Του Μανώλη Ροδιτάκη*

Με μεγάλη χαρά και ανυπομονησία τα αγόρια του χωριού μου περιμέναμε κάθε χρόνο, εκείνους τους δύσκολους καιρούς της δεκαετίας 1940-1950, τις χριστουγεννιάτικες εορτές. Όχι τόσο γιατί το καθένα μας θα αγκίνιαζε (εγκαινίαζε) κάτι το καινούργιο, όπως λ.χ. παντελόνι, παλτό, παπούτσια κ.λπ., ούτε γιατί το σπίτι θα γέμιζε (;) για δεύτερη φορά (την πρώτη φορά το Πάσχα) με χριστόψωμα, κουραμπιέδες και μελομακάρονα ή με ξερούς καρπούς (κάστανα, καρύδια, αμύγδαλα) ή με φρούτα (πορτοκάλια, μανταρίνια κ.λπ.), ούτε γιατί θα σφάζαμε τον χοίρο ή το αμνοερίφιο και θα χορταίναμε κρέας, αλλά κυρίως γιατί θα λέμαγε τα κάλαντα και θα κάναμε και το ποδαρικό την Πρωτοχρονιά, ώστε να αποκτήσουμε ένα δικό μας χαρτζιλίκι για να αγοράσουμε από τα μπακάλικα του χωριού που λειτουργούσουν συγχρόνως και ως καφενεία ό,τι θέλαμε και κυρίως ένα οποιοδήποτε παιχνίδι, όπως σβούρα, σφυρίχτρα, κουβάρια δυνατού σπάγκου για τους χαρταετούς του καλοκαιριού και άλλα παράξενα και πρωτόγνωρα παιχνίδια που κάνανε την εμφάνισή τους εκείνες τις μέρες.

Εκείνη τη χρονιά πήγαινα στην Πέμπτη δημοτικού και θα ‘λεγα τα κάλαντα παρέα με δύο πρωτοξαδέρφες μου της ίδιας ηλικίας. Είκοσι περίπου μέρες πριν τα Χριστούγεννα, κυκλοφόρησε η είδηση ότι τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα είχαν αλλάξει και πως τα παιδιά τη φετινή Πρωτοχρονιά θα λέγανε αυτά τα καινούργια. Πανικοβληθήκαμε! Έτρεξα στο γυμνασιόπαιδο της γειτονιάς μου. Ήταν μαθητής της δεύτερης τάξης. Τον ρώτησα αν ήξερε αυτά τα καινούργια κάλαντα και αυτός που τα ήξερε ήδη μου τα έγραψε πρόθυμα σε μια κόλλα τετραδίου, λέγοντάς μου πως η μουσική τους ήταν ίδια ακριβώς μ’ εκείνη των παλιών. “Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά”. Γεμάτος χαρά ενημέρωσα τα ξαδέρφια μου κι αρχίσαμε αμέσως τις εντατικές πρόβες.

Πραγματικά εκείνη την Πρωτοχρονιά αλλά και για αρκετά χρόνια, μετά στο χωριό μου δεν ξανακούστηκαν τα παλιά πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Αυτά έλεγα κι εγώ μέχρι και τη δεύτερη τάξη του γυμνασίου, γιατί μετά… ήμουν μεγάλος και δεν επιτρεπόταν στα μεγάλα παιδιά να λένε κάλαντα.

Τα κάλαντα αυτά, τα καινούργια, ξεχάστηκαν πια και στο χωριό μου. Από πού είχαν έρθει ή ποιος ήταν ο δημιουργός τους δεν γνωρίζω. Ούτε ξέρω αν σήμερα λέγονται κάπου. Γι’ αυτό και για λόγους λαογραφικούς τα παραθέτω πιο κάτω, ευχόμενος στους αναγνώστες χρόνια πολλά! Αν έχω ξεχάσει καμιά στροφή, ζητώ συγγνώμη.

Και νέο έτος αριθμεί,

η του Χριστού περιτομή

και η μνήμη του Αγίου

Ιεράρχου Βασιλείου.

 

Του χρόνου μας καλή αρχή

και ο Χριστός μας προσκαλεί

την κακία ν’ αρνηθούμε

μ’ αρετές να στολιστούμε.

 

Να ζούμε βίο τέλειο,

κατά το Ευαγγέλιο,

με αγάπη, με ειρήνη

και με τη δικαιοσύνη.

 

Χρόνια πολλά και ευτυχή,

με καθαρή κι αγνή ψυχή,

με χαρά και με υγεία,

με τη θεία ευλογία.

Καλή χρονιά και του χρόνου!

 

* Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών