Το νερό είναι ένας φυσικός πόρος άρρηκτα συνδεδεμένος με την παρουσία του ανθρώπου στη γης. Είναι το πλέον αναντικατάστατο στοιχείο για την ανθρώπινη ζωή. Αντιπροσωπεύει περίπου το 60-70% του ανθρώπινου σώματος και συμμετέχει σε όλες τις βασικές φυσιολογικές λειτουργίες.

Εκτός από τις φυσιολογικές ανάγκες, το νερό είναι απαραίτητο για την ύδρευση, την παραγωγή τροφίμων, τις βιομηχανικές διαδικασίες, την παραγωγή και την χρήση ενέργειας και την αναψυχή (Αγγελάκης, 2024).

Το νερό δεν είναι ανανεώσιμος, αλλά ανακυκλώσιμος πόρος, που σημαίνει ότι στο κλειστό σύστημα πλανήτης Γη-Ατμόσφαιρα, η ποσότητα νερού και άρα και τα αποθέματά του παραμένουν τα ίδια, αενάως. Συνεπώς, από τη στιγμή που αυτά τα αποθέματα δεν μπορούν να αυξηθούν, ο άνθρωπος οφείλει να επινοεί συνεχώς τρόπους, μεθόδους και πρακτικές, ώστε να προστατεύει τα υπάρχοντα αποθέματα και να τα διαχειρίζεται ορθά.

Το νερό έχει μια μακραίωνη και πολύ σημαντική ιστορία. Ο Αριστοτέλης (384-328 π.Χ.), φιλόσοφος και δάσκαλος, ίδρυσε το 335 π.Χ. το Λύκειο ή την Περιπατητική Σχολή στην Αθήνα. Περίπου 250 χρόνια μετά τον Θαλή τον Μιλήσιο (ca 640/24-546 π.Χ.), ο Αριστοτέλης τον θεώρησε ότι είναι ο πρώτος φιλόσοφος, που διατύπωσε τις εξής τρεις βασικές προτάσεις για το νερό:

(α) τα πάντα γεννιούνται από το νερό, (β) το νερό είναι αρχή των πάντων, και (γ) η γη επιπλέει πάνω στο νερό. Επίσης, ο Αριστοτέλης αναγνώρισε την αρχή της διατήρησης της μάζας στον υδρολογικό κύκλο και ότι το νερό ανακυκλώνεται: «… Κατά συνέπεια, η θάλασσα δεν θα στεγνώσει ποτέ· αφού το νερό που ανέβηκε προς τα πάνω πρωτύτερα, θα γυρίσει σ’ αυτήν· κι αν αυτό συνέβη κάποτε, θα πρέπει να δεχτούμε την επαναληπτική εμφάνισή του» (ibid, II. 3, 356b 26).

«Ακόμα κι αν δεν επιστρέφει πίσω η ίδια ποσότητα κάθε χρόνο ή σε μια δεδομένη περιοχή, ωστόσο σε μια ορισμένη χρονική περίοδο η συνολική ποσότητα που αφαιρέθηκε θα επιστρέψει» (ibid, II. 2, 355a 26) (Koutsoyiannis and Angelakis, 2003).

Στην Ελλάδα, οι υδροτεχνολογίες πιθανόν πρωτοαναφέρονται στην προϊστορική εποχή, όπου η ιδέα της αφαλάτωσης ανάγεται στην μινωική εποχή. Οι Μινωίτες, πιθανότατα πρώτοι, εφάρμοσαν τη θερμική μέθοδο παραγωγής πόσιμου νερού από θαλάσσιο νερό κατά τη διάρκεια των πολυήμερων περιόδων παραμονής τους εν πλω, με σχετικά μικρού μεγέθους πλοία (Εικ. 1α).

Μετέπειτα οι αρχαίοι Έλληνες, κατά την αρχαϊκή περίοδο, συνέχισαν με την φιλοσοφία και την επιστήμη, με τον Θαλή τον Μιλήσιο στην Ιώνια Σχολή το 600 π.Χ. περίπου και συνεχίστηκαν την κλασική και την ελληνιστική περίοδο. Η ιδέα της αφαλάτωσης ανάγεται ουσιαστικά στους αρχαίους Έλληνες ναυτικούς, που την εφάρμοζαν κατά τον 4ο π.Χ., αιώνα με θέρμανση, εξάτμιση και συμπύκνωση θαλάσσιου νερού (Εικ. 1β).

(β) Ναύτες αφαλατώνουν θαλασσινό νερό σε αρχαίο ελληνικό πλοίο εν πλω

Πρώτος είχε περιγράψει την αφαλάτωση ο Αριστοτέλης, μετά από εκτέλεση σχετικής πειραματικής εργασίας. Αναφέρει ότι το θαλάσσιο νερό μπορεί να μετατραπεί σε γλυκό (πόσιμο) νερό, όταν ατμοποιηθεί (εξατμισθεί) και στη συνέχεια συμπυκνωθεί και επίσης, έδειξε πειραματικά ότι ο ατμός δεν σχηματίζει ξανά αλμυρό νερό, όταν ξανασυμπυκνωθεί (Μετεωρολογικά II 3) (Αγγελάκης, 2024).

Την ελληνιστική περίοδο, οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν ήταν πιο προηγμένες, πιο κοντά στις σύγχρονες επιστημονικές έννοιες και παραδοχές και με καλύτερη κατανόηση της φυσικής. Η τελευταία θεωρητική ανάπτυξη επέτρεψε σημαντική τεχνολογική πρόοδο, η οποία ωστόσο σύντομα διακόπηκε και συνεχίστηκε με περαιτέρω σημαντικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια ή μετά την Αναγέννηση (ca 1500 μ.Χ.).

Σήμερα, οι γνώσεις σχετικές με την αλληλεπίδραση ανθρώπου και νερού από βιοϊατρικής, οικολογικής, τεχνικής και πολιτικοοικονομικής σκοπιάς, είναι πολύ ιδιαίτερα σημαντικές. Επίσης, θα πρέπει να μην λησμονούμε ότι η ποσότητα νερού που θα καταναλώσουμε είναι προσωπική μας επιλογή, αρκεί να μην ξεχνούμε τις ανάγκες του οργανισμού μας, με σκοπό να πιάσουμε το προσωπικό στόχο μας, αυτόν της ενυδάτωσης.

Τελικά, όμως, πρέπει να θυμόμαστε ότι η ποσότητα νερού, που καταναλώνομε, είναι μεν προσωπική επιλογή, αλλά πρέπει να γίνεται με ενσυναίσθηση του πεπερασμένου φυσικού πόρου και της ευθύνης, που έχομε, για χρηστή διαχείριση, προκειμένου αυτό το αναντικατάστατο αγαθό να μην εξαντληθεί. Σημειώνεται ότι ακόμη και τα υπόγεια νερά μπορούν να θεωρηθούν ανανεώσιμα, αλλά υπό όρους· ανανεώνονται αργά μέσω της διήθησης των επιφανειακών υδάτων της βροχής.

Τα υπόγεια νερά σε πολλές περιπτώσεις αντλούνται με ρυθμό πολύ ταχύτερο από την ανανέωσή τους. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου περίπου το 80% των αναγκών μας καλύπτονται από αυτά, καθιστώντας τα πρακτικά μη ανανεώσιμα και ευάλωτα στην υπεράντληση και μόλυνση, με σοβαρές επιπτώσεις, όπως είναι οι καθιζήσεις και οι λειψυδρίες. Γενικά, το υπόγειο νερό θα πρέπει να χρησιμοποιείται με σύνεση, γιατί εκτιμάται ότι ανανεώνεται κάθε περίπου 500-1.000 χρόνια.

Επιπρόσθετα, η διεξαγωγή έρευνας σχετικής με τις προαναφερθείσες αλληλεπιδράσεις είναι αναγκαία. Ισχύει ότι: Η ανάγκη αποτελεί τη μητέρα της δημιουργίας, Πλάτων (425-348 π.Χ.).

Ο Ανδρέας Ν. Αγγελάκης είναι επίτιμο µέλος και διακεκριμένος fellow της Παγκόσμιας Εταιρείας Νερού (IWA)

Βιβλιογραφία

  1. Αγγελάκης, Α. Ν. (2024). Το Νερό είναι μοναδικό και αναντικατάστατο. ΠΑΤΡΙΣ Ηρακλείου, 31/03/2025,

https://www.patris.gr/stiles/proektaseis/nero-monadiko-kaianantikatastato/

  1. Koutsoyiannis, D. and Angelakis, A. N., 2003. Hydrologic and Hydraulic Sciences and Technologies in Ancient Greek Times. The Encycl. of Water Sci., Markel Dekker Inc., (B.A. Stewart and T. Howell, Eds.), Madison Ave. New York, N.Y., USA, pp. 415417.