Η επιτέλεση τοῦ τεσσαρακονθημέρου μνημοσύνου τοῦ μακαριστοῦ Δημητρίου Κ. Γιαννουλάκη, μας φέρνει μπροστὰ σὲ τρεῖς ὀντολογικὲς πραγματικότητες : τὴ ζωή, τὸν θάνατο καὶ την ἀθανασία. Τὸ τρίπτυχο αυτὸ εἶναι ἕνα δυναμικὸ σύμπλεγμα ποὺ ἀπασχολεῖ κάθε ἄνθρωπο, πιστὸ ἢ ἄπιστο.
Γιὰ τὸν πρῶτο, τὸν πιστό, ἀποτελεί πρόβλημα λυμένο καὶ δύναμη ποὺ ὁδηγεῖ καὶ φωτίζει. Γιὰ τὸν δεύτερο, τὸν ἄπιστο, ἀποτελεῖ ἰσχυρὸ αἴνιγμα, που τὸν βασανίζει, τὸν πληγώνει καὶ τὸν ἀρρωσταίνει ψυχικά, ὅταν μάλιστα πλησιάζει πρὸς τὸ τέλος τοῦ βιολογικοῦ του κύκλου.
Ὁ πιστὸς εἶναι βέβαιος ὅτι, ὅταν ἐπέλθει ὁ βιολογικός του θάνατος, ὅταν τὸ σῶμα ἐπανέλθει στὴ γῆ, «ἐξ ἧς ἐλήφθη», δὲν θὰ πορευθεῖ οὔτε στὴν ἀνυπαρξία οὔτε στὴ μετενσάρκωση, ὅπως πιστεύει ὁ δεύτερος, ὁ μὴ ἔχων ἐλπίδα.
Ζωή, θάνατος καὶ ἀθανασία! Τρεῖς ὅροι, τρεῖς ἔννοιες, τρεῖς λέξεις μὲ δυναμικὸ περιεχόμενο. Η ζωὴ εἶναι «σώματος καὶ ψυχῆς δέσις», ἐνῶ ὁ θάνατος «διάστασις αθτῶν», ρήξη τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας. Ὁ θάνατος νεκρώνει τὸ σῶμα καὶ ἐλευθερώνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴ συνύπαρξη.
Ἡ ἀθανασία εἶναι ἡ ἐνσυνείδητη διαρκής, αἰώνια, ἀληθινή, μακαρία, ἄφθαρτη, εὐτυχισμένη ζωὴ τῆς ψυχῆς «ἕνθα πάντων ἐστὶ τῶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία». Ἡ κατάσταση ὅμως αὐτὴ προϋποθέτει ἐπίγεια ζωὴ θρησκευτική, ζωὴ «ἐν Θεῷ», ζωὴ ποὺ φέρνει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ «Μεγάλο Αἰώνιο Εἶναι», ὅπως λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος «πάσχει τὴν θέωσιν», ὅταν προσπαθεῖ «τὰ θεῖα πάσχειν», τότε μέσα του ο χρόνος καὶ ἡ αἰωνιότητα ἑνώνονται σε μία ἀρραγὴ ἑνότητα. Δὲν εἶναι πλέον δύο μορφὲς τοῦ Εἶναι, ἀλλὰ μία. Ἂν αὐτὸ δὲν συμβαίνει, τότε ο ἄνθρωπος περιορίζει τὴ ζωή του στὸν ἐπίγειο χῶρο καὶ χάνει τὸν αἰώνιο προσανατολισμό του, ἐκπίπτει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, παύει νὰ εἶναι αἰώνιος ἤ, καλύτερα, παύει νὰ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ὂν αἰώνιο. Παραμένει γήινος, φθαρτὸς και μονοδιάστατος.
Ὁ πιστὸς χριστιανὸς αἰσθάνεται ὅτι ἀνήκει σὲ δύο κόσμους, τὸν ἐπίγειο καὶ τὸν οὐράνιο. Ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ τοῦ κάτω κόσμου, «ἀρκούμενος τοῖς παροῦσι», στὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα χωρὶς τάσεις χλιδῆς καὶ πλεονεξίας, καὶ ὁραματίζεται τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἄνω κόσμου, τοῦ οὐράνιου.
Ὅλα αὐτὰ λένε ὅτι ἡ καθημερινὴ ζωή, ὅπως αὐτὴ ἐκδηλώνεται μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο, ἀποκτᾶ ὑψηλὸ νόημα, ὅταν ἐντάσσεται στὸ πνεῦμα τῆς αἰωνιότητας. Αυτὸ δὲν τὴν ὑποβαθμίζει, αλλὰ ἀντιθέτως τὴν ἀναβαθμίζει. Τῆς δίδει ὑψηλότερο νόημα, μεγαλύτερη πληρότητα καὶ ἀξία. Τη βγάζει ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ βιολογικοῦ χρόνου καὶ τὴν ἀνεβάζει στὰ πλαίσια τοῦ ἐσχατολογικοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τοῦ θανάτου καὶ γίνεται χρόνος αἰώνιος, χρόνος ἀεὶ ὤν.
Οι θέσεις αὐτὲς δημιουργοῦν πολλὰ ἐρωτήματα στὸν πρακτικὸ ἄνθρωπο, ἄρα καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς τοὺς συμπροσευχομένους υπέρ αναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ μακαριστοῦ Δημητρίου. Ἐπιτελοῦντες τὸ μνημόσυνό του, φέρομε στὴ μνήμη μας τὰ τοῦ βίου του καὶ ἀδίστακτα ὁμολογοῦμε ὅτι ἦταν ἕνας καλὸς ἐπιστήμονας, μία φλογερὴ καρδιά, ἕνας ἄνθρωπος τῶν θυσιῶν καὶ τῆς ἀγάπης.
Ἄνθρωπος σεμνός, λιτός, ἀληθινός, πράος, ταπεινόφρων, με γαλήνιο πρόσωπο, μὲ αρρενωπὸ παράστημα, μὲ ὀλύμπια μορφή, με γλυκὸ χαμόγελο, μὲ ἁγία καὶ ἐνάρετη ζωή. Παράσημά του ἦταν ἡ ἀθόρυβη, συστηματικὴ καὶ παραγωγικὴ ἐργασία, ἡ ἀντικειμενικότητα, ἡ ευθύτητα καὶ ἡ τιμιότητα.
Τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴν κοινωνία μας ἦταν ἁπαλὸ σὰν τὸ ἤρεμο ποτάμι, καὶ ἡ προσφορά του ἦταν δυναμικὴ σὰν τὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα ποὺ ποτίζει καὶ κάνει τὴ γῆ νὰ καρπογονεῖ. Στὸ πρόσωπό του διάβαζε ὁ προσεκτικὸς συζητητής του τὴν καλοσύνη, τὴν πραότητα καὶ τὴν εἰλικρίνεια. Ὑπῆρξε ἔνθερμος περὶ τὰ πνευματικὰ καὶ ὄχι ἀδιάφορος περὶ τὰ ὑλικά. Ἄνθρωπος πνευματικὸς καὶ ταυτόχρονα ἐπιχειρηματικός, δημιουργὸς τῶν ἀναγκαίων γιὰ μιὰ καλύτερη ἐπίγεια ζωή, δική του καὶ πολλῶν ἄλλων.
Η ζωὴ καὶ ἡ προσφορά του τίμησαν τὴν καταγωγή του, τὸν τόπο του, καὶ περισσότερο τὸ πνεῦμα τῆς συζυγικῆς ἁρμονίας ποὺ καλλιέργησε μὲ τὴν πιστὴ σύζυγό του, τη μόνη ἱκανὴ νὰ γράψει τὰ ἀπομνημονεύματά του καὶ νὰ ἱστορήσει τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς ἀγωνίες του γιὰ μιὰ δημιουργικὴ κοινωνικὴ παρουσία καὶ δράση.
Τὸν ἄκουα πολλὲς φορὲς να λέγει ὅτι εἶχε πολιτικοὺς ἀντιπάλους, ἀλλὰ ὄχι ἐχθρούς. Ὅλοι γι’ αὐτὸν ἦταν φίλοι, πρόσωπα τιμής, φιλίας, ἀγάπης καὶ ὑποστήριξης, κατὰ τὸ μέτρον τοῦ δυνατοῦ. Καὶ ἔτσι πράγματι ἦταν. Αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ βεβαιώσουν πολλοί. Τὶς δυσκολίες και τὶς πικρίες, ποὺ ἀντιμετώπιζε, θεράπευε μὲ θάρρος. Ἦταν ἄνθρωπος τῆς ὑπέρβασης καὶ τῆς αἰσιοδοξίας, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀσθένειάς του.
Τὸ εἴπαμε καὶ ἀπὸ ἄλλη δημόσια θέση, τὸ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τῆς κοινῆς προσευχῆς μας, ὅτι ὁ συγγενής, φίλος καὶ κοινωνικὸς συνοδοιπόρος μας ἀλησμόνητος Δημήτριος ἦταν μιὰ προσωπικότητα, ποὺ μὲ τὴν ἔντονη παρουσία της σφράγισε πολλοὺς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς. Μιὰ ἐκλιποῦσα προσωπικότητα, τὴν ὁποία θὰ ἀναζητήσουμε, ἀλλὰ δὲν θὰ τὴν εὕρουμε παρὰ μόνο στὶς ὡραῖες νοσταλγικὲς ἀναμνήσεις μας, ποὺ ἡ μακρόχρονη μνήμη μας θὰ διατηρεῖ γιὰ πάντα.
Ἄς εἶναι αἰώνια ἡ μνήμη του ὄχι μόνο στὴ σκέψη μας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀγάπη καὶ στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ!
* Ο Γεώργιος Ε. Κρασανάκης είναι ομότιμος καθηγητής Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης