Σήμερα, η διεθνής και η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται εν μέσω εμπορικών, νομισματικών και τεχνολογικών πολέμων, με κύριο αυτόν μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, και αντιμέτωπη με το φάσμα μιας δεύτερης μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, την ίδια στιγμή που το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα συσσωρεύει νέες «φούσκες» και οι αναπτυγμένες οικονομίες συνεχίζουν να εμφανίζουν αργόσυρτη αύξηση μισθών, διαρκή άνοδο των μορφών εργασίας που δεν παρέχουν ασφάλεια ή επαρκές εισόδημα στους εργαζόμενους, με άμεση επίπτωση στις προοπτικές και ευκαιρίες της νέας γενιάς για επαγγελματική εξέλιξη και βελτίωση του επιπέδου ζωής.

Ακόμα χειρότερα, η τεράστια  διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων που είχε σημειωθεί τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2007-8, της πρώτης μεγάλης κρίσης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, συνεχίζει ανενόχλητη την πορεία της.

Πρόσφατη έκθεση της Oxfam σημειώνει ότι 2.153 δισεκατομμυριούχοι κατέχουν σήμερα περισσότερο πλούτο απ’ ότι 4,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι που αντιστοιχούν στο 60% του πληθυσμού του πλανήτη. Στην Ευρώπη, πάνω από 109 εκατ. άνθρωποι, το 22% του πληθυσμού της Ε.Ε., είναι φτωχοί ή στερούνται βασικά αγαθά την ίδια στιγμή που το 5% του ευρωπαϊκού πληθυσμού κατέχει το 40% του συνολικού ιδιωτικού πλούτου.

Η διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων δεν είναι αναπόφευκτη απόρροια  της  παγκοσμιοποίησης ή των τεχνολογικών αλλαγών.

Η έκρηξή τους από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ύστερα οφείλεται στην παγκόσμια επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, στην αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου και των πλουσιότερων τάξεων και στην ανεξέλεγκτη λειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-8 οι ανισότητες έγιναν εν τέλει ορατές ως κοινωνικό πρόβλημα διότι οι κατασχέσεις σπιτιών, η ανεργία και οι πολιτικές λιτότητας έπληξαν με σφοδρότητα τις λαϊκές τάξεις και τα μεσαία στρώματα, που βρέθηκαν υπερχρεωμένες, με αβέβαιο μέλλον για τις ίδιες και τα παιδιά τους, ενώ το πολιτικό σύστημα διέσωζε με χρήμα των φορολογούμενων τις τράπεζες και τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας.

Υπάρχει δηλαδή βαθιά και αθεράπευτη αντίφαση μεταξύ της δημοκρατίας, που αναγνωρίζει και επιβάλλει την πολιτική ισότητα, και της τεράστιας οικονομικής ανισότητας του ύστερου καπιταλισμού που αντανακλά όχι μόνο την οικονομική αλλά και πολιτική κυριαρχία των πιο ισχυρών τμημάτων του παγκόσμιου κεφαλαίου.

Η αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος οδήγησε στην άνοδο της λαϊκιστικής δεξιάς και ακροδεξιάς στις ΗΠΑ, στη Βραζιλία, στη Ευρώπη, με ακραία συνέπεια την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε.

Μόνο στις χώρες όπου τα αριστερά, σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο να εκπροσωπήσουν τα λαϊκά συμφέροντα ενάντια στο κατεστημένο πολιτικό και οικονομικό σύστημα είδαμε άνοδο των προοδευτικών δυνάμεων στην κυβέρνηση: Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία και, κατά τα φαινόμενα, σύντομα στην Ιρλανδία.

Οι οικονομικές ανισότητες πριν από την κρίση ήταν στην Ελλάδα από τις υψηλότερες στην Ε.Ε. Η μαζική ανεργία και η φτώχεια κατά τη διάρκεια της κρίσης τις οδήγησαν σε έκρηξη. Αντίθετα οι περικοπές και οι θεσμικές αλλαγές των μνημονίων συμπίεσαν την ψαλίδα μισθών και συντάξεων μαζί με τη μείωση των κατώτατων ορίων.

Η συγκριτική θέση των νέων στην αγορά εργασίας χειροτέρευσε, οι ανισότητες φύλου στη μη αμειβόμενη εργασία αυξήθηκαν, εφόσον οι γυναίκες επωμίστηκαν το κύριο βάρος της κατάρρευσης του δημόσιου συστήματος υγείας και φροντίδας και της έλλειψης πρόσβασης εκατομμυρίων ανασφάλιστων πολιτών σε αυτό, της ψυχολογικής στήριξης άνεργων συντρόφων και παιδιών.

Η κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ στην υγεία, στην πρόνοια και στη φροντίδα καθώς και τα προγράμματα απασχόλησης των ανέργων έδωσαν προτεραιότητα στους πιο αδύναμους, μειώνοντας τις κοινωνικές ανισότητες, ενώ έθεσαν τις βάσεις για ένα καθολικό σύστημα κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών (όπως η δωρεάν πρόσβαση παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς) που περιλαμβάνει και τα μεσαία στρώματα.

Τα μέχρι τώρα δείγματα γραφής της πολιτικής της νέας κυβέρνησης της Ν.Δ. δείχνουν προς την κατεύθυνση αύξησης των ανισοτήτων, με πρώτο δείγμα τον αναπτυξιακό νόμο που έβαλε επί της ουσίας ταφόπλακα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στη δυνατότητα των εργαζομένων να διεκδικούν δίκαιη αμοιβή της εργασίας τους.

Οι μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες της εποχής μας αποτελούν μεγάλη πρόκληση για τις προοδευτικές δυνάμεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

Ανισότητες και δημοκρατία θα πρέπει να τεθούν στον πυρήνα ενός εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου που θα απαντά στο μείζον κοινωνικό ζήτημα της παρούσας συγκυρίας, πώς δηλαδή οι τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση και την παγκοσμιοποίηση και έχουν εξωθηθεί ή εγκαταλειφθεί στο περιθώριο, θα μπορέσουν να ενσωματωθούν ξανά μέσα σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και ένα σχέδιο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που θα ανοίγει προοπτικές βελτίωσης της ποιότητας ζωής τους και θα κατοχυρώνει ίσα δικαιώματα συμμετοχής στον παραγόμενο πλούτο, εντός ενός πλαισίου δίκαιης ανάπτυξης και δημοκρατικής εκπροσώπησης.

* Με αφορμή την εκδήλωση  του ιστότοπου “ΡΩΓΜΕΣ” σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς    Παρασκευή 21-2-2020 στις 7.00 μ.μ Πολύκεντρο Νεολαίας του Δήμου Ηρακλείου (Ανδρόγεω 4)  με το ίδιο θέμα.  Ομιλητές: Μαρία Καραμεσίνη, καθηγήτρια Πάντειου Πανεπιστημίου, Ζαϊμάκης Γιάννης, καθηγητή πανεπιστημίου Κρήτης  και   Σπύρος Λαπατσιώρας, καθηγητή Πανεπιστημίου Κρήτης.