Ο συνεργάτης της «Π», κ. Σκορετσανίτης έγραψε πρόσφατα (2/12), πως θεωρεί υποκριτική τη συνεχιζόμενη συζήτηση για παρακολουθήσεις από μυστικές υπηρεσίες πολιτικών και δημοσιογράφων,-έκτοτε και στρατιωτικών και επιχειρηματιών.

Το θυμήθηκα διαβάζοντας στο  έγκριτο διπλωματικό περιοδικό Foreign Affairs, ότι θεωρεί τις πρακτικές έργο αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων, επικίνδυνες για τη Δημοκρατία.

Ο αρθογράφος σας υποστηρίζει πως είναι συνηθισμένα πράγματα και σε δημοκρατίες και βασιλείες, τις ΗΠΑ π.χ. το ΗΒ, το Βέλγιο, τη Δανία ή τη Σουηδία. Θα ξέρει καλύτερα από το συγκεκριμένο περιοδικό ή, το πιθανότερο, κάνει λάθος.

Ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πραγματοποίησε το καλοκαίρι έρευνα, που επιβεβαίωσε τέτοιες δράσεις στην Ουγγαρία, την Πολωνία και την Ισπανία, εκτός της Ελλάδας. Θα περιμένουμε σχετικές ανακοινώσεις της ΕΕ. Αλλά η αρχική γνώμη της επιτροπής είναι έντονα καταδικαστική. Θα προσπαθήσω να δείξω ότι όσα συμβαίνουν, σχετικά στην Ελλάδα είναι χωρίς το όμοιο τους, και άξια προσοχής.

Επισημαίνεται ότι στο γενικότερο φαινόμενο των παρακολουθήσεων χωρούν πολλά, η επιχειρηματική κατασκοπεία, οι εκβιασμοί, τα οικογενειακά δράματα, κυρίως όμως απασχολεί εδώ η κρατική ασφάλεια. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι ένα σύστημα παρακολούθησης που προμηθεύει Ισραηλινή εταιρία αποτρέπει το συγκεκριμένο κράτος από την αξιοποίησή του;

Πριν καιρό η μυστική υπηρεσία του κράτους αυτού με χρηματοδότηση της Τουρκίας παρέδωσε τον Οτσαλάν, που έχει στραφεί κατά της Ελλάδας για τα γεγονότα. Αν η υπόθεση Οτσαλάν δεν απασχολεί τον κ. Σκορετσανίτη, και σωστά ίσως, τι σκέφτεται για την άλλη εθνική διάσταση του θέματος;

Μια λιγότερο βεβαρημένη εθνικά πτυχή που άπτεται, όμως των ανθρώπινων δικαιωμάτων, θα πρέπει να επισημανθεί. Είναι το τρομερό, καταθλιπτικό βάρος που συνεπάγεται για ένα άτομο, να είναι μακροχρόνια στόχος του κρατικού συστήματος ασφάλειας.

Θα μπορούσε να φανταστεί ο κ. Σκορετσανίτης ή ο κ. Μητσοτάκης ,που είχε κάποτε δηλώσει θύμα της δικτατορίας, τη στόχευση κρατικών υπηρεσιών κατά προσώπων, είτε επικοινωνούν τηλεφωνικά είτε εργάζονται στον υπολογιστή τους,-τις συνέπειες σε ανθρώπους με οικογένειες, επαγγελματικές σχέσεις και κοινωνικές συναναστροφές, που η αρμόδια εισαγγελική αρχή υπογράφει κατά διαστήματα, πως είναι ύποπτοι για την εθνική ασφάλεια;

Όπως δήλωσαν στις ρηξικέλευθες εργασίες των επιτροπών της Βουλής εμπλεκόμενοι υπηρεσιακοί παράγοντες, για όλα αυτά υπάρχει απόρρητο. Σωστό θα ήταν  αυτό, ως ένα βαθμό, για θέματα πραγματικών συμφερόντων της χώρας. Έλα όμως, που μια από τις πιο τρανταχτές υποθέσεις παρακολουθήσεων που δημοσιοποιήθηκε πριν καιρό, και αντιμετωπίστηκε με αποφάσεις της Δικαιοσύνης, στόχευε τον πρωθυπουργό και άλλους δημόσιους παράγοντες του κόμματος που σήμερα κυβερνά. Ποιος είναι στην περίπτωση αυτή ο ορισμός της εθνικής ασφάλειας και των συμφερόντων της χώρας που διακινδυνεύονταν;

Το πρωτότυπο που διεκτραγωδείται σήμερα στη χώρα, είναι πως ο πρωθυπουργός της και όλος συλλήβδην ο μηχανισμός εξουσίας, δηλώνουν πρόθυμοι, αν όχι ικανοποιημένοι να παρακολουθούνται. Υπάρχουν και οι άλλοι που ξέρουν, αλλά ελπίζουν ότι δε θα έλθει η σειρά τους να πιουν το πικρό ποτήρι, όπως και όσοι το ήπιαν, αλλά δε συνυπολογίζουν στις εθνικές, ηθικές και πολιτικές τους αξίες να πουν όλη την αλήθεια στο βασικό όργανο της λαϊκής κυριαρχίας.

Στην Ελλάδα, λοιπόν, το θέμα αυτών των μυστικών υπηρεσιών έχει ξεχωριστές διαστάσεις. Δεν είναι όπως της Ισπανίας που θεωρεί πως απειλείται από αποσχιστικά κινήματα ή της Πολωνίας που απειλείται από μηχανισμούς του προηγούμενου καθεστώτος. Στη χώρα μας είναι εχθροί του συστήματος όσοι δεν είναι έτοιμοι να συμβιβαστούν με μια δικτατορία ή να αποδεχτούν καλά γενομένη την εισβολή και κατοχή της Κύπρου.

Τόσο απλά. Καθώς έτσι έχουν τα πράγματα, θα προέτρεπα τον κ. Σκορετσανίτη στις γιορτές που έρχονται, να βρει λίγο χρόνο χαλάρωσης για να ξανασκεφτεί, μήπως θα πρέπει να δοθεί πραγματική βαρύτητα στο θέμα αυτό, που πρέπει να απασχολήσει ουσιαστικά την Ελλάδα.