Ένας από τους κυριότερους στόχους της διδασκαλίας της Λογοτεχνίας είναι αδιαμφισβήτητα η προώθηση της λογοτεχνικής φιλαναγνωσίας. Με τον όρο «φιλαναγνωσία» αναφερόμαστε στην αυτοπροαίρετη τάση του ατόμου να επιλέγει την ανάγνωση βιβλίων, κατά κύριο λόγο λογοτεχνικών, έχοντας ως στόχο την προσωπική του ευχαρίστηση. Όπως φανερώνεται και από την ίδια την ετυμολογία της λέξης, η «φιλαναγνωσία» αποτελεί την αγάπη του ατόμου για την διαδικασία της ανάγνωσης, μια αγάπη η οποία έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης πλείστων ερευνητών, και για την οποία έχουν γραφεί πολυάριθμα αποφθέγματα ανά τα χρόνια από συγγραφείς.
Ο Μπαλζάκ υποστήριξε ότι «η ανάγνωση μας φέρνει άγνωστους φίλους», η Τζακλίν Κέννεντυ Ωνάση ότι «υπάρχουν ολιγάριθμοι τρόποι για να διευρύνει κάποιος τον κόσμο του παιδιού του. Η αγάπη για τα βιβλία είναι ο καλύτερος τρόπος απ’ όλους», ενώ ο Ουγκώ ανέφερε πως «το να μάθει κάποιος ανάγνωση είναι σαν να ανάβει μια φωτιά. Κάθε συλλαβή που διαβάζει είναι μια φλόγα».
Η αγάπη του ατόμου για το βιβλίο, την ανάγνωση και τη γραφή, δηλαδή το «aimer lire» (αγάπη για την ανάγνωση) των Γάλλων αναπτύσσεται σταδιακά καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του, ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια και τα ερεθίσματα που λαμβάνει απ’ την οικογένειά του και συνεχίζοντας κατά τα σχολικά του χρόνια και τα ερεθίσματα που λαμβάνει από τους καθηγητές αλλά και τους συνομηλίκους του.
Πιο συγκεκριμένα, είναι σημαντική η επαφή που έχουν τα μέλη της οικογένειας με το βιβλίο, καθώς υπάρχει η διάθεση να καθοδηγηθεί το παιδί ώστε να έχει επαφή με το βιβλίο ακόμα και πριν από το σχολείο. Αναφορικά με το σχολείο, είναι σημαντικό να περιλαμβάνει σχολικές βιβλιοθήκες, ώστε οι μαθητές να μπορούν να δανείζονται βιβλία, ενώ υψίστης σημασίας είναι και η επίδραση των εκπαιδευτικών στην άποψη που θα σχηματίσουν τα παιδιά για το βιβλίο.
Η σημαντικότητα της φιλαναγνωσίας διαφαίνεται και από τα πολυάριθμα οφέλη της ίδιας της ανάγνωσης, καθώς δια μέσου της το άτομο καλλιεργείται, διαμορφώνει την προσωπικότητά του και αναπτύσσει την κριτική του σκέψη. Παράλληλα, η αναγνωστική συνήθεια μπορεί να βοηθήσει τους αναγνώστες μετέπειτα στη ζωή τους, τόσο ως προς την ακαδημαϊκή τους απόδοση, όσο και ως προς την επαγγελματική τους επιτυχία, τις κοινωνικές τους δεξιότητες, αλλά και την ενδυνάμωση της επιθυμίας τους για επαφή με πολιτιστικές δραστηριότητες.
Στις μέρες μας η ανάγκη για καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας είναι ακόμα πιο επιτακτική, καθώς είναι φανερός ο αντίκτυπος των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του διαδικτύου στις αναγνωστικές συνήθειες, με την επιθυμία των ατόμων να διαβάζουν βιβλία να έχει μειωθεί. Επομένως, μια κύρια πρόκληση την οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν οι σύγχρονοι καθηγητές της Λογοτεχνίας είναι η καλλιέργεια της λογοτεχνικής φιλαναγνωσίας των μαθητών τους, σε μια εποχή που το βιβλίο αντιμετωπίζεται ως κάτι το στατικό και πληκτικό σε σχέση με τη γρήγορη εναλλαγή εικόνας και ήχου των ψηφιακών μέσων.
Όσον αφορά το περιβάλλον του σχολείου, η πληροφοριακή αντιμετώπιση της Λογοτεχνίας και η χρηστική προσέγγιση των κειμένων που διδάσκονται δεν βοηθούν τον μαθητή να νοηματοδοτήσει το εκάστοτε κείμενο με βάση τα δικά του βιώματα, καθώς μια τέτοιου είδους ερμηνεία ενδέχεται να χαρακτηριστεί εσφαλμένη και αταίριαστη με «όσα θέλει να πει ο συγγραφέας». Είναι, συνεπώς, σημαντικό, στο πλαίσιο ενός μαθήματος τόσο υποκειμενικού όσο η Λογοτεχνία, να προωθείται ο γόνιμος διάλογος, η ανταλλαγή απόψεων και ο σεβασμός της διαφορετικής γνώμης, με τον μαθητή να αντιμετωπίζεται από τον καθηγητή ως ισάξιος αναγνώστης, και όχι ως κατώτερος μιας αλάνθαστης αυθεντίας.
* Η Εύη Μουρέλλου είναι φιλόλογος με ειδίκευση στη Νεοελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στις Επιστήμες της Αγωγής και συγκεκριμένα στην Διδακτική της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας