Γνωρίζουμε όλοι ότι το 1821 οι Έλληνες άρχισαν την εθνική τους επανάσταση. Το ζητούμενο είναι ποια επανάσταση θα αρχίσουν οι Έλληνες το 2021. Γιατί είναι βέβαιο ότι η χώρα μας χρειάζεται κάποιου είδους επανάσταση: την 4η βιομηχανική επανάσταση, την επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης, την επανάσταση της κοινής λογικής ή και ίσως όλες μαζί.
Οι επαναστάσεις αυτές όμως, απαραίτητες εάν η χώρα θέλει να πορευτεί αξιοπρεπώς στον 21ο αιώνα, θα είναι το αποτέλεσμα. Προϋπόθεση και βάση τους δεν μπορεί αν είναι άλλη από την επανάσταση του αυτονόητου, που στη χώρα μας παραμένει εν πολλοίς ζητούμενο. Σημειωτέον ότι οι κοινωνίες και τα κράτη που θα προχωρήσουν στην 4η βιομηχανική επανάσταση έχουν λύσει προ πολλού τα αυτονόητα, και δεν κοιτάνε προς τα πίσω, αναζητώντας ακόμα και μόνον διορισμούς στο δημόσιο.
Αυτονόητο π.χ. στη χώρα μας και στην κοινωνία μας είναι ότι δεν ανταποκρίνεται ούτε επ’ ελάχιστον στην αλήθεια (στην πραγματικότητα πρόκειται περί ηλιθιότητας) το σύνθημα που ακουγόταν – πριν λίγα χρόνια συχνότατα στις πλατείες των «αγανακτισμένων» και σήμερα ευτυχώς σποραδικά -, «χούντα είναι θα περάσει».
Αυτονόητο είναι π.χ. ότι τα πανεπιστήμιά μας πρέπει επί τέλους να ασχοληθούν με τη γνώση, την επιστήμη, την έρευνα, την επαγγελματική αποκατάσταση των νέων μας και όχι με την κακώς εννοούμενη πολιτική ή καλύτερα την κομματική προπαγάνδα, με δημόσιο χρήμα, όπως γίνεται εδώ και δεκαετίες και μέχρι σήμερα. Εάν ο πατέρας του φοιτητή ήθελε να σπουδάσει το παιδί του ανωτάτη πολιτική ή ανωτάτη κομματική, θα τον έστελνε στις νεολαίες των κομμάτων όπου διδάσκουν δωρεάν ινστρούκτορες που πληρώνονται από τα κόμματα και όχι στα πανεπιστήμια όπου διδάσκουν καθηγητές οι οποίοι πληρώνονται από το ελληνικό Δημόσιο.
Αυτονόητο επίσης είναι ότι τα πανεπιστήμιά μας δεν κινδυνεύουν από την νομιμοποιημένη συνταγματικά κρατική «βία» με την παρουσία μερικών άοπλων αστυνομικών, υπαλλήλων της Ελληνικής Δημοκρατίας – όπως και οι πανεπιστημιακοί καθηγητάδες άλλωστε- στον εξωτερικό τους χώρο. Απεναντίας τα πανεπιστήμιά μας κινδυνεύουν από την παρανόμως «νομιμοποιημένη» από πολιτικούς και πανεπιστημιακούς, εδώ και 40 χρόνια, βία κάποιων μειονοτήτων και κάποιων γκρουπούσκουλων κομματικών εγκάθετων που, ενάντια σε κάθε αρχή δημοκρατίας, λυμαίνονται και εξουσιάζουν κυριολεκτικά το εσωτερικό τους.
Αυτονόητο είναι ότι το Δημόσιο δεν παράγει χρήμα, καταναλώνει χρήμα, και μάλιστα μπόλικο. Άρα για να βρεθεί δημόσιο χρήμα που θα ενισχύσει π.χ. το ΕΣΥ και τα νοσοκομεία, την παιδεία και τα σχολεία, την άμυνα κ.λ.π. το κράτος θα πρέπει να απευθυνθεί και να στηρίξει τον ιδιωτικό τομέα. Από τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα και μόνον, μας αρέσει δεν μας αρέσει, θα προκύψει νέο χρήμα, μέρος του οποίου θα καταλήξει στον κρατικό κορβανά, και από κει στις πραγματικές ανάγκες του κράτους, που όλοι μας – ορθολογιστές και ψεκασμένοι – στις δύσκολες στιγμές αναζητούμε και καταφεύγουμε.
Αυτονόητο… Αυτονόητο…Αυτονόητο.. Αυτονόητα ών ουκ έστιν αριθμός! Και όταν τα αυτονόητα αυτά επί σειρά δεκαετιών δεν γίνονται κατανοητά, καταντούν ανόητα.
Τέτοια λοιπόν ανόητα αυτονόητα υπάρχουν στο Ελληνικό κράτος από γεννησιμιού του ή και πριν από αυτό: από το 1821 που άρχισε η επανάσταση (βλ.π.χ. τους διαρκείς εμφυλίους και το φάγωμα των δανείων διαρκούντος του αγώνα) και μέχρι σήμερα.
Έχω την αίσθηση λοιπόν ότι αν πιάσουμε το νήμα των ανόητων αυτονοήτων που μας ταλανίζουν ακόμα, αυτό θα μας οδηγήσει στα χέρια που κρατούσαν τα κουμπούρια τη στιγμή της δολοφονίας του Καποδίστρια το 1831. Εκείνη ακριβώς η στιγμή ήταν η αφετηρία που, μετά από πορεία 200 ολοκλήρων ετών, μας οδήγησε εδώ που είμαστε σήμερα: με τα καλά μας και τα κακά μας και, δυστυχώς, ακόμα με τα πολλά ανόητα αυτονόητά μας.
Η δολοφονία του Έλληνα Κυβερνήτη, από Έλληνες αυτουργούς (τους μπέηδες της Μάνης Μαυρομιχαλαίους) και Έλληνες ηθικούς αυτουργούς (τους συνασπισμένους Πελοποννήσιους κοτζαμπάσηδες, Υδραίους καραβοκύρηδες, Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς και Φαναριώτες πολιτικούς), οδήγησε το 1833 στην έλευση του Όθωνα.
Οι Έλληνες, δηλαδή, αντί για έναν εκλεγόμενο σοβαρό πολιτικό, Έλληνα, αναμφισβήτητα έναν από τους πλέον αξιόλογους διπλωμάτες της τότε διεθνούς πολιτικής σκακιέρας, ο οποίος κατόρθωσε να χειριστεί με τον καλύτερο τρόπο τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής προς όφελος, όχι δικό του, αλλά των συμπατριωτών του (τους συμπατριώτες του δεν κατάφερε να χειριστεί), προτίμησαν ένα αμούστακο παιδί, ξένο, ως ελέω Θεού απόλυτο μονάρχη-βασιλιά τους, που συν τοις άλλοις έσερνε μαζί του μια σκληρή ξένη Αντιβασιλεία και έναν ξένο στρατό. Αν όλο αυτό δεν είναι αυτονοήτως ανόητο, τότε τι είναι;
Για να φτάσουν δέκα χρόνια αργότερα, όπως είναι γνωστό, στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και στην ψήφιση του προοδευτικού Συντάγματος του 1844.
Εκείνο όμως που σίγουρα δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, είναι ότι μέρος του παραπάνω Συντάγματος αποτελεί και το από 20-01-1844 Β΄ Ψήφισμα της ίδιας Εθνοσυνέλευσης, «περί αυτοχθόνων και ετεροχθόνων» που προέβλεπε ότι από τη στιγμή εκείνη και εφ’ εξής υπάλληλοι του Ελληνικού Δημοσίου, μπορούσαν να διοριστούν (και όσοι δεν είναι αυτόχθονες πάραυτα να εκδιωχτούν) μόνον όσοι Έλληνες είχαν γεννηθεί στα γεωγραφικά όρια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, δηλαδή Πελοπόννησο, Ρούμελη μέχρι τη γραμμή Αμβρακικού -Παγασητικού και Εύβοια, νησιά Σαλαμίνα Υδρα, Σπέτσες, Κυκλάδες και Σποράδες, καθώς και εκείνοι που είχαν μετοικήσει μέχρι το 1827 και εκείνοι που είχαν αγωνιστεί μέχρι το 1829.
Έτσι αποκλείονταν από το ελληνικό «δημοσιοϋπαλληλίκι» οι Έλληνες των μη απελευθερωμένων ελληνικών επαρχιών (Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Ηπείρου, Θράκης, Επτανήσων, Δωδεκανήσων, νησιών του Αιγαίου πελάγους, Κρήτης κ.λ.π.), πολλοί από οποίους πρόσφεραν πάρα πολλά, για να μπορεί τώρα αυτό το κράτος που και με το δικό τους αίμα είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία του και την κυριαρχία του, να εκδίδει ψηφίσματα όπως το παραπάνω.
Καθώς και οι Έλληνες του απανταχού παροικιακού Ελληνισμού (της Δυτ. Ευρώπης, της Ρωσσίας, της Κωνσταντινούπολης, της Μαύρης θάλασσας, της Μ.Ασίας, της Αιγύπτου κ.λ.π.), οι οποίοι επίσης ουκ ολίγα είχαν προσφέρει στην υπόθεση της ανεξαρτησίας. Αλλά και το κυριότερο, θα μπορούσαν να προσφέρουν πολύ περισσότερα στην ανάπτυξη της χώρας αφού κατά γενική ομολογία ήταν οι περισσότερο μορφωμένοι και περισσότερο πλούσιοι από τους «αυτόχθονες».
Οι της πρώην λοιπόν συνασπισμένης αντιπολίτευσης του Καποδίστρια, βρήκαν την ευκαιρία να «κάνουν λογαριασμό» (τον οποίο προσπαθούσαν να κάνουν από την εποχή του Καποδίστρια, και δεν τους άφηνε, ώσπου την πλήρωσε με τη ζωή του) και να «κατοχυρώσουν», επιτέλους, τα κέρδη τους από τη συμμετοχή τους στον αγώνα της ανεξαρτησίας.
Και φυσικά, χρημάτων μη υπαρχόντων (είναι επίσης άγνωστο στους περισσότερους Έλληνες ότι η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 οφείλονταν εν πολλοίς στην πτώχευση του Ελληνικού κράτους του 1843 και την εξ’ αιτίας αυτής μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και κυρίως των στρατιωτικών, οι οποίοι αποτελούσαν την πολυπληθέστερη δημοσιοϋπαλληλική κατηγορία της εποχής), στράφηκαν που αλλού; Στην οικονομική απομύζηση του κράτους με τον διορισμό ως δημοσίων υπαλλήλων «των δικών μας παιδιών», αποκλείοντας τους ανταγωνιστές με τα περισσότερα προσόντα.
Στα πλαίσια μάλιστα του Ψηφίσματος αυτού, έγιναν σημεία και τέρατα: αποκλείστηκαν και διώχτηκαν διαπρεπείς Έλληνες της εποχής όπως ο φιλικός Εμμανουήλ Ξάνθος, ο ιστορικός Κων/νος Παπαρηγόπουλος κ.α..
Και επειδή, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, «δικά μας παιδιά» για διορισμούς πάντα υπάρχουν, θέσεις όμως δεν υπάρχουν πάντα (αν και ενίοτε κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια ο αριθμός των προκηρυσσομένων θέσεων προσαρμόζονταν στον αριθμό των «δικών μας παιδιών» και όχι το αντίστροφο), αποφάσισαν οι τότε εθνοσωτήρες να κατοχυρώσουν την επαγγελματική αποκατάσταση των βλασταριών τους με την ψήφιση του παραπάνω Ψηφίσματος.
Που είχε σαν αποτέλεσμα, έκτοτε και για τα επόμενα διακόσια περίπου χρόνια, ο Ελληνισμός από κοσμοπολιτικός που ήταν να γίνει δημοσιοϋπαλληλικός, η κρατική διοίκηση από δημόσια να μετατραπεί σε λάφυρο και όμηρο της εκάστοτε κυβέρνησης και του κάθε πολιτευτή μαυρογαλούρου και δημόσιος υπάλληλος να γίνεσαι χωρίς κανένα προσόν, καμία αξιολόγηση, αλλά με μόνο τον «αυτοχθονισμό» του κυβερνώντος κόμματος και μπάρμπα στην Κορώνη.
Θα μπορούσαμε, συνεπώς, σαν κοινωνία και σαν χώρα, να είμαστε πολύ καλύτερα από ό,τι είμαστε σήμερα; Ασφαλώς! Είχαμε και τις ευκαιρίες και τα μέσα και τους ανθρώπους. Αλλά δεν θελήσαμε. Όχι «δεν μας άφησαν οι άλλοι», όπως αρεσκόμαστε να λέμε για να αποφύγουμε την βάσανο της δικής μας υπαιτιότητας, αλλά γιατί εμείς ενσυνείδητα κάναμε τις λάθος επιλογές. Γιατί; Γιατί πάντα βάζαμε – και βάζουμε- το ατομικό μπροστά στο ομαδικό, το προσωπικό μπροστά στο κοινωνικό, το ιδιωτικό μας συμφέρον μπροστά στο δημόσιο συμφέρον.
Ό,τι ακριβώς δηλαδή ΔΕΝ έκανε ποτέ ο Καποδίστριας!
Σήμερα λοιπόν, εκτός από τα 200 χρόνια απ’ την επανάσταση έχουμε και τα 190 χρόνια από την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Έστω, το παρόν αρθρίδιο, ένα ελάχιστο πνευματικό μνημόσυνο του μεγαλείου του πολιτικού ανδρός.
* Ο Θανάσης Καραγιάννης είναι δικηγόρος