Τα μεσάνυχτα της 26ης Σεπτεμβρίου του 1669 άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ιστορία του Ηρακλείου και της Μεσογείου. Σε μια πράξη συμβολική και βαθιά οδυνηρή, οι Ενετοί κατέβασαν τον πελώριο Σταυρό που είχαν υψώσει το 1648 στον πιο ψηλό προμαχώνα του φρουρίου, τον Μαρτινέγκο.
Αυτός ο Σταυρός, που για είκοσι ένα ολόκληρα χρόνια στεκόταν ως σύμβολο αντίστασης, έσβηνε πλέον στα σκοτάδια της νύχτας, προμηνύοντας το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, αυτής της βενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη. Η μοίρα του Χάνδακα είχε κριθεί πολύ νωρίτερα, όταν τον Ιανουάριο του 1668, ο Ανδρέας Μπαρότσης, ένας προδότης που η δημώδης μούσα καταδίκασε ως «σκύλο προδότη», είχε καθοδηγήσει την τουρκική πολιορκητική τακτική.
Ο Μπαρότσης συμβούλεψε τον Κιοπρουλή Αχμέτ Πασά να μετακινήσει το κέντρο της επίθεσης από τους ισχυρότερους προμαχώνες του Παντοκράτορα, της Βηθλεέμ και του Μαρτινέγκο προς τα πιο ευάλωτα σημεία: τους προμαχώνες του Αγίου Ανδρέα και της Σαμπιονάρας.
Αυτή η προδοτική αλλαγή στρατηγικής αποτέλεσε τον καταλυτικό παράγοντα για την πτώση της λαβωμένης πόλης. Ο Κιοπρουλής, με τις πληροφορίες του προδότη, κατάλαβε ότι τα δύο αυτά άκρα της οχύρωσης προσέφεραν μοναδικά πλεονεκτήματα: το βραχώδες έδαφος του Αγίου Ανδρέα δεν επέτρεπε την κατασκευή αντι-υπονόμων από τους Ενετούς, ενώ το αμμώδες της Σαμπιονάρας έκανε αδύνατη την διάνοιξη βαθιών υπογείων σηράγγων λόγω της άμεσης παρουσίας του θαλάσσιου νερού.
Ένας χειρόγραφος χάρτης της εποχής, που χρονολογείται τον Ιούλιο του 1669, απεικονίζει τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα ήδη κατεστραμμένο, επιβεβαιώνοντας οπτικά την καταλυτική αυτή αλλαγή στρατηγικής που είχε επιφέρει τα πρώτα της αποτελέσματα -αρκετά πριν από την τελική παράδοση της πόλης.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1669, η κατάσταση των πολιορκημένων είχε γίνει απελπιστική. Τα τείχη είχαν υποστεί τεράστιες ζημιές από τον αδιάκοπο βομβαρδισμό, οι προμήθειες εξαντλούνταν και το ηθικό των αμυνομένων είχε βαραθρωθεί.
Παρά τις σημαντικές ενισχύσεις που έφτασαν από διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, οι στρατηγοί απέτυχαν να συμφωνήσουν σε ένα κοινό σχέδιο δράσης, οδηγώντας σε τρομερές απώλειες και απογοήτευση.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, έφτασαν στον Χάνδακα σημαντικές ενισχύσεις από διάφορα ευρωπαϊκά κράτη: 600 άνδρες από τη Γαλλία το 1668, 2.000 από τη Γερμανία, 2.500 με τον κόμη De Valdek, 4.000 από τον Δούκα του Αννοβέρου και 6.000 ακόμη από τη Γαλλία το 1669.
Επιπλέον, τον Ιούνιο του 1669 έφτασαν 1.300 άνδρες και 60 πυροβολητές από τη Βαυαρία και το Στρασβούργο. Ωστόσο, η αποχώρηση των γαλλικών δυνάμεων τον Αύγουστο υπό τον δούκα Navaille είχε αφήσει τον Φραντσέσκο Μοροζίνι με ολιγάριθμους υπερασπιστές, και η ελπίδα που έφεραν οι ενισχύσεις σύντομα αντικαταστάθηκε από την απογοήτευση.
Σε αυτό το δραματικό σκηνικό, στις 6 Σεπτεμβρίου 1669, υπογράφτηκε η συνθήκη παράδοσης ανάμεσα στον Κιοπρουλή Αχμέτ Πασά και τον Φραντσέσκο Μοροζίνι. Οι όροι της συμφωνίας ήταν σχετικά ευνοϊκοί για τους ηττημένους: όσοι επιθυμούσαν μπορούσαν να φύγουν με την κινητή τους περιουσία, ενώ δόθηκε προθεσμία δώδεκα ημερών για την εκκένωση της πόλης.
Κατά τη διάρκεια αυτών των κρίσιμων ημερών, το Μεγάλο Κάστρο ήταν ένας τόπος σιωπής και θλίψης. Οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες κατοίκους -που δεν ξεπερνούσαν τις λίγες χιλιάδες από έναν πληθυσμό που κάποτε έφτανε τις δεκάδες χιλιάδες- ετοιμάζονταν για τον τελικό αποχωρισμό από την πατρίδα τους.
Οι ελάχιστοι που επέλεξαν να παραμείνουν περιλάμβαναν κυρίως ορθόδοξους Κρητικούς που ήλπιζαν σε καλύτερη μεταχείριση, λίγους Εβραίους, καθώς και κάποιους που δεν είχαν άλλη επιλογή λόγω ηλικίας ή οικονομικής αδυναμίας.
Η Πύλη του Δερματά: Ένα σύμβολο αντιφάσεων
Στο μέσο περίπου του παραθαλάσσιου τμήματος των Ενετικών Τειχών, ανάμεσα στους προμαχώνες της Σαμπιονάρας και του Αγίου Ανδρέα, βρισκόταν η Πύλη του Δερματά. Κατασκευασμένη μεταξύ 1590 και 1595, η πύλη είχε χτιστεί με χαμηλό κόστος -μόλις 100 ενετικά χρυσά νομίσματα- και με πέτρες από κατεδαφισμένα σπίτια και αγγαρεία ντόπιων αγροτών.
Το όνομά της προήλθε από τα κοντινά δερματάδικα (ταμπακαριά), ενώ ήταν επίσης γνωστή ως «Τζουντέκα» ή «Τζουντάικα» λόγω της εγγύτητάς της στην εβραϊκή συνοικία. Παρά την οικονομική της κατασκευή, είχε σχεδιαστεί με μνημειακό χαρακτήρα από την πλευρά της πόλης.
Η ιστορική σημασία της Πύλης του Δερματά δεν περιορίζεται μόνο στον ρόλο της ως τελευταίου εξόδου των πολιορκημένων. Νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 1668, από την ίδια πύλη είχαν αποβιβαστεί οι γαλλικές ενισχύσεις, μια προσπάθεια που κατέληξε σε τραγωδία, όταν ο τουρκικός βομβαρδισμός προκάλεσε το πνιγμό πολλών Γάλλων στρατιωτών.
Έτσι, η πύλη συμβολίζει τόσο την ελπίδα των ενισχύσεων που έρχονταν για να σώσουν την πόλη, όσο και την απελπισία της τελικής εγκατάλειψης.
Στις πρωινές ώρες της 27ης Σεπτεμβρίου, από αυτή την πύλη διέσχισαν οι τελευταίοι υπερασπιστές και κάτοικοι που εγκατέλειπαν τον Χάνδακα.
Ο ίδιος ο Μοροζίνι και το επιτελείο του, συνοδευόμενοι από τις οικογένειές τους και όσους από τους κατοίκους επέλεξαν την εξορία, διέσχισαν αυτό το στενό πέρασμα κατευθυνόμενοι προς το λιμάνι, όπου τους περίμεναν τα ενετικά πλοία. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 4 Οκτωβρίου 1669, ο Κιοπρουλής Αχμέτ Πασάς έκανε την επίσημη είσοδό του στην πόλη.
Παρά τις φήμες και τους φόβους, τήρησε απόλυτα τους όρους της συνθήκης παράδοσης, τιμωρώντας όσους γενίτσαρους επιχείρησαν να παραβούν τις εντολές του. Οι Τούρκοι βρήκαν στον Χάνδακα μια σχεδόν έρημη και ερειπωμένη πόλη. Όπως μας πληροφορεί στη μοναδικής ιστορικής αξίας αναφορά του ο Μοροζίνι, βρήκαν μόλις «δυο Έλληνες, τρεις Εβραίους κι άλλους 8 φτωχούς ξένους».
Ο Εβλιά Τσελεμπή περιγράφει πως, κατά την τελετή παράδοσης, παραδόθηκαν στον Κιοπρουλή 83 κλειδιά δημοσίων κτηρίων μέσα σε ένα ασημένιο πιάτο.
Από την ερείπωση στην πρόταση ανάδειξης
Σήμερα, η Πύλη του Δερματά βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Το μεγαλύτερο μέρος της καταστράφηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο για τη διάνοιξη της οδού Σκορδιλών και του παραθαλάσσιου δρόμου του Ηρακλείου.
Η επιβλητική της πρόσοψη, καθώς και ολόκληρο το νότιο τμήμα της, κατεδαφίστηκαν χωρίς να ληφθεί υπόψη η ιστορική της αξία. Αυτό που σώζεται σήμερα είναι ένα τμήμα της, ορατό κάτω από τον σημερινό δρόμο και την παραλία Δερματά, το οποίο όμως διατηρεί ακόμη τη μνημειώδη αρχιτεκτονική της με τις τρεις πέτρινες καμάρες που οδηγούν σε έναν σκοτεινό διάδρομο μέσα στα αρχαία τείχη. Πρόκειται για έναν βουβό μάρτυρα της ιστορίας, που έχει συρρικνωθεί και εγκαταλειφθεί.
Η πρόταση για την ανάδειξη της Πύλης του Δερματά υπερβαίνει κατά πολύ μια απλή τουριστική ή αρχαιολογική παρέμβαση. Η κεντρική της ιδέα είναι η μετατροπή του μνημείου σε χώρο «ειρήνης και συμφιλίωσης».
Αυτή η προσέγγιση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς αναγνωρίζει την πολυπλοκότητα της ιστορίας της πόλης, η οποία διαμορφώθηκε από μια πολυπολιτισμική συνύπαρξη υπό τη βενετική κυριαρχία και στη συνέχεια υπό την οθωμανική. Η ανάδειξή της δεν θα πρέπει να περιοριστεί στην απλή συντήρηση, αλλά να αποτελέσει μια ολοκληρωμένη πολιτιστική παρέμβαση.
Η πρόταση περιλαμβάνει την υλική και πνευματική αναβίωση του χώρου. Η υλική ανάδειξη ξεκινά με τη συστηματική αρχαιολογική έρευνα της περιοχής για την αποκάλυψη και καταγραφή του συνόλου των διασωζόμενων τμημάτων της πύλης.
Η αποκατάσταση θα πρέπει να γίνει με σεβασμό στην ιστορική αυθεντικότητα, χρησιμοποιώντας παραδοσιακές τεχνικές και υλικά. Η δημιουργία ενός «πάρκου μνήμης» γύρω από την πύλη, με διαδρομές περιήγησης που θα συνδέουν την περιοχή με άλλα τμήματα των ενετικών τειχών, θα αφηγούνται την ιστορία της πολιορκίας.
Η πιο φιλόδοξη πτυχή της πρότασης είναι η «πνευματική αναβίωση» του χώρου μέσω της διοργάνωσης ενός ετήσιου διεθνούς ποιητικού διαγωνισμού, με τίτλο «Πύλες Μνήμης».
Ο διαγωνισμός αυτός, με θέμα την ειρήνη, τη συμφιλίωση και την ιστορική μνήμη, θα μπορούσε να περιλαμβάνει κατηγορίες για νέους και ώριμους ποιητές, καθώς και μια ειδική κατηγορία για ποιήματα στις γλώσσες των λαών που συνδέονται ιστορικά με την πόλη, όπως τα ελληνικά, τα βενετικά/ιταλικά, αραβικά και τα τουρκικά.
Το μάθημα της Ιστορίας: Μια κληρονομιά για το μέλλον
Η κληρονομιά των τελευταίων ωρών ελευθερίας του Μεγάλου Κάστρου είναι ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια στην ιστορία της Μεσογείου.
Η πτώση του Χάνδακα δεν σήμαινε απλώς την αλλαγή κυρίαρχου, αλλά το τέλος μιας ολόκληρης εποχής -της βενετικής Αναγέννησης στην Κρήτη, που οδήγησε στην άνθηση της ντόπιας πολιτιστικής και καλλιτεχνικής παραγωγής, με προσωπικότητες όπως τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο και συγγραφείς όπως τον Βιτσέντζο Κορνάρο.
Η προδοσία του Ανδρέα Μπαρότση αποτελεί ένα τραγικό παράδειγμα του πώς οι προσωπικές φιλοδοξίες μπορούν να αλλάξουν τη ροή της ιστορίας. Η ιστορία απέδωσε δικαιοσύνη: ο Μπαρότσης βρήκε βίαιο θάνατο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η μνήμη των υπερασπιστών του Χάνδακα παραμένει ζωντανή.
Η Πύλη του Δερματά, παρά την κακή σημερινή της κατάσταση, στέκεται ως βουβός μάρτυρας αυτών των γεγονότων. Από εκεί πέρασαν οι τελευταίοι ελεύθεροι άνθρωποι μιας πόλης που είχε αντισταθεί για 21 χρόνια στη μεγαλύτερη σε διάρκεια πολιορκία της ιστορίας.
Η ανάδειξή της δεν είναι απλώς ζήτημα τουριστικής ανάπτυξης ή πολιτιστικής κληρονομιάς -είναι ηθικό χρέος απέναντι στη μνήμη όσων έζησαν εκείνες τις τραγικές ώρες. Σήμερα, σε μια εποχή που ο κόσμος αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις και συγκρούσεις, το μάθημα από τις τελευταίες ώρες του Μεγάλου Κάστρου παραμένει διαχρονικά επίκαιρο: η ιστορία μπορεί να διδάξει, αρκεί να την προσεγγίσουμε με σοφία και σεβασμό προς όλους όσοι υπέφεραν.
Η Πύλη του Δερματά μπορεί να γίνει σύμβολο όχι μόνο της μνήμης, αλλά και της ελπίδας για έναν κόσμο όπου οι διαφορές επιλύονται με διάλογο και όχι με πόλεμο. Η πραγματική ανδρεία σήμερα έγκειται στο να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη των προγόνων μας, ενώ χτίζουμε ένα μέλλον βασισμένο στην αλληλοκατανόηση και την ειρήνη.
Ο Χαράλαμπος Γ. Κουτρούλης είναι δ/ντής Τεχνικής Υπηρεσίας ΕΛ.ΜΕ.ΠΑ., πρ. πρόεδρος Αντιπροσωπείας ΤΕΕ-Τμ.Αν. Κρήτης, πρ. πρόεδρος Συλλόγου Μηχ/γων Ηλ/γων Αν. Κρήτης, πρ. μέλος ΔΣ ΔΕΠΑΝΑΛ