Οι περισσότεροι έχουμε την εντύπωση ότι η παρακμή ενός κράτους ξεκινά από την κορυφή και δη από τους εκάστοτε κυβερνώντες. Και ενώ εδώ εμπεριέχονται κάποια στοιχεία που καταδεικνύουν κάτι τέτοιο, αυτό δεν μπορεί να απαλλάσσει και την εκλογική βάση από την τεράστια συνευθύνη.
Ενίοτε, η ιδιοτέλεια αντικαθιστά την υπευθυνότητα και ο ατομικισμός πνίγει το συλλογικό ήθος και αυτό οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στην πολιτική του αριβισμού, που παγιώνεται σε συμπεριφορές πολιτών, πολιτικών και θεσμών. Όλο αυτό, δεν μαρτυρά μόνο κάποιες σοβαρές ενδείξεις κακοδιαχείρισης των κυβερνόντων, για να απαλλάξει έτσι τον κάθε πολίτη από τις ευθύνες του.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα συλλογικό σύμπτωμα παραίτησης και παράδοσης στην ιδιοτέλεια: παραίτησης από τη σκέψη, τη λογική και την απαίτηση για τη συμμετοχή στο προφανές, υπέρ του δίκιου και της ορθότητας.
Όταν ο πολίτης παύει να σκέφτεται το «εμείς» και καταφεύγει στο «εγώ», τότε ο πολιτικός καθρεφτίζει αυτή τη στροφή. Νιώθει ασφαλής στην αλαζονεία του, αποκομμένος από τη λογοδοσία, ντυμένος με τη νομιμότητα που ο ίδιος θεσπίζει για να προστατεύσει τον εαυτό του. Έτσι, γεννιέται ο πολιτικός τυχοδιώκτης: αυτός που κατασκευάζει το θεσμικό πλαίσιο της ατιμωρησίας, όχι μόνο για να καλύψει τα ιδιοτελή σφάλματά του, αλλά για να προετοιμάσει και το έδαφος για νέα.
Στην καρδιά αυτής της θεσμικής εκτροπής βρίσκονται οι λεγόμενοι «φωτογραφικοί νόμοι» -νομοθετήματα που ράβονται στα μέτρα συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων ή ομάδων. Με νομικές τεχνικές και παραθυράκια, αποδυναμώνουν το ποινικό φορτίο, ακόμα και για εγκληματικές ενέργειες, είτε πρόκειται για διασπάθιση δημόσιου χρήματος, είτε για πριμοδοτήσεις ημετέρων και για εξαγορά συνειδήσεων.
Πρόκειται για θεσμικά τερατουργήματα που νομιμοποιούν τη διαφθορά και απλώς την καλύπτουν. Κι όταν ο νόμος παύει να είναι μέσο δικαιοσύνης και γίνεται εργαλείο ασυδοσίας, τότε ο πολίτης δεν προστατεύεται, αλλά χειραγωγείται.
Η Δικαιοσύνη, κουρασμένη και συχνά συμμέτοχη, χάνει τη δυνατότητα να αποδώσει, ειδικά αν είναι επιλεκτικά διορισμένη και τυφλά υπάκουη στην εκάστοτε Κυβέρνηση. Τότε, οι υποθέσεις χρονίζουν, παραγράφονται και κουκουλώνονται.
Έτσι, στήνεται το μεγαλύτερο σκάνδαλο και η ατιμωρησία γίνεται κανονικότητα, ενώ οι κλέφτες γίνονται τιμητές. Οι ψήφοι αγοράζονται με επιδόματα, διορισμούς από το παράθυρο, ευνοϊκές ρυθμίσεις, υποσχέσεις ή φόβο. Και η κοινωνία, παραζαλισμένη, φτωχοποιημένη και διχασμένη, μετατρέπεται σε κομπάρσο μιας παρακμιακής δημοκρατίας, που έχει χάσει το νόημά της.
Η ελπίδα, όμως, δεν χάνεται. Αναγεννιέται όταν ο πολίτης θυμάται πως ο νόμος δεν είναι φύλλο συκής της εξουσίας, αλλά το μέσο της συλλογικής του αξιοπρέπειας. Όταν απαιτεί, όταν συμμετέχει, όταν τιμωρεί με τη μνήμη και την ψήφο του.
Γιατί δημοκρατία χωρίς ηθική νομιμοποίηση είναι κέλυφος, που περικλείει παρατυπίες και εκτροπές. Αν, λοιπόν, θέλουμε να ζήσουμε όχι απλώς ως επιβιώσαντες, αλλά ως ελεύθεροι άνθρωποι με αξιοπρέπεια, οφείλουμε να απαιτήσουμε την κατάργηση κάθε φωτογραφικού νόμου και την αποκατάσταση του δικαίου για όλους ανεξαιρέτως.
Ο Γιώργος Σπανάκης είναι συγγραφέας1