Πετούσες σαν αετός αγάπη μου.
Η γειτονιά καμάρωνε την ανάλαφρη περπατησιά σου και το αισιόδοξο πλατύ χαμόγελό σου.
Η τύχη όμως σε φθόνησε και δε σε ειδοποίησε έγκαιρα για το ανεύρυσμα που καραδοκούσε να σου κόψει ξαφνικά το νήμα της ζωής σου.
Η εγχείρισή σου, κατά το γιατρό, πέτυχε κι ανάρρωνες κανονικά. Δυο μέρες πριν πετάξεις μακριά μας, ένας χανιώτικος σκοπός στην τηλεόραση, που ιδιαίτερα αγαπούσες, σε ενθουσίασε και μου ζήτησες να τον χορέψουμε, όπως κάναμε συχνά στο παρελθόν. Δάκρυα χαράς κύλησαν από τα μάτια μου και αγκαλιάζοντάς σε σού υποσχέθηκα πολλά πανηγύρια και χορούς το καλοκαίρι στη Σητεία, ξέροντας πόσο λεβέντικα χόρευες.
Η μοίρα όμως μάς έπαιξε το πιο σκληρό παιχνίδι, όταν μόλις δύο μέρες αργότερα, καθώς σου ετοίμαζα τα μαξιλάρια για να ξαπλώσεις, έπεσες μέσα στα χέρια μου με μάτια κλειστά, σαν πουλάκι που πέφτει από την τουφεκιά του άσπλαχνου κυνηγού.
Δεν κατάλαβα πως εκείνη τη στιγμή σαν χαρακιά της αστραπής έφυγε η ψυχούλα σου αγάπη μου. Έτρεξα να ζητήσω βοήθεια. Λιποθύμησα.. Όταν συνήλθα, διέγνωσα στο σβησμένο βλέμμα και στα δακρυσμένα μάγουλα των αγαπημένων φίλων μου τι είχε γράψει για μας η μοίρα….
Την επομένη σε συνάντησα στην εκκλησία. Έβαλα το κεφάλι μου πάνω στα ολόλευκα λουλούδια που σε στόλιζαν. Ήσουν όμορφος, ροδαλός, σαν να κοιμόσουν. Μόνο όταν ακούμπησα το παγωμένο σου μάγουλο κατάλαβα πως δεν ήσουν πια κοντά μου. Άκουγα τη σπασμένη από συγκίνηση φωνή της εκπροσώπου της Ε.Λ.Μ.Ε και τα θρηνητικά λόγια της κόρης μας της Ειρήνης, που σε αποχαιρετούσαν. Δε θυμάμαι τίποτε άλλο αγάπη μου…
Από τότε σε ψάχνω παντού μα δε σε βρίσκω πουθενά. Σε αναζητώ στο παράθυρο της κουζίνας να κοιτάς τις κορφές του Ψηλορείτη προσδοκώντας να γεμίσουν χιόνια, καθώς σου ξυπνούσαν μνήμες παιδικές από την ιδιαίτερη πατρίδα σου, που για να πας στο σχολείο, διέσχιζες επί ώρες τα χιονισμένα βουνά του Ελικώνα.
Σ’ αναζητώ στην είσοδο του σπιτιού μας, όταν πότε γελαστός και πότε λιγάκι θυμωμένος για το συνωστισμό στο Σούπερ Μάρκετ, ακουμπούσες τις τσάντες με τα ψώνια κι έτρεχες ν’ απολαύσεις το καφεδάκι με τους φίλους σου στη γειτονική καφετέρια.
Σ’ αναζητώ παντού μα δε σε βρίσκω πουθενά. Από τότε όμως που σ’ εχασα Κώστα μου, η καρδιά μου ράγισε, το φως από τα μάτια μου έσβησε, το γέλιο μου πάγωσε…
Αλλά δεν μπορεί να σ’ έχασα για πάντα αγάπη μου ! Κάποια μέρα θα σε συναντήσω ξανά στου Άδη τους “μπαξέδες”.
Περίμενέ με. Σ’ αγαπώ!!!
*Μαρία Κοξαράκη -Δήμου συνταξιούχος φιλολόγος καθηγήτρια