«Δε βλέπουμε τους άλλους όπως είναι, αλλά όπως εμείς είμαστε»: Η ρήση αυτή, του μεγάλου φιλοσόφου Emmanuel Kant, θέτει ένα ζήτημα που είναι ουσιώδες για την αυτογνωσία, την εσωτερική ανάπτυξη και τις σχέσεις με τους άλλους.
Για να κατανοήσουμε τους ψυχολογικούς μηχανισμούς στους οποίους θεμελιώνεται η προβολή των δικών μας γνωρισμάτων στους άλλους, με τρόπο ασυνείδητο που διαφεύγει από την αντίληψη μας και δεν υπόκειται σε λογική επεξεργασία, χρειάζεται να γνωρίσουμε τη διαδικασία της απώθησης.
Πρόκειται για ένα μηχανισμό άμυνας, με τη βοήθεια του οποίου «θάβουμε» όσα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας μας θεωρούμε ότι είναι εξαιρετικά αρνητικά ή ανήθικα, με αποτέλεσμα να μένουν στη «σκιά», σε ένα μη συνειδητό επίπεδο. Έτσι, δυσκολευόμαστε να τα παρατηρήσουμε στον εαυτό μας και να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη τους.
Όσα απωθούμε όμως δε χάνουν τη δύναμή τους. Αντίθετα, ακριβώς επειδή δε διαβαίνουν το κατώφλι της αντίληψης, αλλά δρουν υπόγεια, ελέγχουν τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά μας, χωρίς να μπορούμε να διαχειριστούμε τα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου.
Ιδιαίτερα όταν είμαστε φορτισμένοι, υπάρχει η τάση να αποδίδουμε στους άλλους, όσα δικά μας χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές, έχουμε ασυνείδητα αρνηθεί. Ερμηνεύουμε μεροληπτικά τη συμπεριφορά των άλλων, υπό το πρίσμα όσων απωθούμε, προσπαθώντας να κατευθύνουμε το εσωτερικό φορτίο, έξω από μας.
Όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε εκδηλώσει σχετικές συμπεριφορές ή είμαστε αποδέκτες αυτών. Υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να νιώσουμε αντιπάθεια για πρόσωπα προς τα οποία ένα τέτοιο συναίσθημα θεωρείται ασύμβατο ή ανάρμοστο με βάση τα διαπροσωπικά δεδομένα, όπως για παράδειγμα στις οικογενειακές σχέσεις.
Στην περίπτωση αυτή, επειδή δε μας επιτρέπεται να εκδηλώσουμε ανοιχτά τα αρνητικά μας συναισθήματα, είναι πιθανό να πείσουμε τον εαυτό μας ότι εμείς αγαπάμε το πρόσωπο αυτό, αλλά η σχέση μας δεν πάει καλά, επειδή εκείνο μας αντιπαθεί.
Παρόμοια, όταν ένας σύντροφος κατηγορεί τον άλλον για συνεχείς επικρίσεις, συνήθως είναι ο ίδιος που επικρίνει τόσο τον εαυτό του, όσο και το άλλο πρόσωπο.
Αντίστοιχο παράδειγμα αφορά περιπτώσεις που κάποιος σύντροφος έχει έντονη επιθυμία για απιστία, αλλά θεωρεί κάτι τέτοιο ανήθικο. Είναι πιθανό να απωθήσει την επιθυμία του σε τέτοιο βαθμό, που να μην την αναγνωρίζει, ενώ παράλληλα να κατηγορεί το/τη σύντροφο ότι επιθυμεί άλλα πρόσωπα.
Η εξαπάτηση επομένως συμβαίνει προς τον ίδιο μας τον εαυτό καθώς δεν πρόκειται για συνειδητά ψεύδη. Επιλέγουμε τον εύκολο τρόπο, την αντανάκλασης των δικών μας στοιχείων στους άλλους με τη μορφή της κριτικής, που συνήθως συνοδεύεται από θυμό. Γίνεται όμως ο εύκολος δρόμος να φέρει επωφελή αποτελέσματα;
Όσο προβάλλουμε στους άλλους τις αρνητικές πλευρές μας, ο εσωτερικός πόνος της αυτό-απόρριψης εξακολουθεί να υπάρχει. Ίσως ν’ ανακουφιζόμαστε πρόσκαιρα, ικανοποιώντας τον εγωισμό μας. Το πρόβλημα όμως, αρχίζει και τελειώνει σε μας, και δε θεραπεύεται θυμώνοντας με τους άλλους.
Παραμένει και κάνει αισθητή την παρουσία του, σε κάθε ευκαιρία. Και όταν φτάνουμε στο σημείο να καταστρέψουμε σημαντικές σχέσεις, τότε συνειδητοποιούμε ότι δεν αρκεί να κατηγορούμε, αλλά πρέπει κάτι να αλλάξουμε σε μας.
Χρειάζεται θάρρος και δύναμη για να αντιμετωπίσουμε τα σκοτάδια μας και να συνειδητοποιήσουμε ότι όσα μας ενοχλούν στους άλλους, είναι κομμάτια δικά μας, θαμμένα βαθιά μέσα μας, που ίσως και να μην τα έχουμε αντιληφθεί. Μόνο έτσι όμως, θα φτάσουμε κάποια στιγμή να τα αναγνωρίσουμε, να τα αποδεχθούμε και να τα αποδυναμώσουμε.
Μεγάλο μέρος της προσωπικής ανάπτυξης θεμελιώνεται στην απελευθέρωση από τις προβολές, και την ικανότητα να διακρίνουμε τις ιστορίες που δημιουργούμε από την πραγματικότητα.
* H Γιάννα Χουρδάκη είναι ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος