-Γεια και χαρά σου κουμπάρε Αγαθοκλή, έχω χρόνια να σε δω. Τι κάνεις; Πως πάει η ζωή, όλα καλά είσαι ευχαριτημένος;

-Όϊ δεν είμαι…

-Γιατί βρε κουμπάρε δεν είσαι;

-Γιατί τα έχω όλα γι’ αυτό…

-Εννοείς δηλαδή όλα τα κακά; Δεν πειράζει κουμπάρε μου, υπομονή και κουράγιο και ίσως όλα να πάνε καλά και να αποκτήσεις όλα όσα επιθυμείς για να ευτυχήσεις και του λόγου σου…

-Δε με κατάλαβες σύντεκνε, επειδή τα ‘χω όλα τα καλά τα οποία στερούμουνε. Πρώτα γι’ αυτά.

-Α! μα εσύ κουμπάρε μου είσαι πλεονέκτης γι’ αυτό.. Ο πλεονέκτης όσα κι αν έχει αποκτήσει δεν έχουνε πια  αξία, όσα δεν έχει αποκτήσει έχουνε αξία…

-Όϊ σύντεκε, εγώ δεν είμαι πλεονέκτης αυτά τα λίγα που ήθελα να κάμω όταν μπορούσα, πριν τη σύνταξη τα έκανα.

-Α, σε κατάλαβα κουμπάρε. Τώρα σου λείπει η δραστηριότητα, η ενέργεια, η χαρά της δημιουργίας, είχες ένα σκοπό στη ζωή σου, έναν τρόπο ζωής, μια συνήθεια. Ήσουνα ένα αυτοκίνητο που έτρεχε, τώρα το… παρκάρησες και αρχίζει να σκουριάζει.

-Ετσά που το λες σύντεκνε είναι κιόλας! Εμπαρκάρησε ο άνθρωπος που δεν έχει πια ήντα να κάνει μαραζώνει η ζωή χωρίς κίνηση, παραγωγικότητα, ενδιαφέροντα είναι του… πεταμάτου!

Όταν ήμουνα ενεργός σύντεκνε απολάμβανα πολλές χαρές. Όταν κουραζόμουνα απολάμβανα την ευτυχία της ξεκούρασης, το ίδικο και όταν έτρωγα γιατί πεινούσα σαν λύκος, όταν έπινα νερό, το ίδιο, όταν ανέβαινα τις ανηφόρες, σε όλο το δρόμο αισθανόμουνα την χαρά που θα έπαιρνα στην κορυφή και στη συνέχεια στο σώπατο!

Κάθε δυσκολία είχε και μια ευτυχία. Η ζωή ήτανε όλο μικροχαρές!

-Έτσι είναι όπως τα λες κουμπάρε μου. Σιγά-σιγά όσο περνούνε τα χρόνια μας περνούνε και χάνονται αυτές οι μικροχαρές. Στη θέση του μπαίνει η μοναξιά, η πλήξη, η μονοτονία κ.λπ.

Όλα είναι πια σώπατο, μονότονα. Εγώ έχω τώρα να νιώσω χαρά σε πολλά πράγματα που ένιωθα πρώτα. Πίνω νερό δίχως να διψώ… να είμαι ξεραμένος όπως τότε που ερχόσουνα το βράδυ απ’ έξω.

Και δεν σε φτάνανε 2-3… λαΐνια! Τρώγω δίχω να πεινώ, δεν κουράζομαι για να ευχαριστηθώ την ξεκούραση στον καναμπέ. Δεν λαχταρώ το κρέας, δεν λαχταρώ τίποτα, αφού τα έχω όλα ό,τι ώρα θέλω, ανέκοπα κ.λπ.

-Κι εγώ σύντεκνε το ίδιο. Το μόνο που θέλω είναι να ‘χω λιγη ποιότητα στη ζωή μου.

Ανθρώπους να με καταλαβαίνουνε και να μη με ενοχλούνε.

-Ε, αυτό κουμπάρε είναι το δυσκολότερο απ’ όλα.

-Να σου πω α και τ’ άλλο Κωνσταντή επολυμεγάλωσα και δεν ξέρω τι μου φταίει. Ίσως να ‘χω γίνει και παράξενος.

-Καλά λένε Αγαθοκλή ότι άμα γεράσει ο άνθρωπος ξαναγίνεται κοπέλι. Είδες τα σημερινά παιδάκια που τους έχουνε γεμάτα τα σπίτια χίλια λογιώ παιχνίδια, αν τα υπολογίζουνε καθόλου; Το πρωί του το αγοράζεις, το βράδυ το ‘χει σπασμένο, να μην πω την ίδια ώρα…

-Ντα για του κόσμου τα φαγιά μπρέ; Εμείς εκλαίγαμε γιατί πεινούσαμε και δεν είχαμε να φάμε και σήμερο κλαίνε γιατί τα ταΐζουνε με το ζόρε!

-Να γιατί έχεις δίκιο κουμπάρε μου κι εσύ, γιατί τα ‘χεις όλα…

-Ναι-ναι, και δεν με συγκινούνε πια.

-Αυτό που κυνηγάς να αποκτήσεις έχει μεγαλύτερη αξία, απ’ αυτό που άφησες πίσω σου!…