Μουντή, και χλωμή φθινοπωριάτικη εικόνα, κρυφτούλι και πείσματα
του καιρού, μαζί με μια πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα, που
διαμορφώνει ένα πνιγηρό κλίμα και σκορπά απογοητεύσεις και θυμό.
Δεν έχεις να περιμένεις τίποτα απ’ όσα ονειρεύτηκες, τίποτα απ’ όσα
δικαιούσαι και τίποτα απ’ όσα πίστεψες ότι σου αξίζουν. Δεν κάνεις
όμως και τίποτα. Γίνεσαι εύκολο θύμα με την σιωπή σου, και αρκείσαι
να εμπεδώνεις την διάκριση, εμείς και αυτοί. Η κοινωνία βιώνει ίσως
την χειρότερη πολιτική, κοινωνική και ηθική κατάπτωση, και η ζωή
σέρνεται κυριολεκτικά, αγκομαχώντας μέσα σε μια τελματωμένη και
νοσηρή καθημερινότητα. Διαπιστώσεις εύκολες, αλλά όχι παραγωγικές.
Έτσι περνά ο καιρός, κι άλλος κρατεί ζωντανές τις προσδοκίες του,
άλλος μάχεται μέσα στον στίβο των τυπικών έστω διαμαρτυριών, άλλος
παλεύει σκληρά για την επιβίωση, κι άλλος ξεδιάντροπα αδιαφορεί για
όλα. Υπάρχουν και κάποιοι αιθεροβάμονες, συνήθως απόμαχοι, που
προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό τον κόσμο των αισθημάτων. Την
άλλη διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσα στα όρια της οποίας
πρωταγωνιστεί και ο βασιλιάς των συγκινήσεων, ο έρωντας. Κάποιος
λοιπόν, μέσα σε όλο αυτό το ζοφερό κλίμα, μπορεί κάποια στιγμή να
ταξιδεύει στον χρόνο και να ζωντανεύει μνήμες ανάμικτες με νοσταλγία:
Στο γλυκοχάραμα τσ’ αυγής, φαίνουνται ανάρια-ανάρια,
ενούς σεβντά μου αλλοτινού, τα σκόρπια απομεινάρια.
Έτσι ζωντανεύει μέσα του εικόνες και θύμησες παλιού καιρού, κι όσο να
‘ναι δροσερεύγουν λιγάκι οι ξεραμένες φλέγες του κορμιού και της
ψυχής. Θυμάται στιγμές, θυμάται ανοιξιάτικες νύχτες, και θυμάται
φεγγάρια που είχαν ανθρώπινα πρόσωπα, είχαν φωνή, και κυρίως είχαν
ψυχή. Έτσι, κοιτάζοντας τον ουρανό τρυφερά, μα και με κάποια
μελαγχολία, διακρίνει σίγουρα το πρόσωπο που ιντριγκάρει την σκέψη
και την ψυχή του.
Χαρώσαι ‘γω που εγέμισες άνοιξη την καρδιά μου,
και σκόρπισες τα νέφαλα τση θλίψης κοπελιά μου.
Κάνοντας ένα απολογισμό των περασμένων εκείνων χρόνων,
σκοντάφτει πάνω σε εικόνες που διεγείρουν τη μνήμη, πιάνεται
χεραγκαλιά με κείνες, είτε είναι αληθινές, είτε ψεύτικες, και ζει
φευγαλέα την ευωδιά των στιγμών. Ένα σμήνος συγαρδέλια
φτερουγίζουν ανέμελα τριγύρω του, κι αυτός αφήνει να φτερουγίσει
μαζί τους, ο ένθερμος διαπιστωτικός του λόγος:
Χριστέ μου πώς την αγαπώ, και πόσο τη λατρεύγω,
και γίνηκε η πραγματική θρησκεία που πιστεύγω.
Στοχάζεται αξιολογώντας τα διάφορα τερτίπια της ζωής, κυρίως όμως
εκείνα που συνδέονται με τις καλές στιγμές, εκείνα που σε γεμίζουν
χαρά κι ευτυχία, μα κι εκείνα που κάνεις αντίσταση για την αρνητική
τους εικόνα…
Μέσα στο διάβα τση ζωής το μόνο που κερδίζεις,
είν’ οι στιγμές που πας ατού, στον πόνο και γλεντίζεις.
Ίσως βέβαια να ελέγχεται λίγο η συνείδησή του για την απολυτότητα
που αποπνέουν τα λόγια του, αλλά επιτέλους έχει το δικαίωμα να
νομίζει και να πιστεύει ό,τι θέλει. Άλλωστε, τα λόγια του αυτά δεν
απευθύνονται σε όλους αδιακρίτως τους ανθρώπους, αλλά σε κείνους
που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις…
Ετσά την έχει τη ζωή τ’ αθρώπου ο θιός δοσμένη,
που μόνο ένας μερακλής να την καταλαβαίνει.
Κι όσο στοχάζεται, όσο ανακατώνει παλιές αθιβολές, κι όσο θυμάται τα
ζάλα του στον παλιό καιρό, τόσο και γίνεται πιο απόλυτος. Δεν τον
ενδιαφέρει αν είναι σωστός ή λάθος ο συλλογισμός του. Αυτός επιμένει
στην εμπειρική του σοφία…
Κάθε μεγάλος έρωντας, κάθε μεγάλος πόνος,
σημάδια αφήνει στο κορμί που δεν τα σβήνει ο χρόνος.
Όλες οι αναμνήσεις, όλες οι καλές και οι κακές στιγμές, μνήμες και
βιώματα, συνωθούνται στα σοκάκια του μυαλού, κι άλλοτε μαλώνουν,
άλλοτε αγκαλιάζονται, άλλοτε τραγουδούν κι άλλοτε κλαίνε. Έτσι είναι
τα μυαλά κι οι καρδιές των ανθρώπων. Όταν μάλιστα φιλοξενούν
ακριβές αναμνήσεις, δεν μπορούν παρά να συμφωνήσουν ομόφωνα ότι
μετά τη ρήξη των ωραίων στιγμών, η πίκρα παραμένει διαχρονικά
παρούσα…
Πληγή π’ ανοίγει ο χωρισμός δεν τηνε κλειούν οι χρόνοι,
γιατί πατούν οι θύμησες απάνω και ματώνει…