Ή μήπως ισχύει και το αντίθετο; Αυτήν την εβδομάδα βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα πρωτοφανές φαινόμενο για τα δεδομένα των βάσεων εισαγωγής στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα: αρκετές σχολές, άλλοτε «περιζήτητες», «περιώνυμες» σχολές σε πανεπιστήμια που βρίσκονται ψηλά στις παγκόσμιες λίστες κατάταξης, σχολές με κύρος ή που παρέχουν κύρος στους επίδοξους αποφοίτους τους ή τουλάχιστον αυτό θεωρείται ακόμα ότι ισχύει από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, έστω και με την παρούσα κατάσταση της αγοράς εργασίας, έγιναν προσβάσιμες σε μαθητές που μάλλον και οι ίδιοι θα δυσκολεύονταν να πιστέψουν την εισαγωγή τους σε αυτές.

Τελικά, οι βάσεις εισαγωγής στα ανώτατα πλέον ιδρύματα είναι ένας αριθμός ή ο καθρέφτης μιας πραγματικότητας, της εκπαιδευτικής- εν προκειμένω -αλλά και της πολιτικής κατ’ επέκταση;

Πόσο παραμορφωτικός ή ρεαλιστικός μπορεί να είναι ο καθρέπτης αυτός; Αν κανείς αναλογιστεί το επίπεδο, τον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, νομίζω πως δε θα μπει καν στο δίλημμα αυτό.

Η πραγματικότητα, λοιπόν, για μας τους λειτουργούς και τους συμμετέχοντες στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι πως βρισκόμαστε πολύ συχνά αντιμέτωποι με ένα εξεταστικό σύστημα που τελεί υπό διαρκή αλλαγή. Το σύστημα αλλάζει, όταν αλλάζει ο εκάστοτε υπουργός Παιδείας. Οι μαθητές, σαφώς, αλλά και οι διδάσκοντες δεν μένουν ανέπαφοι από τις συνεχείς αλλαγές. Το αποτέλεσμα είναι ο αποπροσανατολισμός των παιδιών και η αποδόμηση.

Αποδόμηση, με πρόσχημα τη δόμηση ενός «νέου» και «αποτελεσματικού» εξεταστικού συστήματος. Τι ειρωνεία! Ποιος αρχίζει το χτίσιμο από την κορυφή; Μήπως οι ιθύνοντες βλέπουν μονάχα την κορυφή του παγόβουνου;

Στην πραγματικότητα πρόκειται για από–σύνθεση ή αποσυναρμολόγηση του ίδιου του συστήματος. Σε αυτό το σημείο εφάπτεται και η πολιτική διάσταση του όλου πράγματος. Η εκάστοτε κυβέρνηση δίνει στην εκπαίδευση το αντίστοιχο περιεχόμενο, ανάλογα με τις πεποιθήσεις, τις αξίες και τις αντιλήψεις που επιθυμεί να (ανα)παράξει.

Μάλλον κάτι τέτοιο θα είχαν στο μυαλό τους οι εισηγητές της Κοινωνιολογίας ως μάθημα εξεταζόμενο στη θεωρητική κατεύθυνση. Πράγματα ήδη γνωστά από την εποχή του Αριστοτέλη, ο οποίος βλέπει την άμεση συνάρτηση του περιεχομένου της παιδείας με το εκάστοτε πολίτευμα.

Συνεπώς, οι χαμηλές βάσεις είναι η απόρροια των δύσκολων θεμάτων, τα οποία με τη σειρά τους έριξαν τη μάσκα ενός «χρεοκοπημένου» εκπαιδευτικού συστήματος. Η ίδια η δυσκολία των θεμάτων ξεγύμνωσε όλο σύστημα και έφερε στο φως δυσλειτουργίες και αγκυλώσεις χρόνων, αγκυλώσεις κάθε τύπου, κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτικές.

Εν τέλει, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο τρόπος εξέτασης, που σαφώς παίζει ρόλο, αλλά και μια παθογένεια που απλώνεται από το Λύκειο και προς τα πίσω, έως το νηπιαγωγείο. Στο νηπιαγωγείο βρίσκεται και η ρίζα όλου του προβλήματος. Θα πρέπει κάποια στιγμή η μεταρρύθμιση να αρχίσει από κει και να φτάσει στο Λύκειο.

Η πολιτεία είναι αυτή που θα διαμορφώσει ικανούς μαθητές και φοιτητές, μεριμνώντας για το περιεχόμενο της (εκ)παίδευσής τους, καλλιεργώντας προσδοκίες για μια καλύτερη εκπαίδευση και κοινωνία και όχι στήνοντάς τους στον τοίχο ή θεωρώντας τους ανεπαρκείς να φοιτήσουν σε μια σχολή υψηλών απαιτήσεων.

Ο προβληματισμός δεν είναι διόλου αβάσιμος.  Αυτό  αναμφίβολα  θα πρέπει να επιτευχθεί μόνο μέσω μιας  παρεχόμενης σταθερότητας στον χώρο της εκπαίδευσης και όχι μέσω της αποδόμησης.

Οφείλει, ακόμα, η πολιτεία να γνωρίζει το επίπεδο και τη δυναμική του μαθητικού δυναμικού, ώστε να μην προκαλούνται εκπλήξεις στην κοινή γνώμη από τη χαμηλή βαθμολογία και την εισαγωγή σε σχολές «κύρους», ενώ συνεχίζει να θρέφει μεγάλες προσδοκίες!

Η βάση του 10 αποτελεί ένα μέτρο αλλά δεν είναι πανάκεια. Εξάλλου η εφαρμογή του μέτρου στο παρελθόν δεν απέφερε την οποιαδήποτε άνοδο τόσο στο επίπεδο των μαθητών όσο και στο επίπεδο των σπουδών, γι’ αυτό και καταργήθηκε απι την κα Διαμαντοπούλου.

Αυτά – για όσους ακόμα εθελοτυφλούν – για την ταυτότητα του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος!

 

* Ο Μανόλης Χριστοφάκης είναι φιλόλογος