Μόνο δυο βήματα χωρίζουν τη ντροπή απ’ την υπερηφάνεια-την υπερηφάνεια για κάτι που κάποιος κατάφερε, όχι τον κομπασμό για το χαμένο πορτοφόλι που βρήκε. Ο τρόπος που σκέφτεται, ο τρόπος που ζει, τα έργα του κάνουν τον καθένα ό,τι είναι.

Είναι δυο βήματα που μπορεί να κάνει κανείς και καθιστός κι είναι τόσο εμφανή και φωνάζουν τόσο δυνατά που, όποιος δεν τα βλέπει ή δεν τα ακούει, είναι ή φιλοτομαριστής ή λοβοτομημένος απ’ το φιλοτομαριστή.

Το πρώτο βήμα είναι να σταματήσει αυτό το γελοίο κι εξευτελιστικό, Εμένα ο προπάππους μου ήτανε μέγας και τρανός.
Κανέναν δεν ενδιαφέρει τι ήταν ο προπάππους σου και με το συμπάθιο δηλαδή.

Αυτό πια με τα Ελγίνεια…
Είναι σαν να βρει ένας μέσος άνθρωπος στο υπόγειο του σπιτιού του μια ζωγραφιά με κάτι λουλούδια και λίγο πριν την κάψει ως προσάναμμα στη σόμπα, κάποιος να προσφερθεί και να την αγοράσει κι ο μέσος άνθρωπος αφού την πουλήσει να πληροφορηθεί ότι ήταν ένα από τα Ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ που η αξία τους είναι ανυπολόγιστη, δηλαδή, στοιχίζουν τόσο, όσο μπορεί να πληρώσει όποιος θέλει να τα αγοράσει. Και κλαίει ο μέσος άνθρωπος που έχασε κάτι που ποτέ δεν είχε.

Το να αποκαλείς δεκαεφτά φιγούρες απ’ την αγαλματοποιία του ανατολικού και δυτικού αετώματος του ναού, δεκαπέντε ταμπλώ της μετώπης που απεικονίζουν μάχες μεταξύ των Λαπιθών και των Κενταύρων, και εβδομήντα πέντε μέτρα απ’ το διάζωμα του Παρθενώνα, Ελγίνεια, είναι η εγγύηση ότι δε θα τα πάρεις ποτέ πίσω.

Όχι γιατί δε θα στα δώσουν αλλά γιατί, στην πραγματικότητα, δεν τα θέλεις. Τα εκμεταλλεύεσαι κι εσύ για επαρχιακές, μικροκομματικές απολαβές. Αγώνα, σου λέει, έκανε η Υπουργός Πολιτισμού για να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Γιατί; Διότι είχε γεννηθεί Ελληνίδα ενώ, εμείς γεννηθήκαμε… Πέρσες.
Και πώς αλλιώς θα αποδείξουμε πως είμαστε Έλληνες; Με τους μπακλαβάδες, τα τζατζίκια κι από πάνω τα πατερημά;

Τα μάρμαρα αυτά πρέπει να είναι πιο σημαντικά αφού βρίσκονται σ’ ένα απ’ τα σπουδαιότερα μουσεία του κόσμου.

Στ’ αλήθεια, δεν είν’ ανάγκη να ξέρει κανείς ούτε κάτι απ’ αυτά, ούτε ποιος ήταν ο Thomas Bruce. Απλώς, αν κάποιος είχε ποτέ γνήσιο πάθος να τα δει ξανά στο σπίτι τους, θα φρόντιζε πρώτα να το μεταδώσει, εξηγώντας τη σπουδαιότητα τους, όχι για άλλο λόγο, παρά για να μη φαινόμαστε εμείς, οι αδαείς, σαν να διεκδικούμε το χαμένο πορτοφόλι επειδή το βρήκαμε.

Δεν πρέπει να είναι λίγοι αυτοί που τα παραγγέλνουν για το μπάνιο τους. Σε παρακαλώ! Μόνο Ελγίνεια στο μπάνιο! Τα Πεντέλης είναι ξεπερασμένα.

Όταν ο Κώστας Γαβράς επιχείρησε να πει την ιστορία τους, οι παπάδες πάλι άσκησαν ιεροεξεταστική λογοκρισία και πάλι κανένας δεν αντέδρασε και πάλι κανένα ξινισμένο γιαούρτι δε βρέθηκε εύκαιρο.
Πόση ακόμα ντροπή μπορείς ν’ αντέξεις; Μόνο αυτή την απορία αξίζει να έχει κανείς.

Μέχρι που φτάνουμε στα εγκαίνια του μουσείου…
Τρέξανε να φωτογραφηθούν όλοι οι πολιτικοί, αρχηγοί κομμάτων και υπουργοί με γραβάτες κι ακριβά σακάκια για να μη φανεί ότι είναι παπαδάκια.

Όμως κι η αδηφάγος ματαιοδοξία τους πηγάζει απ’ την ίδια σύγχυση. Τι πρέπει να υπερασπιστούν; Αυτό τον τόπο. Η λέξη προκαλεί πια παρενέργειες –και διάρροια και ναυτία ταυτοχρόνως.
Ο τόπος, βέβαια. Γιατί για τόπο πρόκειται, για μια τοποθεσία.

Δε μπορείς να την πεις πολιτεία –οι πολιτείες έχουν πολίτες, κράτος, πάλι, δεν τη λες –μόνο υπό το κράτος πανικού, ίσως. Αλλά το τόπος έχει κάτι προσωπικό και μαζί διφορούμενο και συγκεχυμένο.

Εκτός από τοποθεσία,   σημαίνει και θέση. Γενικά κολλάει παντού, είναι και επί τόπου και στον τόπο και κατά τόπους, το λες και στο πιάνω τόπο και στο κοινός τόπος κι όποτε το ακούς με τη χαρακτηριστική προφορά του ανθυποκομματάρχη –αυτό το χειλικό πι, το ηχηρό που μοιάζει με το Πτου σου, βρεεε!-γίνεται και τόπος μαρτυρίου.

Το δεύτερο βήμα είναι να ξεπατώσει ο καθένας, να ξεριζώσει, να κλωτσήσει έξω απ’ το σπίτι του, απ’ το μέλλον του, απ’ τις ευκαιρίες, τις δυνατότητες και τις προοπτικές του, απ’ τα όνειρα του κι απ’ τη ζωή του, το ρασογράσο: και τον τράγο με το ράσο και τον κώμα με το γράσο. Είναι κι οι δυο αδίστακτοι φιλοτομαριστές και βλέπουν πάντα τον ίδιο εφιάλτη: το μέλλον. Κι αφού δε μπορούν να σταματήσουν το χρόνο, σταματάνε την Ελλάδα.

Αυτά είναι τα πέδικλα που πρέπει να σπάσουμε για να τρέξουμε και να  ξεπεράσουμε το μέλλον που μας προσπέρασε. Σ’ αυτό το μέλλον στοχεύουμε εδώ, στο μέλλον το δικό μας, της αξιοπρέπειας μας που θα κάνει τη Ελλάδα ξανά παράδειγμα προς μίμηση για όλους.

Αυτά είναι αυτονόητα για τον κάθε σκεπτόμενο αλλά όχι και κατανοητά απ’ τον καθένα. Για να είμαστε συνεπείς στη δέσμευση της συμπόρευσης που αναλάβαμε,
πρέπει ο προπορευόμενος να περιμένει αυτόν που βραδυπορεί –με την προϋπόθεση ότι κι αυτός θα προσπαθεί να τον φτάσει.

Είναι, επομένως, υποχρεωτικό να σταματήσουμε για να εξηγήσουμε το καθετί χωριστά.
Πρώτα, ας επαναληφθεί πως πουθενά δεν υπάρχει πλέον παντογνώστης. Το είδος αυτό είναι το μόνο που εξαφανίστηκε και καμιά οργάνωση δε συστάθηκε για να το διασώσει.

Κάποτε ήταν ο δάσκαλος του χωριού, μετά ο γιατρός κι ο δικηγόρος και πάντα ο πολιτικός. Οι υπόλοιποι δεν είχαν πρόσβαση στη γνώση και το να μάθει κάποιος κάτι έξω απ’ το άμεσο αντικείμενο του, ήταν μάλλον απίθανο κι αν επέμενε, έπρεπε να τρέξει σε βιβλιοθήκες ή ν’ αγοράσει πανάκριβα βιβλία.

Τώρα όλες οι βιβλιοθήκες του κόσμου είναι στο γραφείο του βρέχει-χιονίζει. Αρκεί κανείς λίγο ν’ ασχοληθεί –να χάσει και το σήριαλ στην τηλεόραση κι ας είναι και τουρκικό-για να μάθει τι σημαίνει, για παράδειγμα, το “Οι Εβραίοι κυβερνούν τον κόσμο”.