«Η φιλοσοφία γεννήθηκε όταν ο άνθρωπος τόλμησε να ρωτήσει όχι ποιος δημιούργησε τον κόσμο, αλλά πώς λειτουργεί». Bertrand Russell (φιλόσοφος).

Η φιλοσοφία δεν είναι μόνο θεωρίες. Είναι η ιστορία του ανθρώπινου τρόπου να καταλαβαίνει τον κόσμο και τον εαυτό του. Από την ελληνική αρχαιότητα έως τις πιο σύγχρονες ιδέες, κάθε εποχή πρόσθεσε μια νέα απάντηση στο ίδιο διαρκές ερώτημα: «τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι;». Στον σύντομο αυτό οδηγό θα γνωρίσουμε τα κύρια φιλοσοφικά ρεύματα – από την αρχαϊκή Ελλάδα μέχρι την αυγή του Μεσαίωνα.

Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, σήμερα την πορεία αυτή της ελληνικής διανόησης μέσα από το βιβλίο «Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας» του Ιταλού ελληνιστή καθηγητή Mario Vegetti, εκδόσεις Π. Τραυλός, Αθήνα, 2000:

Για να υπάρξει μια κοινωνία, χρειάζεται ένας πολιτισμός που θα περιέχει μια συλλογική γνώση και θα δίνει μια πειστική απάντηση σε θεμελιώδη προβλήματα όπως: η γέννηση και ο θάνατος, η συμπεριφορά προς τους θεούς και τους συνανθρώπους, τα γεγονότα της ατομικής και συλλογικής ζωής και, γενικά ποια είναι η θέση που αρμόζει στους ανθρώπους μέσα στο σύνολο του κόσμου και της φύσης.

Αυτή την καθοριστική λειτουργία είχε ο μύθος (ομηρικά έπη, Ησίοδος κ.ά.) για τους Έλληνες της Αρχαϊκής περιόδου (περίπου 800π.Χ. έως 500 π.Χ.). Να σημειωθεί ότι οι Έλληνες δεν είχαν ποτέ κάποιο ιερό βιβλίο όπως η Βίβλος ή το Κοράνι, με «εξ αποκαλύψεως αλήθειες».

Οι ελληνικές πόλεις του 6ου και του 5ου π.Χ. αιώνα ήταν πλέον περισσότερο ανεπτυγμένες και σύνθετες από παλαιότερα και οι πολιτιστικές τους ανάγκες άρχισαν να μη βρίσκουν ικανοποιητικές απαντήσεις στον μύθο.

Από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά, συντελέστηκαν σημαντικές μεταβολές εξαιρετικής σημασίας για την ιστορία του πνεύματος και του ανθρώπου γενικότερα. Η σημαντικότερη από αυτές ήταν η γέννηση της φιλοσοφικής και αργότερα της επιστημονικής σκέψης.

Η ελληνική κοινωνία της εποχής ήταν ιδανική και μοναδική για να αναπτυχθεί η φιλοσοφική σκέψη. Δεν υπήρχε καμία εξουσία κρατική ή εκκλησιαστική που να έχει τη δύναμη να αποφασίζει δογματικά για το ποια είναι η θεμιτή μορφή γνώσης και αξιών (αναπόφευκτα συγκρίνουμε με την οπισθοδρόμηση και την κατάπτωση στα χρόνια της Ιεράς Εξέτασης 1.700 χρόνια αργότερα, η οποία έδρασε για 600 ολόκληρα χρόνια!).

Δηλαδή η ελληνική κοινωνία του 5ου αιώνα π.Χ. άφηνε μεγάλα περιθώρια για σύγκριση και σύγκρουση ανάμεσα στις ποικίλες μορφές αντιμαχόμενων τρόπων σκέψης. Ο φιλοσοφικός λόγος γεννιέται ως δημόσιος λόγος που επιζητεί συναίνεση· προϋποθέτει εξ ορισμού τη δυνατότητα συγκρότησης αντιλόγου με σκοπό την αναίρεσή του, αλλά και το δικαίωμα της ανταπάντησης.

Αυτή η μορφή στοχασμού δεν παρουσιάστηκε ως «σοφία», δηλαδή ως πλήρης κατοχή γνώσης, αλλά ακριβώς ως «φιλο-σοφία», δηλαδή ως αγάπη για τη γνώση, ως κίνηση προς αυτήν.

Η φιλοσοφία κινήθηκε βασικά σε δύο τομείς: από τη μία ως έρευνα των γνώσεων που κατέχουν ή πιστεύουν ότι κατέχουν οι άνθρωποι και από την άλλη ως έρευνα επί των αξιών που καθοδηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Ο προσωκρατικός Παρμενίδης (515 π.Χ. – 470 π.Χ.) έθεσε πρώτος το ερώτημα «Τι εστί Είναι»; Σήμερα θα λέγαμε: Τι είναι εκείνο που παρέχει τη δυνατότητα να είναι κάτι «ον»; Πρόκειται, κατά τον M. Heidegger, για το ερώτημα που κρύβει το πνευματικό πεπρωμένο της Δύσης. Κατά δε τον G.W.F. Heggel, «Με τον Παρμενίδη άρχισε η πραγματική φιλοσοφία». Σύμφωνα με τον Παρμενίδη, μοναδική πηγή αλήθειας είναι η καθαρή μορφή της ορθολογικής σκέψης (ο λόγος ή νους).

Αντίθετα οι Σοφιστές τον 5ο αιώνα π.Χ. υποστήριξαν ότι η πρώτη και πλέον ασφαλής πηγή πληροφοριών για τον κόσμο, είναι η αισθητηριακή αντίληψη, δηλαδή οι αισθήσεις. Για τους Σοφιστές το κριτήριο αληθείας ενός λόγου είναι η δημόσια συναίνεση που μπορεί να εξασφαλίσει, δηλαδή κατά πόσον μπορεί να πείσει ένα κοινό. Έτσι αναπτύχθηκε η ρητορική, ως τέχνη του «δημοσίως πείθειν».

Ο Πλάτων (427 π.Χ.-347π.Χ.) ασκεί κριτική στους Σοφιστές διότι η συναίνεση που ζητούν, όπως και η αισθητηριακή εμπειρία, είναι υποκειμενική και ευμετάβλητη. Ο Πλάτων θεμελιώνει μια διχοτόμηση του κόσμου ανάμεσα στον ιδεατό κόσμο των ιδεών, για τον οποίο μπορούμε να εκφραστούμε αληθώς χρησιμοποιώντας τη λογική, και σε ένα άλλο κόσμο, των σωμάτων, της ύλης και των αισθήσεων, ο οποίος είναι απατηλός και συνεπώς δεν μπορεί να περιγραφεί με αληθείς προτάσεις.

Ο Αριστοτέλης (384 π.Χ.-322 π.Χ.) οικοδομεί μια «επιστημονική φιλοσοφία» που γεφυρώνει τα παραπάνω. Κατ’ αυτόν υπάρχουν δύο επίπεδα αλήθειας: το ένα είναι η λογική μορφή που αποτελεί την απόδειξη και το δεύτερο είναι η «πραγματική» ή «εμπειρική» αλήθεια, όπως αυτή προκύπτει μόνο με την παρατήρηση μέσω των αισθήσεων. Επιστήμη είναι η εφαρμογή του πρώτου επιπέδου αληθείας πάνω στο δεύτερο.

Η Ελληνιστική φιλοσοφία (3ος π.Χ. αιώνας και εξής) κινήθηκε σε γενικές γραμμές μέσα στο Αριστοτελικό πλαίσιο. Απέδιδε όμως μεγαλύτερη σημασία στην ενάργεια (προφάνεια), τόσο στη λογική προφάνεια, όσο και στην προφάνεια των αισθήσεων, στην οποία επιμένουν ιδιαίτερα οι Επικούρειοι και οι Στωικοί. Υπήρξε ακόμα μια πολύ ουσιώδης στροφή: Η Κλασική φιλοσοφία ασχολείται με τον πολίτη μέσα στην πόλη (Τι είναι η δικαιοσύνη;

Ποιο είναι το καλύτερο πολίτευμα; Πώς διαμορφώνεται ο ενάρετος πολίτης; Ποια είναι η θέση του ανθρώπου μέσα στην κοινότητα;). Η Ελληνιστική φιλοσοφία ασχολείται με το άτομο μέσα στον κόσμο (Πώς να είμαι καλά ως άτομο; Πώς να πετύχω την ψυχική γαλήνη (αταραξία); Πώς θα κατακτήσω την εσωτερική ελευθερία; Ποιες είναι οι καλύτερες καθημερινές πρακτικές αυτοκυβέρνησης;).

Στη λογική του Αριστοτέλη, των Επικούρειων και των Στωικών, αντέδρασε το ρεύμα των Σκεπτικών. Οι Σκεπτικοί δεν δέχονταν ότι τα αισθητηριακά δεδομένα και ο λόγος, η λογική, ο στοχασμός, είναι σε θέση να διατυπώσουν θεωρίες ικανές να περιγράψουν την εξωτερική πραγματικότητα.

Συνεπώς πρέπει να απαρνηθούμε κάθε γενική θεωρία και να εγκαταλείψουμε κάθε σχέδιο για την κατανόηση της αληθινής φύσης του κόσμου.

Για να δοθεί μια απάντηση στην πρόκληση των Σκεπτικών, επιχειρήθηκε κατά τον 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα μια προσέγγιση πλατωνισμού και αριστοτελισμού. Η απάντηση που δόθηκε πήρε το όνομα «νεοπλατωνισμός».

Ήταν μια επιστροφή στον Πλάτωνα με την έννοια ότι υποστήριζε ότι αυτό που μπορούσε να γνωρίζει ο άνθρωπος ήταν ο κόσμος των ιδεών, ο οποίος διέφερε ουσιωδώς από τον αισθητό κόσμο. Εμφανίστηκε όμως και μια σημαντική διαφορά σε σχέση με τον Πλάτωνα: ο κόσμος των ιδεών παρουσιαζόταν τώρα ως άμεση απορροή ή προβολή του θείου, το οποίο νοείτο ως ενιαία και μοναδική πραγματικότητα.

Έτσι, καθ’ υπέρβαση όλης της ιστορίας της ελληνικής φιλοσοφίας και σε αντίθεση με τις μεγάλες κατακτήσεις της ελληνικής επιστήμης, συνέβη μια επιστροφή στον παλαιό κόσμο του μύθου.

Στο σημείο αυτό έκλεισε η ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας και άνοιξε η ιστορία της μεσαιωνικής. Τώρα, η αληθινή σοφία έγκειται στο να στοχάζεται κανείς για τη θεϊκή Αρχή και να επιδιώκει την έκσταση που μας οδηγεί σε αυτήν και που μας καθιστά, στο μέτρο του δυνατού βέβαια, όμοιους με τον Θεό.

Στον κόσμο δεν υπάρχει παρά δυστυχία και ανοησία· συνεπώς, η δικαιοσύνη και η αρετή δεν συνίστανται πλέον στο να έχουμε μια αρμονική σχέση με τους συνανθρώπους μας, αλλά στη φυγή από τον κόσμο, προκειμένου η ψυχή μας να αρχίσει την άνοδο ήδη από αυτή τη ζωή -πριν από το ταξίδι που θα κάνει μετά το θάνατο- προς τη σφαίρα του θείου. Σε αυτή τη φυγή, σ’ αυτό το ταξίδι έγκειται, σύμφωνα με το νεοπλατωνισμό, η ύψιστη ευτυχία του ανθρώπου.

Κοιτώντας από μακριά αυτό το ταξίδι – από τον μύθο στον λόγο και από εκεί στη θεοκεντρική πίστη του Μεσαίωνα – βλέπουμε πως η σκέψη δεν προχωρά γραμμικά. Προχωρά με άλματα, αντιφάσεις, επιστροφές. Κι όμως, κάθε στάδιο αφήνει ένα ίχνος. Χωρίς τους μύθους, δεν θα υπήρχαν τα ερωτήματα. Χωρίς τον λόγο, δεν θα υπήρχε η επιστήμη. Χωρίς τη μεσαιωνική αναζήτηση του θείου, δεν θα είχε ωριμάσει η ανάγκη για χειραφέτηση που θα ακολουθούσε αργότερα.

Η ιστορία της φιλοσοφίας είναι η ιστορία του ανθρώπου που παλεύει να καταλάβει τον κόσμο και τον εαυτό του. Και είναι μια ιστορία που -ευτυχώς- συνεχίζεται.

Ο Μανώλης Κουφάκης είναι δρ. μηχανικός, π. διευθυντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.