Θαυμάζω συχνά τη χάρη και την ευελιξία των χορευτών πάνω στον πάγο. Είναι μαγεία να βλέπεις πώς ισορροπούν, πώς κατορθώνουν εκείνες τις θαυμάσιες φιγούρες, τα τινάγματα στον αέρα, τις στροφές. Η δική μου δεξιοτεχνία εξαντλείται στην πίστα του χρόνου.

Δεν είμαι βέβαιος αν κινιέμαι εγώ ή εκείνος συνεχώς, όμως, κάτι άλλαξε στη σχέση μας. Ζηλότυπα βιάζεται να φύγει, όταν εγώ με πάθος αγωνίζομαι να τον κρατήσω ακίνητο, και στρογγυλοκάθεται, όταν με αγωνία προσπαθώ να τον σπρώξω παραπέρα. Εχθρός ή φίλος είναι δύσκολο να πω.

Είναι πάντα ένας περιπατητής που με συνοδεύει και με συντρέχει σε δύσκολες αναβάσεις, δεν με εγκαταλείπει όμως, και όταν βυθίζομαι σε σκοτεινά ερέβη. Διακριτικά και αθόρυβα επουλώνει πληγές και σταλάζει βάλσαμο στην πίκρα μου. Προσπάθησα να κατανοήσω τη βαθύτερη ουσία του, τα συστατικά του, τις επιθυμίες του.

Κάποιες φορές έμεινα ενθουσιασμένος με βαθυστόχαστες επιστημονικές θεωρίες, που άλλοτε τον περιγράφουν ως ανύπαρκτη οπτασία και ψευδαίσθηση, άλλοτε ως οντότητα που αδελφωμένη με τον χώρο καμπυλώνεται και χάνεται σαν το βέλος. Ο Ηράκλειτος φαντάζεται τον χρόνο ως ένα παιδί, που παίζει ζάρια και εύχεται αυτό το παιδί βασιλεύσει.

Περισσότερο ικανοποιείται η επιθυμία μου με την υπέροχη αυτή μεταφορική εικόνα, παρά οι απαιτήσεις του νου μου για αλήθεια. Άλλωστε, τι να την κάνουμε την αλήθεια; Τόσες και τόσες αλήθειες στην πορεία αποδείχτηκαν ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα. Όνειρα ενός ίσκιου που, με την εμβρίθεια ενός επιστήμονα, κατέπληξε ή με την αίγλη ενός πολιτικού, υπέταξε το πλήθος. Αθόρυβα, πολλές φορές, εισχωρεί ανάμεσα σε κορμιά που αγαπήθηκαν, αλληλοορκίστηκαν, οραματίστηκαν.

Τα τρόμαξε η αιωνιότητά του, το αφανές του πρόσωπο και λησμονήθηκαν το ένα στη Δύση και το άλλο στην Ανατολή, να ανακαλούν φευγαλέες εικόνες, που σιγά-σιγά χάνουν τη φρεσκάδα τους. Πονάει το μυαλό, καθώς αγωνίζεται να ανακαλέσει και να ανασυνθέσει στιγμές και χαμόγελα. Πηδάει απ’ το ξέφωτο στην ακρογιαλιά, ικετεύει τη μνήμη να φέρει ό,τι μπορεί στο σήμερα και εκείνη αρνείται να πειθαρχήσει.

Φωνές αγαπημένες, που δεν αναπαύουν πια την ακοή. Φωνές που έμειναν παγωμένες για πάντα και ο ήχος τους δε θα ακουστεί ποτέ πια, φωνές που ακούγονται πια τυπικά να σε ρωτούν για τον καιρό, να σου περιγράφουν αδιάφορα τη γαλήνη της καθημερινότητάς τους και είναι γεμάτες σκληρά άηχα σύμφωνα, εκεί που κάποτε αντηχούσαν μελωδικά φωνήεντα και καυτά επιφωνήματα.

Το πρωινό τραγούδι των πουλιών που ακουγόταν στο μικρό χωριό γίνεται ήχος του απορριμματοφόρου του Δήμου που συγκεντρώνει τα υπολείμματα της πλούσιας ευωχίας, που προηγήθηκε τη νύχτα.

Μέρες περνούν και φέρνουν άλλες μέρες. Λησμονημένο στο βάθος του καιρού το τρικύμισμα της σάρκας, όταν αγγίζουνε τυχαία τα δάχτυλα και αλληλοσπαράζονται τα χέρια και τα χείλη. Ανακατεύεται η εικόνα μιας ροδιάς που πανηγυρίζει με τα άνθη της και στη θέση της έρχεται ο όγκος μια τσιμεντένιας πολυκατοικίας με φόντο τη μαύρη άσφαλτο, για να γλιστρούν ευκολότερα τα τροχοφόρα.

Περιπαιχτικός και σκληρός αντίπαλος και άλλοτε πάλι φίλος τρυφερός που αναπαύει και με κρατεί απ’ το χέρι να προχωρήσουμε λίγο πιο πέρα, να διαβούμε τον αιώνα με προσδοκίες και όνειρα και πολλαπλές υποσχέσεις. Κουράστηκα πολύ να δεχτώ τον ρυθμό του, τη γρηγοράδα του. Κουράστηκα πολύ να τον αλλάξω.

Με κατέπληξε συχνά με τη σοφία του, με γοήτευσε με τις μαγγανείες του. Λίγες φορές μού έκανε τα χατίρια μου και τα θελήματά μου. Πήρε από δίπλα μου φίλους που αγάπησα πολύ και τους έκρυψε σε ανήλιαγα μέρη. Γονάτισα πολλές φορές και με σήκωσε απαλά και μου ψιθύρισε στο αυτί με στοργή παραμυθητικούς λόγους.

Έκλεισε κάπου μέσα μου αρώματα και μυρσίνες ευφρόσυνες και προπαντός με έμαθε να δέχομαι τον ρυθμό του κόσμου. Γι’ αυτό και εγώ αρνιέμαι να τον τεμαχίσω σε παρελθόντα και μέλλοντα. Αφήνομαι στο σήμερα με μακαριότητα και κουβαλώντας όσα γενναιόδωρα μού χαρίστηκαν, αρνιέμαι να προχωρήσω με γρήγορο διασκελισμό.

Αυτό το σήμερα, αυτό το τώρα, αυτό το παρόν λατρεύω και χαίρομαι και περιμένω κάθε πρωί έναν καινούριο ήλιο, ένα λουλούδι που προβάλλει, ένα κελάηδισμα, μια φωνή που μου αφηγείται πόσο δύσκολο είναι να στρώνεις τα χαλιά κάθε χειμώνα. Ένα ρόδι που σκάει και γεμίζει γλυκούς καρπούς την αυλή μου.

Την ανάσα δύο κοριτσιών που κρατούν καλά κρυμμένα τα μυστικά τους και οργανώνουν το μέλλον τους. Μια ώρα γαλήνης με χρώματα ζεστά. Μια κομψή φιγούρα στο γλιστερό παγοδρόμιο με τον μονάκριβο φίλο μου, τον χρόνο, που με κουράζει με τα κόλπα του και με δροσίζει με το γέλιο του, τις όμορφες αφηγήσεις του. Μοίρα μας ήταν να βρεθούμε. Ας ήτανε να μη χωρίσουμε ποτέ και να ανεβούμε και σκαλοπάτια και κεφαλόσκαλα στον αιώνα που ξεκίνησε.

Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος