“Δεν υπάρχει αγωγή χωρίς αυθεντία, όπως κι αντίθετα, η καταπίεση της προσωπικότητας και της ελευθερίας του παιδιού οδηγεί στον εκφυλισμό της αγωγής”, ήταν το θέμα που δόθηκε στους υποψήφιου επιθεωρητές δημοτικών σχολείων και νηπιαγωγείων, στον σχετικό διαγωνισμό του 1980, στον οποίο συμμετείχα κι εγώ ως υποψήφιος. Ζητούνταν οι επί του θέματος απόψεις των υποφηφίων, καθώς και η επιστημονική θεμελιώση και θεώρηση αυτών.

Για το θέμα είχαμε γράψει και στο παρελθόν και συγκεκριμένα στο φύλλο της 7-10-2017 της εφημερίδας του Ηρακλείου “Πατρίς”. Είχαμε δώσει τότε τους ορισμούς και τα είδη “αγωγής” και “αυθεντίας” και την υπόσχεση να επανέλθουμε στο θέμα, λόγω της σπουδαιότητας και της έκτασής του. Ας έχει υπόψη του ο αναγνώστης ότι τα παρακάτω αποτελούν, κυρίως, προσωπικές μου απόψεις πάνω στο θέμα αυτό.

Όμως, πριν μπούμε στο θέμα, θεωρώ απαραίτητο να ξαναθυμηθούμε  την έννοια (τον ορισμό) και τα είδη αγωγής και αυθεντίας, όπως περίπου διατυπώθηκαν στο παραπάνω φύλλο.

Σε γενικές γραμμές: 1) Συστηματική ή σκόπιμη αγωγή (τέτοια είναι και η σχολική) είναι το σύνολο των ενεργειών και επιδράσεων που γίνονται από ενήλικους σε ανήλικους (παιδιά) συνειδητά, σκόπιμα και βάσει σχεδίου, προς μία ή περισσότερες κατευθύνσεις, για κάποιο ή κάποιους σκοπούς. Προκειμένου λ.χ. για νήπια, παιδιά του δημοτικού και του γυμνασίου, οι ενέργειες και επιδράσεις αυτές αποβλέπουν  κυρίως στην προσωπική τους ανάπτυξη και τελειοποίηση, μέσα στο πλαίσιο των φυσικών τους χαρισμάτων και των δυνατοτήτων τους.

Πέρα απ’ αυτή την αγωγή, υπάρχει ακόμη η κοινωνική αγωγή (όταν διδάσκουμε και παιδαγωγούμε ο ένας τον άλλο τυχαία και αθέλητα μέσα στην κοινωνία) και η αυτοαγωγή (όταν συνειδητά ενεργούμε πάνω στον εαυτό μας για τη βελτίωσή του ή άλλο σκοπό. Εδώ, παιδαγωγός και παιδαγωγούμενος είναι το ίδιο πρόσωπο).

Από τον ορισμό της αγωγής προκύπτει σαφώς και αβίαστα ότι για να συντελεστεί το φαινόμενο αυτό, πρέπει απαραιτήτως να συμπράξουν δύο παράγοντες, δύο στοιχεία: Ο πομπός και ο δέκτης (ή δέκτες). Ο μεν πομπός εκπέμπει, ο δε δέκτης δέχεται τα εκπεμπόμενα, τα οποία μαθαίνει και κρίνει και άλλα μεν υιοθετεί, αλλά δε απορρίπτει. Καταλαβαίνουμε, επίσης, ότι όλοι μας και όλα αποτελούμε πομπούς για τους άλλους και συγχρόνως είμαστε δέκτες των εκπομπών των άλλων.

Να πούμε ακόμη ότι αυτό συμβαίνει υποχρεωτικά είτε πρόκειται για τη συστηματική αγωγή, είτε για την κοινωνική, είτε για την αυτοαγωγή. Στην τελευταία, πομπός είναι το κάθε εγώ και δέκτης ο εαυτός του και αντίστροφα, όταν ο εαυτός γίνετια πομπός, το εγώ γίνεται δέκτης. Και καταλήγουμε: Αν δεν υπάρχει πομπός και δέκτης (ή δέκτες) αγωγή δεν συντελείται, δεν υπάρχει. Αν τώρα ο πομπός είναι αυθεντία (θα μιλκήσουμε πιο κάτω λεπτομερώς γι’ αυτήν), η κατάσταση αλλάζει; Χωρίς αυτήν, αγωγή υπάρχει; Σίγουρα δεν υπάρχει.

Άρα η πρόταση “Δεν υπάρχει αγωγή χωρίς αυθεντία” ισχύει πλήρως ως αξίωμα της αγωγής και χωρίς αμφισβήτηση, εστω και αν αμφισβητήθηκε, στο μακρινό παρελθόν, από κάποιους προοδευτικούς φωστήρες της εκπαίδευσης μας. Να διευκρινίσουμε ακόμη πως όταν λέμε πομπός, δέκτης και εκπεμπόμενα δεν εννοούμε με μόνο οπτικοακουστικές εντυπώσεις και παραστάσεις και μάλιστα μόνες αλλά και τις άλλες δηλαδή τις οπτικοακουστικές σε συνδυασμό με άλλες.

2) Ερχόμαστε τώρα στην αυθεντία. Είναι ή θεωρείται αυθεντία μια προσωπικότητα χαρισματική ή μη, με γνώσεις και ικανότητες εντυπωσιακές πάνω σ’ ένα ή πολλά αντικείμενα, με νοημοσύνη συνήθως υψηλή, που επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει ή και εξουσιάζει λίγα ή πολλά άτομα, των οποίων εξασφαλίζει την προσοχή και το θαυμασμό, το σεβασμό και την αποδοχή, την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη σε όσα λέει ή κάνει πάνω στο αντικείμενο ή αντικείμενα της κύριας ασχολίας του.

Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας θεωρούν τους γονείς τους ως αυθεντίες και πρωτίστως τον πατέρα τους, τους οποίους θαυμάζουν και υπεραγαπούν, αποδέχονται και μιμούνται σε όλα και δύσκολα αποχωρίζονται. Της σχολικής ηλικίας τα παιδιά θεωρούν αυθεντία το δάσκαλό τους: “Έτσι το είπε αυτός και αντίρρηση ή άλλη άποψη δεν υπάρχει! Τα γυμνασιόπαιδα, αρχικά, θεωρούν αυθεντίες όλους σχεδόν τους καθηγητές τους, για δε τα λυκειόπαιδα, των οποίων η κριτική ικανότητα έχει πλέον επαρκώς αναπτυχθεί, αυθεντία είναι ο καθηγητής που έχει όντως  προσωπικότητα, επιβάλλεται εύκολα, κατέχει πλήρως το γνωστικό αντικείμενο της ευθύνης του, έχει αναγνωρισμένη αξία και φήμη και εμπνέει σεβασμό.

Η αυθεντία διακρίνεται σε αυταρχική, αντιαυταρχική και δημοκρατική ή αυθεντία ευθύνης. Η πρώτη, η αυταρχική, συμπεριφέρεται προς τα άτομα που εξουσιάζει ή επηρεάζει με καταπίεση, σκληρότητα και εγωισμό, συχνά δε και με ειρωνία κι έτσι απομακρύνει σιγά, σιγά τους θαυμαστές της και ψυχικά όσους εξουσιάζει, των οποίων χάνει την εκτίμηση και το σεβασμό.

Αυτό συμβαίνει, γιατί η εν λόγω αυθεντία με την όλη της συμπεριφορά αποβλέπει στη διατήρηση και ενίσχυση της δύναμης και της υπεροχής της με την ανελεύθερη και συνεχή εξάρτηση απ’ αυτήν των ατόμων που επηρεάζει ή  εξουσιάζει. Στο σχολείο, μια τέτοια αυθεντία, ένας τέτοιος δάσκαλος, προκαλεί φόβο στα παιδιά και τα απομακρύνει ψυχικά από κοντά του. Αμβλύνει την προσοχή τους και μηδενίζει το ενδιαφέρον τους για μάθηση. Δημιουργεί σ’ αυτά αντιπάθεια και αποστροφή προς το πρόσωπό του και γι’ αυτόν δεν μπορεί πλέον να τα κατευθύνει όπως πρέπει παιδαγωγικά, να ασκήσει αγωγή. Τα παιδιά είναι παρόντα στην τάξη  σωματικά, αλλά απουσιάζουν πνευματικά και ψυχικά. Πνευματική και ψυχική επαφή μεταξύ δασκάλου και μαθητών δεν υπάρχει.

Η αγωγή λοιπόν με καταπίεση της προσωπικότητας και της ελευθερίας του παιδιού, οδηγείται στην αποτυχία και στον εκφυλισμό της. Φαινομενικά, αγωγή γίνεται αλλά ουσιαστικά δεν υπάρχει. Με αυτά και άλλα πολλά που ο χώρος της εφημερίδας δεν επιτρέπει, δίνεται η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα του θέματος.

Η αντιαυταρχική αυθεντία κινείται στην αντίθετη άκρη.

Εδώ, η αυθεντία του δασκάλου σχεδόν καταργείται, το κύρος του καταπίπτει και η επίδρασή του ως παιδαγωγού περιορίζεται ή σχεδόν μηδενίζεται. Τα παιδιά περίπου αγαπούν την παρουσία του, δεν προσέχουν, κάνουν φασαρία, μαθηση δε γίνεται. Ο απρόσεκτος, άτακτος και απείθαρχος μαθητής γίνεται στην τάξη ο κυρίαρχος και ο παιδαγωγός (η αυθεντία) οδηγείται στο περιθώριο.

Άρα κι εδώ, με την αντιαυταρχική αυθεντία, η αγωγή εκφυλίζεται, γιατί περιορίζεται σημαντικά ή σχεδόν μηδενίζεται.

Και μένει η δημοκρατική αυθεντία ή αυθεντία ευθύνης. Αυτή κινείται στο μέσο. Σέβεται την προσωπικότητα και την ελευθερία του παιδιού, χωρίς να επιτρέπει ακρότητες. Κρατά το κύρος της, με την όλη στάση και συμπεριφορά της, και δημιουργεί τον απαραίτητο δεσμό με τα παιδιά, δεσμό αγάπης και ενδιαφέροντος γι’ αυτά κι εκείνα με τη σειρά τους την αγαπούν (την αυθεντία), τη θαυμάζουν, την αντιγράφουν και την σέβονται, την προσέχουν και την εμπιστεύονται. Προσέχουν να μην τη λυπήσουν, τη μιμούνται και ταυτίζονται μαζί της. Η αυθεντία αυτή είναι η σωστή, η πρέπουσα και καλώς παιδαγωγούσα, το σωστό πρότυπο αγωγής, γιατί δημιουργεί, εξασφαλίζει και διατηρεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα μάθησης και παιδείας. Το είδος αυτό της αυθεντίας ονομάζουμε, καθώς πιο πάνω είπαμε, δημοκρατική αυθεντία ή αυθεντία ευθύνης.

3)Όσον αφορά την επιστημονική θεμελίωση και θεώρηση των ανωτέρω, έχουμε, κατά τη δική μας άποψη, να πούμε περιληπτικά τα ακόλουθα:

Η αυθεντία λειτουργεί εξαρτώμενη και στηριζόμενη ή τουλάχιστον επηρεαζόμενη από ψυχικούς μηχανισμούς του δέκτη, όπως η υποβολή, η κριτική ικανότητα, η μίμηση, η απόρριψη και η ταύτιση. Το αν η λειτουργία της αυθεντίας μπορεί να εξαρτάται και να στηρίζεται ή απλά να επηρεάζεται από ψυχικούς μηχανισμούς, εξαρτάται από την κριτική ικανότητα του δέκτη, που κι αυτή με τη σειρά της εξαρτάται από την ηλικία του, τις εμπειρίες και τη νοημοσύνη του.

Ας δούμε πώς γίνονται αυτά:

Κατά την υποβολή, το άτομο (ο δέκτης) εντυπωσιάζεται από τις ενέργειες, τις στάσεις και τις συμπεριφορές της αυθεντίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε συγκεντρώνει σ’ αυτήν όλη την προσοχή και το ενδιαφέρον του. Θαυμάζει, απορεί και επιθυμεί: να μάθει (;), Να μοιάσει (;), Να μιμηθεί (;), Να ζήσει (;),  ό,τι ερεθίζει τις αισθήσεις του.

Και αν η κριτική του ικανότητα δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί, όπως συμβαίνει στα παιδιά της προσχολικής και σχολικής ηλικίας, υιοθετεί πλήρως τις ενέργειες και τις συμπεριφορές της αυθεντίας, για να ακολουθήσει αμέσως το στάδιο της μίμησης, της κατεξοχήν παιδευτικής λειτουργίας, κι εκείνο της ταύτισης. Το μικρό παιδί, λοιπόν, μιμείται αβασάνιστα και σ’ όλα την αυθεντία, λ.χ. των γονέων του αρχικά και στη συνέχεια, εκείνη των δασκάλων του και ταυτίζεται μ’ αυτήν.

Απ’ αυτά φαίνεται η μεγάλη ευθύνη γονέων και δασκάλων στην πρώτη και θεμελιώδη αγωγή των παιδιών, στα πρώτα και αποφασιστικά βήματα και βιώματα της ζωής του. Η ευθύνη αυτή, πρέπει να κινείται σε δύο άξονες: Ο ένας αφορά τη δική τους στάση και συμπεριφορά απέναντι στα παιδιά και ο άλλος την προσοχή του σε ό,τι εμφανίζεται στα πεδία των αισθήσεων των παιδιών, που μπορεί να παίξει ρόλο κακού προτύπου για μίμηση ή ταύτισή τους μ’ αυτό (τηλεόραση, ίντερνετ, κακές συναναστροφές κ.λπ.).

Στα γυμνασιακά και προπάντων στα λυκειακά χρόνια του παιδιού, η κριτική του ικανότητα έχει λίγο ή επαρκώς αναπτυχθεί.

Το γυμνασιόπαιδο αρχίζει, το δε λυκειόπαιδο αμφισβητεί. Το τελευταίο δεν υιοθετεί ούτε αποδέχεται εύκολα την όποια αυθεντία.

Πρώτα την κρίνει και μάλιστα, όσο μεγαλύτερο είναι ηλικιακά και όσο πιο έμπειρο και νοήμον, τόσο και τα κριτήρια του είναι και περισσότερα και αυστηρότερα, και ύστερα, ή την υιοθετεί, την αποδέχεται και τη μιμείται ή την απορρίπτει μερικώς ή στο σύνολό της.

 

*Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών