«Ω δικιοσύνη δίχωστας δίκιο καταστεμένη
κ’ η Κρήτης ήντα να ’φταιξε κι έμεινε ρημασμένη
κ’ έφταξεν κ’ εις τον Χάντακα, ποια κρίματα μεγάλα
και τι άδικον οι Κρητικοί στα σπίτια ντων εβάλα»
(Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή “O Κρητικός Πόλεμος”, 395, στ.17-20)
Η πολιορκία του Χάνδακα, της μεγαλύτερης πόλης και πρωτεύουσας του «Βασιλείου της Κρήτης» (Regno di Candia), επί Βενετοκρατίας, που ο Λόρδος Βύρων συνέκρινε με την πολιορκία της Τροίας, ξεκίνησε από τους Τούρκους τρία περίπου χρόνια μετά την έναρξη του Ε’ Βενετοτουρκικού Πολέμου (1645-1669), γνωστού και ως Κρητικού Πολέμου, το Μάιο του 1648, και ενώ είχαν ήδη καταληφθεί τα Χανιά (1645) και το Ρέθυμνο (1646), καθώς και σχεδόν το σύνολο της υπαίθρου της Κρήτης, παρά τη γενναία αντίσταση που προέβαλαν ο στρατός και οι κάτοικοί τους.
Οι Βενετοί, εκτός από το Χάνδακα, εξακολουθούσαν να κατέχουν τα μεγάλα οχυρά τριών νησίδων, της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας. Η πολιορκία διήρκεσε περισσότερο από 21 χρόνια και μετατράπηκε σε αγώνα της Χριστιανοσύνης απέναντι στον Οθωμανικό επεκτατισμό, αφού, μαζί με τους Βενετούς και τους Κρητικούς που πολέμησαν για να σώσουν την πόλη, πολέμησαν και στρατιώτες από άλλες περιοχές της Ευρώπης, κυρίως από τη Γαλλία, τη Νάπολη και τη Σικελία, τη Μάλτα, καθώς και από περιοχές της μετέπειτα Γερμανίας.
Παρά τη λυσσαλέα κατά περιόδους προσπάθεια των Τούρκων που διέθεταν πολλαπλάσιες δυνάμεις από τους υπερασπιστές του Μεγάλου Κάστρου να αλώσουν τα τείχη, οι πολιορκούμενοι άντεχαν στις επιθέσεις τους, βοηθούμενοι και από το γεγονός ότι ο ενετικός στόλος κατάφερνε να διατηρεί την απαραίτητη δίοδο ανεφοδιασμού της πόλης από τη θάλασσα.
Το Νοέμβριο του 1667, ο Βενετοκρητικός αξιωματικός του μηχανικού Andrea Barozzi αυτομόλησε στο τουρκικό στρατόπεδο, παρέδωσε στους Τούρκους σχέδια των τειχών και τους υπέδειξε τα αδύνατα σημεία τους που ήταν οι δύο ακραίοι προς τη θάλασσα προμαχώνες (Αγίου Ανδρέα και Σαμπιονέρας). Εκεί επικεντρώθηκαν στη συνέχεια οι προσπάθειες των Τούρκων και κατάφεραν να καταλάβουν κάποιες θέσεις στους προμαχώνες αυτούς.
Στα τέλη Αυγούστου του 1669, στην πόλη είχαν απομείνει περίπου 3.700 υπερασπιστές, Βενετοί, Γερμανοί και Έλληνες (Νικόλαος Σταυρινίδης, «Η τελευταία περίοδος της πολιορκίας του Μ. Κάστρου», Ηράκλειο 1979, σελ.88), ενώ από την άλλη πλευρά οι Τούρκοι που πολιορκούσαν την πόλη ήταν τουλάχιστον τετραπλάσιοι. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μοίρα του Μεγάλου Κάστρου φάνταζε προδιαγεγραμμένη.
Σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη τον Αύγουστο του 1669, όπως αναφέρει ο Σταυρινίδης (ό. π., σελ.83), υπήρχε ελονοσία και δερματικές, μολυσματικές και θανατηφόρες ασθένειες που είχαν οδηγήσει στο θάνατο περίπου το ένα τρίτο των πολιορκούμενων και των ανδρών του στόλου. Ο ίδιος, παραθέτει σε μετάφραση και τη μαρτυρία Γάλλου αξιωματικού εκείνης της εποχής που περιλαμβάνεται στο σύγγραμμα ”Le comte Daru, Histoire de la Republique de Venise, Bruxelles 1840, vol. VII-VIII, 94”, ο οποίος γράφει:
«Η πολιτεία ήταν σε εξιοθρήνητη κατάσταση, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από μπάλες κανονιών, άκουες βροντές κι αστραπές από τις κανονιές και τις χειροβομβίδες του εχθρού, δεν βρισκόταν ούτε μια εκκλησία ή ένα κτίριο που οι τοίχοι του να μην είχαν χτυπηθεί, τρυπηθεί και ρημαχθεί. Όλα τα σπίτια ήταν ερειπωμένα. Κακές αναθυμιάσεις αναδίδονταν παντού. Όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου έβλεπες στους δρόμους στρατιώτες πεθαμένους, πληγωμένους και ανάπηρους».
Στις 28 Αυγούστου 1669, ο Francesco Morosini, γνωρίζοντας ότι τα τείχη της πόλης μετά τους μακροχρόνιους βομβαρδισμούς βρίσκονταν πλέον σε απελπιστική κατάσταση, όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, διαβλέποντας ότι δεν επρόκειτο να λάβει άλλες στρατιωτικές ενισχύσεις, και αφού την προηγούμενη ημέρα είχαν αποχωρήσει μέσα από την πόλη οι Μαλτέζοι στρατιώτες και οι Ιταλοί του Δούκα της Σαβοϊας, ενώ ήδη από τις 20 Αυγούστου είχαν αποχωρήσει και οι Γάλλοι, θεωρώντας ότι δεν απέμενε πλέον ελπίδα σωτηρίας της πόλης, αποφάσισε τη συνθηκολόγηση με τους Τούρκους για την παράδοσή της, πιστεύοντας ότι μόλις βελτιωθούν οι συνθήκες η Βενετία θα ήταν σε θέση να την καταλάβει ξανά, και απέστειλε την ίδια μέρα έναν αντιπρόσωπό του και από την επόμενη (29/8) και δεύτερο που ο ρόλος του ήταν συμπληρωματικός του πρώτου, με την εντολή να διαπραγματευθούν τους όρους παράδοσης.
Οι διαπραγματευτές αυτοί ήταν ο συνταγματάρχης Thomas Annand, Σκωτσέζος μισθοφόρος του βενετικού στρατού, ως πρώτος διαπραγματευτής, και ο Κρητικός Στέφανος Σκορδίλης. Οι διαπραγματεύσεις, μέσα σε λίγες ημέρες κατέληξαν στην υπογραφή της «Συνθήκης της Κανδίας» που εκτός των άλλων επέτρεπε στους πολιορκημένους να αποχωρήσουν ελεύθερα, μαζί με την κινητή περιουσία και τα ιερά λείψανα τους.
Σύμφωνα με άρθρο της συνθήκης, οι Βενετοί έλαβαν προθεσμία 12 ημερών να εκκενώσουν την πόλη. Στην περίπτωση υπέρβασης της προθεσμίας οι Τούρκοι έπρεπε να αναλάβουν να μεταφέρουν με δικές τους βάρκες τους εναπομείναντες στα ενετικά πλοία.
Είναι αλήθεια ότι μετά από τόσα χρόνια πολέμου και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές ήθελαν να μπει ένα τέλος σε αυτή την αιματοχυσία, αφού οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές ήταν πολύ μεγάλες (η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε απώλειες 137.116 άνδρες μέχρι το τέλος του πολέμου και οι Βενετοί πάνω από 30.000), αλλά και η σπατάλη οικονομικών πόρων ήταν τεράστια και στα δύο στρατόπεδα. Όμως, η συνθηκολόγηση των Βενετών δεν επιδιώχθηκε να πραγματοποιηθεί με οποιοδήποτε κόστος, παρά το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο Morosini έκρινε ότι τα τείχη της πόλης δεν θα άντεχαν για πολύ ακόμη.
Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό που ενισχύει την εξαγωγή αυτού του συμπεράσματος εκτυλίχθηκε στο τουρκικό στρατόπεδο, κατά την ημέρα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των δύο μερών τα υπογεγραμμένα αντίγραφα της συνθήκης.
Στο υπογεγραμμένο από τον Köprülü αντίγραφο, ο Annand διαπίστωσε ότι είχε αλλοιωθεί το περιεχόμενο του δεύτερου άρθρου επί του οποίου είχε επέλθει συμφωνία και είχε αφαιρεθεί από τους Τούρκους το απόσπασμα που αφορούσε στην παραμονή υπό την κυριαρχία των Βενετών, εκτός από τα τρία θαλάσσια φρούρια της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας και των εδαφικών περιοχών που ήταν εντός της ακτίνας δράσης των κανονιών τους.
Οι Βενετοί, παρά την επιμονή των Τούρκων στην αλλαγή αυτή, εκδήλωσαν την πρόθεση να κηρύξουν τη συνθήκη άκυρη και ανίσχυρη και να τη θεωρήσουν ως μηδέποτε γενόμενη, εξαιτίας του λόγου αυτού, και έτσι οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να προβούν στην απαραίτητη διόρθωση προκειμένου να ισχύσει η συμφωνία.
Μέσα στις τραγικές αυτές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, εκτός από τη γενναιότητα των πολιορκούμενων και η ύπαρξη έντονου θρησκευτικού συναισθήματος ήταν πολύ σημαντική, αφού τους ενδυνάμωνε και τους βοηθούσε να υπομένουν καρτερικά τα ατέλειωτα δεινά τους. Την εποχή που διεξάγονταν οι συζητήσεις της Βενετοτουρκικής ειρήνης, η πόλη είχε 135 εκκλησίες, από τις οποίες οι 16 ήταν λατινικές ενώ οι υπόλοιπες 119 ήταν ορθόδοξες.
Παρ’ όλα αυτά, η σωτηρία της δεν κατέστη δυνατή και έτσι, 21 και πλέον χρόνια από την έναρξη της πολιορκίας και 21 ημέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας παράδοσης της πόλης, το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1669, και αφού από τα μεσάνυχτα οι Βενετοί είχαν κατεβάσει τον πελώριο σταυρό που είχαν στήσει από το 1648 στο ψηλότερο σημείο του φρουρίου, στον προμαχώνα του Μαρτινέγκο, και ο τελευταίος χριστιανός στρατιώτης αποχωρούσε από την πόλη.
Τα 83 κλειδιά των δημοσίων κτιρίων και του φρουρίου παραδόθηκαν από τη βενετική διοίκηση στον Ahmed Köprülü πασά και η πόλη, ύστερα από 458 χρόνια ενετικής κυριαρχίας πέρασε στα χέρια των Τούρκων, όπου παρέμεινε για τα επόμενα 229 χρόνια. (Ν. Σταυρινίδης, ό. π., σελ. 96-98 & 102-104).
Έχουν διατυπωθεί διιστάμενες απόψεις σχετικά με την ακριβή ημερομηνία υπογραφής της συνθήκης. Ο Ν. Σταυρινίδης, ο οποίος γνωρίζοντας πολύ καλά την τουρκική γλώσσα είχε μελετήσει και τουρκικές πηγές, υποστηρίζει ότι η συνθήκη υπογράφτηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1669. Με βάση την ημερομηνία αυτή, σε σχέση με την 27η Σεπτεμβρίου, προκύπτει υπέρβαση της προθεσμίας των 12 ημερών, χωρίς όμως βοήθεια των Τούρκων για την εκκένωση της πόλης, που μπορεί να οφείλεται και σε κάποιον από τους παρακάτω λόγους:
Επειδή η διαπραγμάτευση για τη συνθήκη ξεκίνησε στις 29 Αυγούστου, πριν από την αποχώρηση από το νησάκι Ντία των πλοίων που είχαν στείλει στην Κρήτη ο Πάπας, ο Βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΔ’ και το Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας, τα οποία παρέμεναν εκεί και παρά την αντίθεση του Morosini απέπλευσαν το βράδυ της 31ης Αυγούστου, είναι πιθανό να είχαν υπολογιστεί και τα πλοία αυτά για την εκκένωση της πόλης, και μετά τον απόπλου τους, από υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων των Βενετών να μην άλλαξε το σχέδιο της συνθήκης ως προς το σημείο αυτό, και με την ανοχή των Τούρκων.
Έτσι, όταν παρήλθε το δωδεκαήμερο, οι Τούρκοι διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν έγκαιρα τη μεταφορά των πολιορκημένων που βρισκόταν ακόμη στην πόλη, και λόγω της έλλειψης πλοίων προς τα οποία θα μπορούσαν να τους μεταφέρουν, αλλά ίσως και λόγω του καιρού που πιθανόν δεν επέτρεπε τη χρήση λέμβων. Όπως προκύπτει από έγγραφο άγνωστου αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων, το οποίο φυλάσσεται στη Βοδλεϊανή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ακόμη και τέλη Αυγούστου οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν πάντα καλές.
Συγκεκριμένα, στο έγγραφο αναφέρεται και συνάντηση των διαπραγματευτών του Morosini με τους Τούρκους, στην οποία ο Μέγας Δραγουμάνος της Υψηλής Πύλης Παναγιώτης Νικούσιος τους «ένευσε να αποβιβασθούν, πράγμα το οποίον εξετέλεσαν όχι άνευ δυσκολίας εξ αιτίας του θυελλώδους καιρού, και οδηγήθησαν εις την ακτήν υπό δύο Τούρκων, τους οποίους ο Αγάς έστειλε προς τούτο εις την φελούκαν». (Χάρης Χιονίδης, «Αγγλικόν υπόμνημα περί της πολιορκίας και πτώσεως του Χάνδακος», περιοδικό “Κρητικά Χρονικά”, Εκδόσεις Ανδρέας Γ. Καλοκαιρινός, Ηράκλειο 1949, τ.Γ’, σελ. 403-404, 454).
Ακόμη, ενδεχομένως οι Τούρκοι, κάνοντας δεύτερες σκέψεις, θεώρησαν ότι γινόμενοι μεταφορείς του εχθρού μειώνεται το κύρος τους. Έτσι, Έλληνες και Βενετοί, μη φοβούμενοι αντίδραση από πλευράς των Τούρκων (αφού οι Τούρκοι δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να τηρήσουν τη συμφωνία ως προς το σημείο αυτό, ενώ έβλεπαν και ότι η πόλη σταδιακά άδειαζε), φρόντισαν να αποχωρήσουν εντελώς από το Χάνδακα ακριβώς 21 ημέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας, αποτίοντας με τον τρόπο αυτό φόρο τιμής στους ηρωικούς υπερασπιστές του που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των 21 χρόνων της πολιορκίας.
Πάντως, το ζήτημα της ημερομηνίας υπογραφής της συνθήκης, υπό το πρίσμα της χρονολόγησής της από τις πηγές, ανάλογα με το αν αυτή έγινε σύμφωνα με το Γρηγοριανό ή το Ιουλιανό ημερολόγιο, μπορεί να μας οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Ειδικότερα, αν θεωρήσουμε ότι η ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου αναφέρεται με το Ιουλιανό ημερολόγιο, επειδή το χρονικό εύρος διαφοράς μεταξύ Ιουλιανού και Γρηγοριανού ημερολογίου ήταν δέκα ημέρες, μέχρι και το 1700 (και όχι δεκατρείς όπως είναι σήμερα), η ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου του πρώτου αντιστοιχεί στην ημερομηνία 16 Σεπτεμβρίου του δεύτερου που -υπό την προϋπόθεση ότι η ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου πλήρους εκκένωσης της πόλης αντιστοιχεί και αυτή στο Γρηγοριανό ημερολόγιο- μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε υπέρβαση της προθεσμίας των 12 ημερών που όριζε η συνθήκη.
Βέβαια, αυτές είναι απλώς υποθέσεις που μένει να αποδειχθούν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
- Θεοχάρης Δετοράκης, «Ιστορία της Κρήτης», Ηράκλειο 1986, σελ. 255-270.
- Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής, «Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669)», έκδοση-κριτική εισαγωγή-επιμέλεια: Α.Ν. Νενεδάκης, Αθήνα 1979.
- Νικόλαος Σταυρινίδης, «Η τελευταία περίοδος της πολιορκίας του Μ. Κάστρου», Ηράκλειο 1979.
- Χάρης Χιονίδης, «Αγγλικόν υπόμνημα περί της πολιορκίας και πτώσεως του Χάνδακος», περιοδικό “Κρητικά Χρονικά”, Εκδόσεις Ανδρέας Γ. Καλοκαιρινός, Ηράκλειο 1949.
- wikimili.com, “Siege of Candia, part of the Cretan War (Fifth Ottoman – Venetian War)”, last updated May 07, 2022.
- el.m.wikipedia.org, «Γρηγοριανό ημερολόγιο».