Ο ήλιος έχει πέσει και οι σκιές έτρεξαν να κρυφτούν στα κρυφά περάσματα της πόλης. Τα βήματά μου αντηχούν δυνατά στα άδεια σοκάκια και απορώ εάν υπήρξε ποτέ πρωτύτερα μια άλλη στιγμή κατά την οποία μπορούσα να αντιληφθώ ξεκάθαρα τους ήχους εδώ στο κέντρο, μα απάντηση αδυνατώ να βρω.

Γυρισμένα τραπέζια και μαζεμένες καρέκλες στο μαγαζί εκείνο που βρεθήκαμε για πρώτη φορά, εκεί που γελάσαμε για τα απρόοπτα της ζωής, που γκρινιάξαμε για τα μικροεμπόδια που τότε έμοιαζαν βουνό, που ονειρευτήκαμε για τις μέρες που θ’ ακολουθούσαν.

Εκεί που κάναμε τα σχέδια για τα ταξίδια σ’ όλη την Κρήτη, σ’ όλη την Ελλάδα, σ’ όλο τον κόσμο, κι αναρωτιόμασταν πώς μπορούν να χωρέσουν τόσα θέλω σε μια ζωή, κι υποσχόμασταν ότι εμείς, εμείς θα τα καταφέρναμε. Εμείς θα τα χωρούσαμε. Εμείς.

Εκεί που η ασκομαντούρα, το λαούτο και η λύρα έδιναν το ρυθμό σε μια ντουζίνα ανθρώπους να χορέψουν ένα βράδυ κάποιου Ιούλη. Κι όλο περισσότεροι σηκώνονταν απ’ τις παρέες να σύρουν το χορό, και άγγιζαν οι ώμοι, άγγιζαν τα χέρια, ενώνονταν οι τραγουδιστές φωνές. Και η μια μαντινάδα να διαδέχεται την άλλη, οι ώρες να κυλούν ανέμελα, τα καραφάκια με τη ρακή να δονούνται πάνω στα τραπέζια, στο ρυθμό που τα χτυπούν.

Η σκόνη έχει κάτσει στο πεζούλι, στα τζάμια, στα πόμολα. Η σκόνη έχει κάτσει στις μέρες, στις βδομάδες, στους μήνες που περνούν. Φτάνω στον Κούλε κι αρχίζω να περπατώ, να περπατώ, να περπατώ, μέχρι που δεν μένει άλλη στεριά να περπατήσω, μέχρι που συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι στο φάρο, και μένω καθιστή να κοιτώ τον ορίζοντα και όλες τις πιθανότητες, όλες τις ελπίδες που κρύβει μέσα του αυτό το σμίξιμο ουρανού και γης.

Κυλούν τα λεπτά και μετρώ τις μάσκες γύρω μου, όπως μετρούσα μικρή τους χαρταετούς που χόρευαν ψηλά κάθε Καθαρά Δευτέρα. Πεθύμησα μια βόλτα στα στενά του Ρεθύμνου, στη λίμνη του Αγίου Νικολάου, στο λιμάνι των Χανιών. Πεθύμησα τον ήχο απ’ τα ποτήρια που τσουγκρίζουν, απ’ τις συζητήσεις, απ’ τη μουσική. Μα πιο πολύ απ’ όλα πεθύμησα να μπορώ άφοβα ν’ αγκαλιάζω τους αγαπημένους μου ανθρώπους.

Κοιτώ τον ορίζοντα και περιμένω τις μέρες που έρχονται.

Τις πιο ανέμελες, τις πιο αυθόρμητες, τις πιο χαρούμενες. Τότε που θα ξανασυναντηθούμε όλοι μαζί στο μαγαζί, στην μικρή πλατεία. Τότε που θα ‘χει φύγει η σκόνη απ’ το τραπέζι μας. Τότε που.