Το φαινόμενο του εθισμού σε ουσίες, είναι το αποτέλεσμα μιας γενικότερης δυσλειτουργικής κατάστασης, η οποία προϋπάρχει της εθιστικής συμπεριφοράς. Αυτό σημαίνει ότι τα ναρκωτικά είναι το αποτέλεσμα και όχι το αίτιο.

Αυτό που πραγματικά οδηγεί στην εξάρτηση είναι κάτι βαθύτερο. Στην εφηβεία, η χρήση ουσιών είναι μια κραυγή για βοήθεια, ένα κάλεσμα στους γονείς να αφυπνιστούν ως προς το ρόλο τους.

Οι γονείς χρειάζεται να ανησυχήσουν, αν οι έφηβοι παρουσιάσουν απότομες και ανεξήγητες αλλαγές στη συμπεριφορά τους. Αν εγκαταλείψουν παλιές φιλίες, κάνουν αντισυμβατικές αλλαγές στην εξωτερική εμφάνιση, λένε ψέματα και έχουν μυστικά.

Ακόμα, αν χάνουν εύκολα την ψυχραιμία τους, εμφανίζουν απότομες μεταπτώσεις στη διάθεση ή τάση για απομόνωση. Τέλος, αν χάσουν το ενδιαφέρον τους για δραστηριότητες που πριν τους ευχαριστούσαν και γενικότερα για τις χαρές της ζωής,  παρουσιάσουν διαταραχές στον ύπνο ή χάσουν απότομα βάρος.

Οι έφηβοι χαρακτηρίζονται από περιέργεια για το άγνωστο και από άγνοια κινδύνου. Έτσι, είναι εύκολο να μιμηθούν επιβλαβή πρότυπα, για να αρέσουν στους άλλους, να ενταχθούν σε μια ομάδα ή να γίνουν δημοφιλείς κάνοντας κάτι απαγορευμένο.

Πίσω όμως, από τις επιφανειακές αυτές αφορμές, οι ουσιαστικότερες αιτίες βρίσκονται στη σχέση με την οικογένεια, η οποία διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στην υγιή συναισθηματική ανάπτυξη του εφήβου και επομένως στην παθογένεια της εξάρτησης.

Σε ιδιαίτερα δύσκολες οικογενειακές συνθήκες, μπορεί να υπάρχουν γονείς που είναι οι ίδιοι χρήστες, αντιμετωπίζουν ψυχικές δυσκολίες, ασκούν βία ή παραμελούν τα παιδιά, ιδιαίτερα μετά από διαζύγιο. Η έλλειψη αγάπης και αποδοχής από το οικογενειακό περιβάλλον, η απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας, μπορεί, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του εφήβου, να του δημιουργήσουν μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό του, συναισθήματα κατωτερότητας και αναξιότητας.

Όταν ο έφηβος νιώθει ότι τον απορρίπτουν, απορρίπτει και αυτός τον εαυτό του, πιστεύοντας ότι δεν αξίζει ως άνθρωπος, ότι δε θα τα καταφέρει στη ζωή και δε θα βρει αγάπη. Με αυτό το ψυχολογικό υπόβαθρο είναι πολύ πιθανό να οδηγηθεί σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, αλλά και σε μια αίσθηση έλλειψης νοήματος.

Όλο αυτό το φορτίο στις πλάτες ενός εφήβου, είναι δυσβάσταχτο. Έτσι, προκύπτει η ανάγκη να γεμίσει το εσωτερικό κενό με κάτι εξωτερικό, να βρει έναν τρόπο απόδρασης από αυτό που ζει και που δεν του αρέσει, από τον ίδιο του τον εαυτό. Η χρήση ουσιών προσωρινά καλύπτει την αίσθηση αδυναμίας, αναξιότητας, αποτυχίας.

Ως αποτέλεσμα, ο νέος εξαρτάται συναισθηματικά από τα ναρκωτικά. Επομένως η εξάρτηση είναι κατά βάση ψυχολογική και δευτερευόντως σωματική.

Οι χρήστες σταδιακά επικεντρώνουν την προσοχή τους και χτίζουν τη ζωή τους γύρω από το αντικείμενο της εξάρτησης. Η πραγματικότητα τους αρχίζει και τελειώνει στην ανεύρεση και χρήση της ουσίας. Η ζωή συρρικνώνεται, οι προοπτικές περιορίζονται, ο ορίζοντας μικραίνει.

Η αναζήτηση ανακούφισης σε ουσίες ανοίγει την πύλη ενός ψεύτικου παράδεισου που γρήγορα μεταμορφώνεται σε σκληρή φυλακή, καθώς εγκλωβίζει συνολικά τη ζωή του εφήβου.

Και όταν η χρήση γίνει συστηματική, τότε ούτε η προσωρινή ανακούφιση είναι πλέον εφικτή, αλλά το μόνο που έχει σημασία είναι να βρεθούν οι ουσίες για να ανακουφιστούν τα σωματικά συμπτώματα της στέρησης.

Ο νέος εφιάλτης επομένως που προστίθεται στη ζωή των χρηστών, έχει όνομα και λέγεται στέρηση! Τα «καλά ταξίδια» έχουν πλέον τελειώσει, το μόνο που ζητούν είναι να μην υποφέρουν.

Για να βοηθηθεί ο έφηβος χρειάζεται δυναμική παρέμβαση και υποστήριξη, θεμελιωμένη στην  ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, στη βελτίωση της επικοινωνίας με την οικογένεια, στην δημιουργία φίλων χωρίς αντίστοιχα προβλήματα, στις δραστηριότητες που γυμνάζουν το σώμα και καλλιεργούν το πνεύμα.

Επιπλέον, ο πάσχων χρειάζεται να αποκτήσει επίγνωση της κατάστασης, να αναγνωρίζει τους γνωστικούς, κοινωνικούς και συναισθηματικούς παράγοντες που πυροδοτούν τη χρήση, να αναπτύξει ικανότητες ελέγχου των παρορμήσεων. Τέλος, σημαντικό είναι να ενισχυθούν τα κίνητρα για ζωή, που θα του δώσουν τη δύναμη να παλέψει.