Πολλά τραγούδια έχουν γραφτεί για τους  δεκάδες χιλιάδες φυλακισμένων αγωνιστών.

Αμέτρητος πόνος των μανάδων που μέχρι την κατάργηση των έκτακτων στρατοδικείων, κρατούσαν βάρδιες, έξω από τις φυλακές εμποδίζοντας τα καμιόνια να πάρουν τους μελλοθάνατους για  εκτέλεση. Δύσκολες εποχές,  ηρωικές μα και συνάμα γεμάτες πόνο, αίμα, μα και ταυτόχρονα γεμάτες πείσμα και αντίσταση.

Ο Απόστολος Καλδάρας, φοιτητής το 1945 στη Θεσσαλονίκη  διηγείται πώς γράφτηκε το τραγούδι και πότε κυκλοφόρησε.

«Ήμουν στη Θεσσαλονίκη,  με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά τον Δεκέμβρη άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών,  των κομμουνιστών,  που τους πιαναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμασταν,  στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα,  ονόματι -καλή του ώρα κι αυτός πέθανε,  Θεός χωρέσ’ τον Μάγκα. Τον Χρήστο τον Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω,  κάτω από το Επταπύργιο – το Γεντί Κουλέ. Και μ’ έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι στη γριά,  έτσι την έλεγε τη μάνα του.

Πίναμε τα ουζάκια,  τα λέγαμε. Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δω,  από ‘κει. Λοιπόν μια φορά έφυγα,  θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το ‘βλεπα. Εκείνη τη φορά μου ‘κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο,  η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει, και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου ‘κανε εντύπωση. Κοίτα τώρα, λέω, εκεί μέσα πίσω απ’ τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και ‘κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου ‘δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το ‘γραψα τότε στις αρχές του ’45». Οι στίχοι του τραγουδιού ενόχλησαν τη λογοκρισία,  η οποία το απαγόρευσε.

Νύχτωσε και στο Γεντί,  το σκοτάδι είναι βαθύ,

κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί.

Άραγε τι περιμένει,  όλη νύχτα ως το πρωί,

στο στενό το παραθύρι,  που φωτίζει το κελί

Πόρτα ανοίγει,  πόρτα κλείνει,  μα διπλό είναι το κλειδί,

τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή….

Παρά την λογοκρισία,  αυτή η μορφή του υιοθετήθηκε και τραγουδιόταν στις φυλακές  ακόμη και από τους ποινικούς κρατούμενους.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα σκληρά μετεμφυλιακά χρόνια, αφουγκράστηκε τους πόθους και τους καημούς του λαού μας γράφοντας υπέροχα τραγούδια,  όπως το λαϊκό ποίημα που είπε ο Μπαρμπακώστας Βάρναλης «σε έναν φαγωμένο βράχο», τραγούδια για την αγάπη, τον ανεκπλήρωτο έρωτα,  την απώλεια,  την ξενιτειά,  την εγκατάλειψη, την φτώχεια και την εκμετάλλευση,  την πίκρα και την ανέχεια από τους ανεκπλήρωτους πόθους της ζωής. «Δεν ξέρω πόσο σ αγαπώ, μέτρο δεν εχει η αγάπη».

Πού να βρεθεί το μέτρο εδώ,  δεν είναι ζύγι δεν είναι πράγμα, είναι το πιο συγκλονιστικό συναίσθημα που έχει ο άνθρωπος, το πιο δυνατό, είναι η παράκληση της μοναξιάς «όποια και νάσαι, ό,τι και νά σαι κανε μου απόψε συντροφιά».

Η αδελφοσύνη των λαών κυρίως μεταξύ εμάς και των γειτόνων μας, του τούρκικου λαού,  που στο σπουδαίο έργο του,  σε στίχους του άλλου μεγάλου μας στιχουργού Πυθαγόρα, Μικρά Ασία, στο τραγούδι «Μες του Βοσπόρου τα στενά»,  μας το λέει  ξεκάθαρα «Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός κι εγώ λαός κι εσύ λαός… πιες λίγο από τάσι μου αδέλφι και Καρντάση μου».

Όλα του τα τραγούδια, κοντά πεντακόσια,  τα περισσότερα από αυτά τα ακούμε  ακόμη σε μικρά καφενεδάκια που έχουν κάποιο τζουκ μποξ,  ή από περιπλανώμενους τραγουδοποιούς με το ακορντεόν,  να τα τραγουδούν και να ανοίγει η ψυχή μας. Όλα τα άλλα μαζί και αυτά των άλλων μεγάλων μας συνθετών και στιχουργών,  έχουν χαθεί στο πέρασμα των χρόνων, αφού περνώντας ο μεγάλος οδοστρωτήρας της λήθης,  μα και της ανέχειας, ενός άλλου τρόπου ζωής, τα έθαψε κάτω από ξενόφερτα ακούσματα και  κουλτούρας.

Το ΚΚΕ προς τιμήν του έκανε ένα μεγάλο αφιέρωμα πέρσι τον Μάιο στην Αθήνα και ετοιμάζει άλλο ένα αυτό το Σάββατο στην Θεσσαλονίκη.

Παράλληλα και πριν την πανδημία, αλλά και μετά,  οργάνωσε  και έκανε μεγάλες συναυλίες για τον καθένα ξεχωριστά μεγάλο μας συνθέτη, φέρνοντας κοντά στο λαό και ιδιαίτερα στην νεολαία τον λαϊκό πολιτισμό και τα τραγούδια που έγραψαν αυτοί οι μεγάλοι για τόν λαό μας, παιδιά του λαού κι αυτοί, γέννημα θρέμμα του.

Όμως αυτό δεν φτάνει – αν ένα κόμμα τόσο μικρό με λιγοστούς πόρους μπορεί να κάνει τέτοια μεγάλα αφιερώματα, – φανταστείτε τι μπορεί να κάνει το Υπουργείο Πολιτισμού.

Είμαστε ο πιο τραγουδισμένος λαός του κόσμου,  πουθενά,  κανένας άλλος λαός στον κόσμο δεν αποτύπωσε όλα, χαρές, λύπες, βάσανα και καημούς,  ελπίδες και όνειρα,  επαναστατική πάλη και αντίσταση,  όσο ο λαός μας, στα τραγούδια του. Στα τραγούδια αυτά, από το ρεμπέτικο και μετά, είναι αποτυπωμένη όλη η ιστορία  αυτού του λαού και του τόπου. Αυτό είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που δεν πρέπει να μείνει αναξιοποίητο. Χρειάζονται πόροι και επιστημονικό προσωπικό και αυτό μόνο ενα οργανωμένο κράτος μπορεί να το αναλάβει,  να μαζέψει και να αποτυπώσει όλο  αυτόν τον πλούτο του λαϊκού μας τραγουδιού και των συντελεστών του, σε μια ψηφιακή πλατφόρμα, όπου όλοι θα έχουν πρόσβαση και μάλιστα δωρεάν για να μπορούν να συλλέγουν επιστημονικά στοιχεία για την ιστορία των τραγουδιών ή και να κατεβάζουν τα τραγούδια αυτά για άκουσμα και διασκέδαση.

Χρειάζεται όμως πίεση και από τα κάτω, από τους πολιτιστικούς φορείς, τα συνδικάτα των καλλιτεχνών και όχι μόνο, αλλά απ’ όλο το λαό, γιατί είναι κτήμα του, να γίνει αυτό, γιατί λαός χωρίς ίστορία δεν έχει μέλλον και πρόοδο.