Κείμενα αγάπης περιέχει το βιβλίο ετούτο της Άννας Μανουκάκη–Μεταξάκη. Αγάπης για τον τόπο και τους ανθρώπους του.

«Ιστορικές μαρτυρίες από τον νομό Ηρακλείου»: 85 κείμενα, δημοσιευμένα άρθρα –τα περισσότερα στην εφημ. «Πατρίς»– συστεγάζονται με αδημοσίευτες πολύτιμες μαρτυρίες ανθρώπων, μέρος μόνο από τις πολύχρονες καταγραφές της.

Η φιλόλογος Μανουκάκη πιστεύοντας στο χρέος του δασκάλου, συνεχίζει και μετά την ευδόκιμη διδακτική της θητεία, να προσφέρει στην ευρύτερη τώρα κοινότητα τις γνώσεις και την πλούσια πείρα της.  Τριάντα και πλέον χρόνια αγωνίζεται να ανασύρει τη μισοξεχασμένη ιστορία του γενέθλιου τόπου και να την αναδείξει αξιοποιώντας όλες τις κατάλληλες στιγμές (εθνικές επετείους, εκδηλώσεις μνήμης, ακόμη και επικήδειους).  Κυρίως όμως επιδιώκει την άρση «αδικιών της ιστορίας» προς πολλούς αφανείς και αδικαίωτους αγωνιστές, που έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα και το κοινό καλό, αλλά αγνοήθηκαν ή, ακόμη χειρότερα, τιμωρήθηκαν και λοιδορήθηκαν από την Πολιτεία. Η ανάδειξη λοιπόν της προσφοράς και η υπεράσπιση της μνήμης τους συνιστούν πράξεις ιστορικής δικαιοσύνης.

Έτσι, αρκετά κείμενα αυτού του τόμου αφορμώνται από όμοιο βιωματικό υλικό ή αναφέρονται στο ίδιο θέμα. Επιλογή, στην οποία ελλοχεύει ο κίνδυνος της τυποποίησης ή της μονότονης επανάληψης. Όμως η Άννα, πιστεύοντας σε κείνο το θουκυδίδειο «κτήμα ες αεί» της ιστορίας, θεωρεί πως ειδικά όσα ταυτίζονται με οριακές στιγμές, πρέπει να λέγονται και να ξαναλέγονται. Και είναι αξιοθαύμαστο ότι κάθε φορά δημιουργεί διαφορετικά κείμενα, με νέες συμπληρώσεις και προεκτάσεις, τόσο για γεγονότα (πχ. για την Αγγλική διπλωματία διαχρονικά και την προσπάθεια «κυπροποίησης της Κρήτης») όσο και για πρόσωπα.

Ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος, για παράδειγμα, φωτίζεται από ποικίλες αφηγήσεις (οικείων προσώπων, αυτοβιογραφικές, της συγγραφέως, προφορικές και γραπτές μαρτυρίες ξένων) ως μία πολυσχιδής προσωπικότητα. Άλλοτε προβάλλεται ο αλύγιστος αγέρωχος μαχητής και άλλοτε ο καρτερικός βασανισμένος άνθρωπος που, με αξιοπρέπεια, εντιμότητα, συνέπεια και βαθύτατη ανθρωπιά, πορεύεται και στον πόλεμο και στην ειρήνη.

Προβάλλονται επίσης αρκετές μαρτυρικές ομάδες (οι βασανισμένοι πολεμιστές της Μεραρχίας Κρητών στο στρατόπεδο Λάρισας, οι εκτελεσθέντες της Γέργερης, του Σοκαρά, της Βιάννου και τόσων άλλων).  Σαν μια πινακοθήκη με πλούσια συλλογή προσωπογραφιών σε ευρεία πολύχρωμη σύνθεση. Παράλληλα, θαυμάσιες τοπογραφικές αποτυπώσεις και διάφορες όψεις της ζωής συμπληρώνουν τη συνολική εικόνα του αγροτικού και κοινωνικού χώρου της περιοχής (30 χωριών του νομού Ηρακλείου, κυρίως Αρκαλοχώρι και Βιάννο) και της εποχής (19ος, 20ος αι).

Άνθρωποι και τόποι λοιπόν, γεγονότα και στιγμιότυπα διαπλέκονται έμμεσα ή άμεσα μέσα σ’ αυτά τα διαφορετικά κείμενα. Αλληλοσυνδεόμενες αυθεντικές φωνές, με ποικίλα ιδιόλεκτα, ακόμη και μέσα από λαϊκές ρίμες, συνθέτουν ένα πολυπρόσωπο διάλογο επώνυμων και ανώνυμων, πρωταγωνιστών και μη.

Όμως η συγγραφέας, με την αρμόζουσα ευαισθησία και υπευθυνότητα, ιστορεί τις μικρές προσωπικές ιστορίες μέσα στο φόντο των μεγάλων γεγονότων. Εστιάζοντας στην τοπική πραγματικότητα, περνά στη γενική Ιστορία, ύστερα και στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον. Καταγράφει χρονολογίες και τόπους και ιδεολογικούς άξονες, μελετά αυθεντικές πηγές, θέτει το ιστορικό πλαίσιο, υπομνηματίζει. Κι ακόμη, χωρίς να παραβιάζει την επιστημονική μέθοδο αναζήτησης της αλήθειας, βάζει το δάκτυλο στον τύπο των ήλων (οι γκεσταμπίτες με τα ονόματά τους) και διατυπώνει ερμηνείες, με την ψύχραιμη ματιά του ερευνητή, έντιμα, καθαρά και ξάστερα.

Παράλληλα, επαναλαμβάνει τις βασικές ορίζουσες, κοινές παραδοχές, αξίες και στάσεις ζωής, βάσει των οποίων εκφράζει μία άποψη, δίνοντας τροφή για σκέψη και αναστοχασμό, ίσως και έναυσμα για περαιτέρω έρευνα.  Τέλος, έχοντας κατά νου τις ανάγκες του σύγχρονου αναγνώστη, φροντίζει ο λόγος της να είναι ακριβής, σύντομος και περιεκτικός. Ενισχυμένος μάλιστα με την αμεσότητα της προφορικότητας, καθίσταται και εξαιρετικά οικείος.

Το βιβλίο αυτό με τα αυτόνομα κείμενα, που διαβάζεται απνευστί, με τη σειρά ή και «ανακατωτά», εκτός από χρήσιμο είναι και ευχάριστο. Ακόμη κι όταν τα γεγονότα είναι πολύ πικρά, η γλαφυρότητα κάποιων αφηγήσεων χαρίζει αισθητική απόλαυση, ενώ με την αβίαστη βαθιά συγκίνηση διεγείρει και την ενσυναίσθηση, ένα μεγάλο ζητούμενο για την ιστορική συνείδηση και παιδεία.

Πράγματι, κάποια συγκλονιστικά στιγμιότυπα δεν σβήνουν με το τέλος της ανάγνωσης.  Βλέπομε πχ. με κινηματογραφική ενάργεια, μέσα από τα όλο τρυφερότητα και στοργή λόγια της συγγραφέως, το τέλος του αγωνιστή γιατρού Μανόλη Σιγανού:  «7 Ιουνίου 1972, 9 με 10 το βράδυ, σε ένα παγκάκι στο Ζάππειο … έγειρε το κεφάλι του και πέθανε μέσα στα δέντρα και στα λουλούδια που αγαπούσε πολύ».

Ακούμε την Παπαδιώ από τον Πεύκο Βιάννου: «Οι Γερμανοί μπήκαν στο υπόγειο και σκότωσαν τον παππού. Τον βρήκαμε σκοτωμένο. Κρατούσε ακόμη στο ένα του χέρι ένα μαχαίρι και στο άλλο του ένα κυδώνι. Το έκοβε κομμάτια για να μας κεράσει…».

Νιώθομε, μαζί με κάποια πικρή ειρωνεία, την αγωνία της Αταλάντης Ραπτοπούλου στον δραματικό διάλογο με τον ήρωα πατέρα της:

«- Πατέρα, κρύψου, φύγε. Τι θ’ απογίνομε εμείς πεντάρφανα;

– Εσάς, παιδί μου, θα σας φροντίσει η πατρίδα».

Μαθαίνομε «από πρώτο χέρι» για τον βομβαρδισμό και τα δεινά της Κατοχής, αλλά και για τους χορούς και τις θεατρικές παραστάσεις στο μεσοπολεμικό Αρκαλοχώρι.

Και μειδιώ με τη χαριτωμένη πινελιά του χωριανού μου Παντελή Σμυρνάκη, όταν αφηγείται εκείνο το άκρως επικίνδυνο ταξίδι από Τσούτσουρο προς Αίγυπτο με τη θρυλική «Αργώ»: «Έψαχνα να βρω και το άλλο μου άρβυλο, όταν με άρπαξε ένα χέρι και με ανέβασε στο κατάστρωμα. Ο κόκορας που είχαμε πάρει μαζί μας ήταν ζωντανός. Την Κυριακή το πρωί καθόταν στη γέφυρα».

Είναι βέβαιο λοιπόν ότι ο καθένας, με την ενεργητική ανάγνωση και τις δικές του προσλαμβάνουσες, όχι μόνο θα μάθει πολλά, αλλά και θα χαρεί, θα κλάψει, θα οργιστεί, θα υπερηφανευτεί, συμμετέχοντας εν μέρει ή εν όλω.

Ο τόμος «Ιστορικές μαρτυρίες» της Μανουκάκη, αποτέλεσμα εργώδους προσπάθειας, εντάσσεται στη σφαίρα της Δημόσιας Ιστορίας. Είναι η Ιστορία από τα κάτω.  Η συγγραφέας του προσεγγίζει τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους ως υποκείμενα της ιστορίας. Φέρνει στο επίκεντρο τη ζωή των πολλών. Τους δίδει φωνή. Συχνά παραμερίζει, δίνοντας βήμα στους αυτόπτες μάρτυρες, ενώ εγκιβωτίζει ατόφιες τις αφηγήσεις τους μέσα σε δικά της κείμενα. Και δημιουργεί με όλο αυτό το πρωτογενές υλικό ένα πολυπρισματικό έργο. Ένα θαυμάσιο εγχειρίδιο για το μάθημα της τοπικής ιστορίας στα σχολεία μας.

Γιατί, σκύβει στο προγονικό παρελθόν, με μεγάλο σεβασμό και ανιδιοτέλεια, όχι μόνο για να τιμήσει τη μνήμη των προγενεστέρων, αλλά, μεσολαβώντας ανάμεσα σε κείνη την εποχή και τη δικιά μας, φιλοδοξεί να προσφέρει στις σύγχρονες αλλά και στις μελλοντικές γενιές. Με την ευγενή μάλιστα προσδοκία οι νέοι, οπλισμένοι με ιστορική γνώση και πολιτική σκέψη, να πολεμήσουν τη βαρβαρότητα που γεννά η άγνοια ή η ημιμάθεια.

Η Άννα Μανουκάκη-Μεταξάκη, ακάματη ερευνήτρια, εμπλουτίζει τη μεγάλη ιστορική βιβλιοθήκη του τοπικού –και όχι μόνο– πνευματικού μας πολιτισμού, με ένα ακόμη σπουδαίο για αναγνώστες και μελετητές απόκτημα.

Και καταθέτει για άλλη μια φορά εμπράκτως την αγάπη και την έγνοια της για το σημερινό πληγωμένο από τους σεισμούς Αρκαλοχώρι και την περιοχή του.

* Η Μαρία Φραγκιαδάκη

είναι φιλόλογος