελευταίο καιρό ως κυρίαρχο ένα δίλημμα πάνω στις τεταμένες σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας. Υποστηρίζουν αρκετοί έμμεσα ή άμεσα ότι δύο επιλογές και μόνο έχουμε ως χώρα, να προχωρήσουμε σε ευρύ διάλογο ή να οδηγηθούμε σε δυναμική σύγκρουση. Όπως, όμως, συμβαίνει συνήθως, τα διλήμματα δεν λένε όλη την αλήθεια.
Πρώτα απ’ όλα, ο διάλογος. Χωρίς προϋποθέσεις και σαφές πλαίσιο, χωρίς συγκεκριμένα και κοινά αποδεκτά ζητούμενα, ο διάλογος απομένει ένα πουκάμισο αδειανό. Ασφαλώς είναι θετική έννοια και επιλογή στην οποία όλοι θέλουμε να είμαστε θεωρητικά ανοιχτοί, ωστόσο βασική προϋπόθεση για οποιοδήποτε ουσιαστικό διάλογο είναι καταρχάς να υπάρχει συμφωνία για το θέμα της συζήτησης. Ως τώρα η Ελλάδα και η Τουρκία προσέρχονται σε μια συζήτηση για την οποία δεν υπάρχει δημοσίως καν σύμπτωση στη θεματολογία.
Εμείς διατυπώνουμε την πάγια θέση της διπλωματίας μας ότι οι μόνες ελληνοτουρκικές διαφορές είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, ενώ οι Τούρκοι ότι όλα πρέπει να συζητηθούν, βάζοντας στο τραπέζι μια σειρά από θέματα, όπως την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Προκύπτει εύλογα η απορία, τι θα προσέλθουμε να συζητήσουμε τελικά και με ποια μεθοδολογία. Δεν διστάζουν κάποιοι να υπαινίσσονται ότι πρέπει η Ελλάς να αφήσει την σκληρή γραμμή που δεν δέχεται να συζητήσει για περισσότερα θέματα, ώστε να προωθηθεί ένας γόνιμος και αποτελεσματικός διάλογος.
Αυτό που δεν τεκμαίρεται όμως από πουθενά σε μια τέτοια περίπτωση, είναι ότι η Τουρκία θα αρκεστεί στην αποδοχή συζήτησης -άρα συνεκδοχικά και συμβιβασμού- σε κάποια επιπλέον ζητήματα που θέτει. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι στον επόμενο τόνο οι Τούρκοι θα φεισθούν να θέτουν ολοένα και περισσότερα ζητήματα, φτάνοντας σε θέματα που θα θίγουν τον σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας και των εθνικών συμφερόντων μας, όπως είναι η περίπτωση της Θράκης για παράδειγμα. Σίγουρα δεν είναι σκόπιμο να φαίνεται η χώρα μας αδιάλλακτη, αλλά πρέπει να είμαστε απόλυτα ρεαλιστές ως προς τις προσδοκίες μας από τον όποιο ελληνοτουρκικό διάλογο.
Από την άλλη, πρέπει στα σοβαρά να δούμε και τι σημαίνει δυναμική σύγκρουση. Είναι αυτονόητο ότι κάθε λογικός άνθρωπος θεωρεί τον πόλεμο, όχι απλώς απευκταία αλλά καταστροφική κατάσταση. Σπάνια, όμως, ο ολοκληρωτικός πόλεμος είναι η αντικειμενική επιλογή, αντιθέτως είναι πολύ συνηθισμένο να αντιμετωπίζει μια χώρα διάφορα επίπεδα προκλήσεων, ανταγωνισμού και εντάσεων σε διαφορετικούς και συχνά ασύνδετους εκ πρώτης όψεως τομείς.
Η Ελλάς αντιμετωπίζει τέτοια φαινόμενα καθημερινά επί δεκαετίες, γεγονός που συνεπάγεται σωρευτικά σημαντικό κόστος, εμφανές και αφανές. Παρά την κατά καιρούς περιόδους προσέγγιση και τον διάλογο ακόμα και σε κορυφαίο πολιτικά επίπεδο, η Τουρκία, μέσα και από τους δόλιχους εσωτερικούς της δρόμους, επανέρχεται με μεγαλύτερη ένταση και επιθετικότητα. Εξήντα γύροι «διερευνητικών» συνομιλιών δεν ήταν αρκετοί για να σταματήσουν τον εκτροχιασμό του Ερντογάν μετά το 2016. Γιατί θα είναι μερικοί παραπάνω;
Είναι σημαντικό να έχομε όλοι στο μυαλό μας ότι ο ολοκληρωτικός πόλεμος είναι το απόλυτο κακό, ωστόσο τίποτα δεν εγγυάται ότι η συναίνεση και ο κατευνασμός τον απομακρύνουν. Οπισθοχωρώντας βήμα-βήμα κάθε φορά, καταλήγεις συνήθως να έχεις υποστεί και πόλεμο φθοράς με διάφορες μορφές και να αναγκάζεσαι να δεχτείς ή την απόλυτη υποταγή ή την τελική σύγκρουση με δυσμενείς όρους.
Το ιστορικό παρελθόν είναι γεμάτο με ανάλογες περιπτώσεις και θα έπρεπε να μας κάνει σοφότερους. Μόνο η αποτροπή και η ισχύς σε όλους τους τομείς εξασφαλίζουν την ειρήνη. Αρκεί να κοιτάξουμε μόλις πριν 25 χρόνια για να δούμε πόσο κόστισε πολιτικά στη χώρα η κρίση των Ιμίων, που μας βρήκε με δραματικό έλλειμμα ετοιμότητας, αλλά και επικοινωνίας μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
Η Ελλάδα είναι χώρα που βρίσκεται σε μια μεσαία κλίμακα ισχύος, αυτό την υποχρεώνει ενίοτε να κάνει συμβιβασμούς. Πρόσφατα έκανε έναν στο Μακεδονικό, μια κυρίως ιστορική και ηθική διαφορά, που δεν έχει απολύτως καμία σχέση ποιοτικά με το πρόβλημα του τουρκικού αναθεωρητισμού. Γιατί άλλο οι τακτικοί συμβιβασμοί, που έστω και με συναισθηματικό κόστος εξασφαλίζουν ένα αποτέλεσμα χωρίς να θίγουν την εθνική κυριαρχία, και άλλο η αποδοχή μιας κλιμακούμενης επιθετικότητας ως βάσης για συζήτηση. Ειδικά όταν αυτή η συζήτηση γίνεται με κάποιον που αποδεδειγμένα σέβεται μόνο την ισχύ και έχει βλέψεις που πηγαίνουν πολύ πέρα από αυτά που λέει.