Πριν τρία χρόνια σχεδόν, με αφορμή τα συγκλονιστικά γεγονότα των Τεμπών, έγραψα ένα παρόμοιο κείμενο. Σήμερα, με τα απύθμενα σκάνδαλα του ΟΠΕΚΕΠΕ, οι σκέψεις αυτές γίνονται άκρως επίκαιρες και τις επαναφέρω στην επικαιρότητα, με τις ανάλογες βέβαια συμπληρώσεις και αναπροσαρμογές.

Εκατό χρόνια πλησιάζουν σχεδόν από τότε που ο ποιητής μας, ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης, έγραψε (1936), το περίφημο εκείνο, «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει …», στίχος που έμελλε να γίνει έκτοτε μόνιμη επωδός και να παραμείνει ως το εθνικό μας παράπονο.

Ο ποιητής αναφέρεται σε μια περιδιάβασή του στους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, που σε κάθε τόπο νιώθει πληγωμένος. Πληγωμένος από την αλλοτρίωση, την απραξία και τη στασιμότητα των πάντων.

Μοιάζει σαν οι άνθρωποι να μην έχουν καμιά αγάπη για την πατρίδα τους, να μην αισθάνονται τίποτε για τον τόπο τους· δεν τον πονούν και δεν τον νοιάζονται. Μεγάλη εθνική αναισθησία, απάθεια και απραξία. Μια Ελλάδα που πληγώνει με την αδιαφορία της, μια πατρίδα χωρίς προορισμό, χωρίς όνειρο.

Και πέρασαν χρόνια από τότε. Ήρθε κι έφυγε η δικτατορία του Μεταξά, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος με την εξολόθρευση ανθρώπων και περιουσιών και ο συνακόλουθος εμφύλιος, για να ακολουθήσει μια μακρά περίοδος ειρήνευσης του τόπου.

Οι κλειστές κοινωνίες άνοιξαν, τα σχολεία και τα γράμματα πήγαν παντού, κι εμείς που δεν είχαμε πού αλλού να επενδύσομε τα όνειρά μας, προστρέξαμε σ’ αυτά: Να μορφωθούμε, να μάθομε γράμματα, να φύγομε από τη σκληρή ζωή τούτου του τόπου, «να γίνομε άνθρωποι», όπως μας προέτρεπαν οι δικοί μας. Κι έδειχναν όλα, πως κάτι αρχίζει να κινείται, πως κάτι νέο ξεκινά σ’ αυτόν τον τόπο.

Και ήρθε η Ευρωπαϊκή Ένωση και ανοίγει ο δρόμος για την παγκοσμιοποίηση και κυκλοφόρησαν χρήματα. Και, παρά τις ενδόμυχες επιφυλάξεις μας, υπήρξαν στιγμές που πιστέψαμε, πως τώρα με τις συσσωρευμένες γνώσεις και τις εμπειρίες μας θα αλλάξουμε τα πράγματα· θα πάει ο τόπος μπροστά και μαζί του κι εμείς όλοι. Ναι, όλοι μαζί, έτσι όπως ήθελε ο Μακρυγιάννης.

Να εκπληρώσομε κι εμείς αυτό το χρέος. Και πολλοί δουλέψαμε σκληρά, με ανιδιοτέλεια, για το ηθικό χρέος. Γιατί έτσι πιστέψαμε, γιατί έτσι εξακολουθούμε να πιστεύουμε. Και άρχισαν να γίνονται πράγματα που δεν μας πλήγωναν, τα καμαρώναμε.

Πράγματα που τα αγαπήσαμε. Κι ήρθε και η αγνοημένη και παραγκωνισμένη Βούλα Πατουλίδου και μας είπε εκείνο το περίφημο, «για την Ελλάδα ρε γαμώτο» και μας έκανε να βουρκώσομε. Έλεγε κατάμουτρα σε όσους την αδίκησαν, «δεν με ενδιαφέρει που με πικράνατε, αδιαφορώ που αδιαφορήσατε για μένα.

Εγώ για την Ελλάδα». Κι ήταν ο λόγος αυτός, ο αυθόρμητος λόγος της ασθμαίνουσας ακόμη πρωταθλήτριας, λόγος πιο πολύτιμος και από το χρυσό μετάλλιο των ολυμπιακών αγώνων! Μαζί σου Βούλα σκεφθήκαμε! Για την Ελλάδα!

Και δεν άργησαν να έρθουν οι πικρές διαπιστώσεις: Δίπλα στην Ελλάδα της προκοπής δουλεύει στα σκοτεινά και στα ύπουλα η Ελλάδα της παρακμής. Η Ελλάδα την μπηχτής και της αρπαχτής. Η Ελλάδα της σήψης. «Έλα καημένε από τους Ευρωπαίους τα παίρνομε, κουτόφραγκοι είναι, δεν καταλαβαίνουν». Έτσι σου έλεγαν. Έτσι σκέπτονταν, έτσι σου λένε και έτσι δρουν.

Και μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό αλλάξαμε ήθος. Τώρα πια όχι το χρέος, το χρήμα. Αυτό ενδιαφέρει τους περισσότερους. Η ύλη και οι υλικές αξίες παίρνουν την πρωτοκαθεδρία. Τα συμφέροντα! Αυτά δεσπόζουν, αυτά κυριαρχούν σε κάθε βήμα. Οι ηθικές και οι πνευματικές αξίες, ο άνθρωπος και ο ανθρωπισμός παραγκωνίζονται και ενίοτε λοιδορούνται.

Ο ανταγωνισμός των συμφερόντων και ο διαγκωνισμός των προσώπων καθημερινή πρακτική και μεγάλη οδύνη για τους αδύναμους. Και διορίζονται νέοι άνθρωποι στις δουλειές, όποτε κι όπως διοριστούν τέλος πάντων, κι εκεί που εμείς λέγαμε τι μπορώ να αλλάξω σε αυτόν τον χώρο, τώρα πολλοί σκέφτονται τι μπορώ να αρπάξω από αυτόν το χώρο.

Το ήθος υποχωρεί, η διαφθορά και η παρακμή οργιάζουν. Αλλάζουν ήθη και συνήθειες. Τώρα πια δεν χρειάζεται να εξοικονομήσεις χρήματα για να αγοράσεις αυτοκίνητο. Δίπλα είναι η Τράπεζα. Δάνειο.

Και γιατί να κουράζεσαι να σπουδάζεις για να πάρεις μια θέση; Υπάρχει και άλλος τρόπος: Ένας καλός κολλητός. Μα κι αυτός, ο κολλητός, θα σε χρειαστεί αύριο, αφού θα θέλει ψήφους.

Και διορίζεται σταθμάρχης στα Τέμπη ο κολλητός του τάδε. Και γέμισε ο κόσμος από σταθμάρχες και κολλητούς χρόνια και χρόνια τώρα. Σταθμάρχες που, αν και έχομε δυο μόνο τραίνα, καταφέρνουν να τα συντονίσουν έτσι που να τα φέρουν σε μετωπική σύγκρουση. Αδιανόητο! Κι η οδύνη ξεχείλισε.

Και με την οικονομία της παραλίας που ακολουθούμε απογυμνώσαμε την ενδοχώρα. Παλαιότερα, ο Κρητικός προστάτευε ακόμη και μια χούφτα χώμα. Έκτιζε μια ξερολιθιά, συγκρατούσε έστω και το ελάχιστο χώμα της πλαγιάς για να φυτέψει μια ντοματιά ή μια αγγουριά ή ένα δένδρο.

Τώρα με την οικονομία της παραλίας, ο γεωργοκτηνοτροφικός τομέας δεν παράγει παρά ελάχιστα. Έτσι και γίνει κάτι με τους πολέμους γύρω μας, μέσα σε λίγες μέρες θα πεθάνει όλη η Ελλάδα από την πείνα. Άδειες οι αποθήκες. Η εγχώρια παραγωγή είναι σχεδόν ανύπαρκτη!

Η αγροτιά παρεπιδημεί στην παραλία, όπου εργάζεται στον τουρισμό. Όμως, εύφορες εκτάσεις μένουν χέρσες. Όλα χωρίς κανένα πρόγραμμα, καμιά πρόβλεψη. Στα σχολεία προσπαθούσαμε να επαναφέρουμε την κρητική διατροφή και την διατυμπανίζαμε παντού. Τώρα με αγροτικά προϊόντα από άσχετες χώρες, η κρητική διατροφή δεν μπορεί να υπάρξει φυσικά.

Οι λίγοι γεωργο-κτηνοτρόφοι που απόμειναν αγωνίζονται και δεν μπορούν να επιβιώσουν. Και άρχισαν να δίνονται επιδοτήσεις στους αγρότες και κτηνοτρόφους. Και αναπτύχθηκε από το κράτος και τους λειτουργούς του ολόκληρη μαφία, που αρπάζει το χρήμα από τις τσέπες των άμοιρων δικαιούχων και γεμίζουν τις δικές τους τσέπες.

Και πάλι οι «κολλητοί». Και πάλι η Ελλάδα της «μπηχτής και της αρπαχτής» οργιάζει. Ο κόσμος μαστίζεται από την οικονομική κρίση κι εκείνοι κολυμπούν στο κλεμμένο χρήμα. Εκατομμύρια επί εκατομμυρίων στις τσέπες τους. Οι ίδιοι τα έχουν χαμένα. Ζουν μέσα στη χλιδή, κυκλοφορούν με αυτοκίνητα υπέρ πολυτελείας, χωρίς καμιά προφύλαξη και χωρίς αιδώ.

Αυτοί, οι Φραπέδες και οι Χασάπηδες και όλοι αυτοί, με τα ύποπτα ονόματα, που μας έκαναν να φοβόμαστε να παραγγείλομε ακόμη και τον φραπέ μας μεγαλοφώνως, για να μην καταστήσομε τους εαυτούς μας ύποπτους.

Κι αυτές τις μέρες αποκαλύπτεται ξανά μπροστά μας και πάλι η Ελλάδα του χάους. Κι όλο αυτό μου φέρνει στο νου το πάθημα με τον πρώτο μου υπολογιστή. Κόλλησε. Πληκτρολογούσα ελληνικούς χαρακτήρες και μου έβγαζε κινέζικα στην οθόνη. Πήγαινα να γράψω κάτι και ήταν όλα στον αέρα. Ούτε αρχή ούτε τέλος. Άπραγος εγώ μέσα στο απόλυτο χάος.

Έτσι, σαν την Ελλάδα του σήμερα, που μας κάνει να σηκώνομε τα χέρια απελπισμένοι από τα πολλά αδιέξοδα! Και μέσα στην απόγνωσή μου, φωνάζω τότε το Γιώργο, το γιο μου, μικρό παιδί ακόμη. Του εξηγώ, κι εκείνος με την αγνότητα του μικρού παιδιού, μου λέει απλά: Μπαμπά restart, επανεκκίνηση, μου εξηγεί. Και σβήστηκαν όλα και ξεκινήσαμε μια χαρά από την αρχή.

Και είναι αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα. Επειγόντως επανεκκίνηση. Να τα σβήσομε όλα και να αρχίσομε από την αρχή. Γιατί από την Ελλάδα του σήμερα δεν νομίζω ότι μπορείς να κρατήσεις κάτι. Μόνο την ιστορία και την παράδοσή μας βέβαια. Η Ελλάδα σήμερα δεν πληγώνει απλώς, τώρα η Ελλάδα σκοτώνει.

Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής – πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης, μέλος του Δ.Σ. της Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών