De facto, έμμεση (ή μη προγραμματισμένη) επαναχρησιμοποίηση νερού είναι μια πραγματικότητα, που γίνεται από τους προϊστορικούς χρόνους στον πλανήτη. Εκ των πραγμάτων, επαναχρησιμοποίηση μέρους μη επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων, ακόμη και για πόσιμη χρήση, σε οικισμούς που βρίσκονται σε χαμηλότερο υψόμετρο κατάντωνδρογεωλογικών σχηματισμών, είναι αναπόφευκτη. Στην κεντρική Ευρώπη καθημερινά εκατομμύρια m3 αστικών υγρών αποβλήτων, παλαιότερα ανεπεξέργαστων και σήμερα επεξεργασμένων τους εκροών, διατίθενται σε θάλασσες, ποταμούς, γεωργικές εκτάσεις και άλλους φυσικούς αποδέκτες, από όπου σε μικρές αλλά υπαρκτές αραιώσεις τους, καταλήγουν σε επιφανειακές ή υπόγειες πηγές, που χρησιμοποιούνται ακόμη και για παραγωγή πόσιμου νερού. Τρία σχετικά τοπικά παραδείγματα είναι:
(α) Στην Κνωσό, από τότε που πρωτοκατοικήθηκε (στην Νεολιθική εποχή), δηλαδή πριν από 9.000 χρόνια περίπου, τα υγρά απόβλητα διατίθεντο στον Καιράτιο ποταμό και μαζί με νερά της βροχής, στον παράκτιο υπόγειο υδροφορέα του Κατσαμπά και στη συνέχεια στη θάλασσα, που βρίσκεται σε απόσταση 5 km περίπου. Την ίδια ροή ακολουθούσαν μεταγενέστερα, υγρά απόβλητα άλλων ανάντη οικισμών (όπως της Κνωσού, Σπηλίων, Πατσίδων και Κάτω Αρχανών). Ο υδροφορέας αυτός αποτελούσε τη μοναδική πηγή υδροδότησης της ευρύτερης περιοχής του Κατσαμπα, από τότε που πρωτοκατοικήθηκε και για πολλά χρόνια μια από τις πηγές υδροδότησης της πόλης του Ηρακλείου.
(β) Στη Φαιστό, από τότε που πρωτοκατοικήθηκε (στη Μινωϊκή εποχή), δηλαδή πριν από 5.000 χρόνια περίπου, τα υγρά απόβλητα διατίθεντο στη νοτιοανατολική πεδινή περιοχή του ομωνύμου λόφου, για άρδευση και λίπανση γεωργικών εκτάσεων. Μέρος τους εμπλούτιζαν τον αβαθή υπόγειο υδροφορέα της περιοχής, που χρησιμοποιούνταν και για οικιακή χρήση οικισμών της περιοχής. Και
(γ) Στη Γόρτυνα, επίσης από τότε που πρωτοκατοικήθηκε (στη νεολιθική εποχή), και κυρίως στη ρωμαϊκή περίοδο, τα υγρά απόβλητα διατίθεντο στο Λιθαίο ποταμό και στη συνέχεια στο Γεροπόταμο και φυσικά στον υπόγειο υδροφορέα της Μεσσαράς, που αποτελεί πηγή υδροδότησης πολλών κατάντη οικισμών από τότε που πρωτοκατοικήθηκαν.
Η de facto λοιπόν διάθεση υγρών αποβλήτων στο έδαφος και η επαναχρησιμοποίησή τους έχει μακράν ιστορία. Η εφαρμογή υγρών αποβλήτων στο έδαφος εφαρμόστηκε στην Κρήτη από τους Μινωίτες (περίπτωση Φαιστού, που προαναφέρθηκε), την Εποχή του Χαλκού (περίπου 3200-1100 π.Χ.). Στη συνέχεια, τα υγρά απόβλητα χρησιμοποιήθηκαν κατά τους ελληνικούς πολιτισμούς και αργότερα από τους Ρωμαίους, σε περιοχές που περιβάλλουν πόλεις (π. x. στην Αθήνα και στη Ρώμη) για άρδευση και λίπανση γεωργικών εδαφών. Στην πιο πρόσφατη ιστορία, το 1531 στο Εδιμβούργο (Σκωτία) και το 1650 στο Bunzlau (Σιλεσία, στη νότιο Πολωνία), λειτουργούσαν οι λεγόμενες “Φάρμες Αποβλήτων”, όπου τα απόβλητα εφαρμόζονταν στο έδαφος πιο συστηματικά και κάπως ελεγχόμενα. Στα επόμενα χρόνια, οι “Φάρμες Αποβλήτων”επεκτάθηκαν σε πολλές ταχέως αναπτυσσόμενες πόλεις της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Παρίσι ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων έργων, που από το 1872 η διαχείριση των υγρών αποβλήτων της πόλης γινόταν με εφαρμογή τους σε γεωργικά εδάφη στην περιοχή του Gennevilliers. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, τα έργα διαχείρισης υγρών αποβλήτων βασιζόμενα στη βραδεία εφαρμογή τους στο έδαφος μόνο στη Γαλλία ήταν συνολικής έκτασης 52.600 στρ.
Μετά το τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού και την έντονη εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση, άρχισαν να κατασκευάζονται οι πρώτες σύγχρονες, συμβατικές μονάδες επεξεργασίας αστικών υγρών αποβλήτων στην Κεντρική Ευρώπη, τις ΗΠΑ και σε άλλες περιοχές του κόσμου και να υποχωρούν τα εκτατικά συστήματα εφαρμογής στο έδαφος, εξαιτίας του υψηλού κόστους τους και των χαμηλών συνθηκών υγιεινής τους.
Έτσι, σιγά-σιγά αλλά σταθερά άρχισε να μειώνεται η ανεξέλεγκτη διάθεση υγρών αποβλήτων σε υδατικούς ή μη αποδέκτες (π.x. ρέματα, ποταμούς, λίμνες, ελεύθερες εκτάσεις) και φυσικά σε επιφανειακές ή υπόγειες πηγές, που σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν και για παραγωγή πόσιμου νερού και να αντικαθίσταται με την ελεγχόμενη και απόλυτα ασφαλή επεξεργασία και διάθεση και χρήση τους, ακόμη και για παραγωγή πόσιμου νερού. Στην πρώτη περίπτωση άγνωστες ποσότητες υγρών αποβλήτων και μετά /ή μη φυσικό καθαρισμό και ανάμιξή τους με φυσικούς πόρους, χρησιμοποιούνταν για όλες τις δυνατές χρήσεις και φυσικά την οικιακή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η χρήση τους γίνεται υπό απόλυτο τεχνολογικό έλεγχο και υγιεινή διασφάλιση. Συμπερασματικά, χάρις κυρίως στην ανάπτυξη της τεχνολογίας των υδατικών πόρων τα τελευταία χρόνια και φυσικά των παρεχόμενων Υπηρεσιών Ύδρευσης και Αποχέτευσης και σ’ αυτούς που μας τις παρέχουν, το προσδόκιμο ζωής μας σχεδόν υπερ-διπλασιάστηκε τα τελευταία 70 έτη.
Τέλος, όπως έχω ξαναγράψει, η διαθέσιμη σήμερα τεχνολογία μάς παρέχει τη δυνατότητα να παράγομε καλής και ασφαλούς ποιότητας πόσιμο νερό, ακόμη και αποσταγμένο ή νερό που χρησιμοποιείται σε αιμοκαθάρσεις ή άλλες ιατρικές πρακτικές, από οποιασδήποτε ποιότητας (προέλευσης) νερό. ΄Ετσι, στην προκειμένη περίπτωση της υδροδότησης της πόλης του Ηρακλείου, ο πιο προσιτός, ασφαλής, χαμηλού κόστους και προσφιλής στο περιβάλλον διαθέσιμος υδατικός πόρος για άμεση αντιμετώπισή της, είναι νομίζω οι εκροές της Μονάδας Επεξεργασίας των Αστικών Υγρών Αποβλήτων, στη Φοινικιά. Ελπίζω μ’ αυτό μου το άρθρο να απάντησα σε ερωτήματα και σχόλια αναγνωστών της εφ. ΠΑΤΡΙΣ, που αφορούσαν το προηγούμενο σχετικό μ’ αυτό άρθρο μου (της 21/07/2017).