Λες και δεν έχουν περάσει τόσα χρόνια. Πολλές φορές μ’ έπαιρνε τα μεσημέρια ο μακαρίτης ο πατέρας μου για να κοιμηθούμε τάχα μαζί, μήπως και ηρεμήσει λίγο η ατμόσφαιρα του σπιτιού μας. Αλλοτε το πετύχαινε, άλλοτε όχι, αφού τον κοίμιζα εγώ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά έβαζε το ραδιόφωνο, ένα ράδιο αρκετά μεγάλο με μαύρο ξύλο σαν έπιπλο και αν θυμάμαι καλά η μάρκα του ήταν telefunken. Το έβαζε για να ακούσει ειδήσεις, ίσως και κάποια άλλη εκπομπή.

Εκείνο όμως που μου είχε μείνει ήταν οι αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Η εκφωνήτρια έπαιρνε το λόγο λέγοντας: “Θα μεταδοθούν αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού” και συνέχιζε ο εκφωνητής: “Παρακαλούνται όσοι γνωρίζουν για τα εξής πρόσωπα να ειδοποιήσουν την υπηρεσία αναζητήσεων του Ελληνικού Ερυθρού σταυρού, οδός 3ης Σεπτεμβρίου, αριθμός 21”. Και φυσικά ακολουθούσαν τα ονόματα και άλλες σχετικές πληροφορίες σχετικά με τους αγνβοούμενους.

Σεπτέμβρης του 1922. Η καθημερινή ηρακλειώτικη εφημερίδα “Νέα Εφημερίς” φιλοξενεί την “στήλη προσφύγων”, αφού ήδη έχουν καταφθάσει πρόσφυγες στην πόλη μας. Καθημερινά μέσω αυτής της στήλης αναζητούνται διάφοροι συνάνθρωποί μας από τα συγγενβικά τους πρόσωπα και κλείνει αυτή ως εξής: “Παρακαλούνται οι γνωρίζοντες τι περί των ανωτέρω προσφύγων να γράψουν ή να τηλεφωνήσουν εις την διεύθυνσιν της εφημερίδας μας”.. Εκατό χρόνια πέρασαν από εκείνες τις μέρες… Η πόλη μας είχε περίπου 25.000 κατοίκους και σ’ αυτούς προστέθηκαν άλλοι 10.000 πρόσφυγες.

Μια κυρία “χρηματίσασα διδασκάλισσα επί 18 έτη” όπως η ίδια αναφέρει ζητάει θέσιν οικοδιδασκάλου ή οικοτρόφου ενταύθα ή αλλαχόθεν. Επίσης μέσω της εφημερίδας ζητούνται πρόσφυγες εργάτριες που να γνωρίζουν να υφαίνουν για το υφαντουργείο του Συλλόγου των Κυριών Ηρακλείου. “Γαλλομαθής επίσης δεσποινίς πρόσφυξ εξ αρίστης οικογενείας γνωρίζουσα την Γαλλικήν ζητεί ιδιαιτέρας παραδόσεις” και τόσα άλλα βρίσκει κανείς εκείνες τις μέρες. Μέρες ζοφερές για την πατρίδα μας, για το νησί μας, για την πόλη μας.

Το Ηράκλειο εκείνες τις μέρες έπαιρνε όψη μεγαλούπολης, με μεγάλη κίνηση, μια κίνηση σίγουρα όχι χαρούμενη. Δεν είναι και μικρό πράγμα να υποδέχεται 10.000 ψυχές – και τι ψυχές; Πικραμένες, ορφανεμένες, δυστυχισμένες, αλλά γεμάτες δύναμη, περηφάνια και ελπίδα. Ένα φριχτό μα τόσο φριχτό θέαμα. Πρόσωπα βουβά, αμίλητα που ίσως δεν έχουν κοιμηθεί για δύο εβδομάδες και παραπάνω. Ένα δάκρυ και ένας πόνος παντού.

Εδώ όμως τελειώνω τα δικά μου, παραδίδοντας την σκυτάλη στον Διευθυνή της προαναφερόμενής εφημερίδας τον αείμνηστο Γιάννη Μουρέλλο ή κατά το γνωστό ψευδώνυμό του, που έφερε ως Ιωάννης Πύργος στη στήλη “από την ζωήν”. Ο τίτλος είναι: ΘΑ ΔΗΤΕ:

“Δύο προφυγόπουλα ειν’ ακουμπησμένα στον τοίχο στη γωνία. Το ένα είναι απ’ τον Πόντο τ’ άλλο από τη Μαγνησία. Τα πήραν σε δύο γειτονικά σπίτια υπηρέτριες και καθε βράδυ σαν τελέψουν σμίγουν στο κατώφλι του γωνιακού σπιτιού. Χθες βράδυ είχαν γείρει το κεφάλι τους στον τοίχο και μιλούσαν σαν γρηές. Μόλις δώδεκα χρόνων είναι καθένα τους.

Τα πρόσωπά τους είναι θλιμμένα και τα μάτια τους θολά σαν ναρκωμένα. Δεν κουνιούνται παιδιάστικα και δεν έχουν τη σκληρή ατίθαση φωνή των παιδιών. Είναι σαν μικροκαμωμένες γρηάδες που ξεμοναχεύτηκαν κάπου σ’ ένα ζεστό σπηλιάρι ύστερα από τρομερή μπόρα. Σαν συντριμμένες φαίνουνται οι ψυχές τους και τα χείλη τους μόλις κινούνται. Καμμιά ιδιαίτερη ζωή δεν φαίνεται να ξεπετά απ’ τα μάτια τους και τα πρόσωπά τους δίχνουν νεκρωμένες ζωές που περπατούν. Τι να λεν; Ποιος ξέρει;

Απ’ την άκρη της γωνίας του δρόμου προσπαθούν να μαντέψουν το νησί που τα δέχτηκε και τη γη που θα τα ζεστάνη, κι όμως τίποτα. Το μάτι τους φτάνει ως την άλλη γωνιά και κει σταματά.

–              Χάσαμε τον πατέρα… λέει το ένα και γέρνει τα μάτια του κάτω στη γη. Δεν κλαίει μα θρηνεί η ψυχή του το γεννήτορα με την άγνωστη μοίρα.

–              Ηρταμ’ όλοι, μα ο Γεώργος δεν πρόφταξε να μπη στη βάρκα. Φύγαμε ύστερα είδαμε τη φωτιά να βγαίνη ψηλά. Ο Γεώργος δεν ήρτε πειά… λέει τ’ άλλο χωρίς να κινήση τα χαρακτηριστικά του. Δεν έχει πειά τη δύναμι να εκδηλώνη τη λύπη του για το χαμένο αδελφό του και μένει σαν αναίσθητο στον πόνο του.

Πάλι γυρίζουν τα μάτια τους ως την άκρη του δρόμου για να σταματήσουν στη γωνιά. Θέλουν να δουν το νησί, θέλουν να νοιώσουν την καινούργια πατρίδα. Ένα αυτοκίνητο περνά από μπρος τους βιαστικό κι αυτά το κοιτάζουν.

Ο γλήγορος δρόμος του τους δείχνει πως έχει μεγάλη στεργιά μπρος του κι αυτό τους γεννά κάποια χαρά. Φοβούνται τον άγνωστο κίνδυνο, τον κίνδυνο που μια μέρα ξαφνικά τα διωξεν απ’ τη φωλιά τους κι η αίσθησις της μεγάλης στεργιάς τα ζωντανεύει.

– Βρέχει δω καμμιά φορά; Ρωτά το ένα.

– Δεν ξεύρω κι εγώ, λέει τ’ άλλο.

Βρέχει κι εδώ φτωχά μου πλάσματα κι έχει και ήλιο ζεστό. Το αγέρι μας είναι ζεστό το χειμώνα και δροσερό το καλοκαίρι. Και για σας φτωχά αδελφάκια ζεστό θάναι τ’ αγέρι μας το χειμώνα και δροσερό το καλοκαίρι. Η δική μας γη, και γη δική σας θα γενή. Δεν έχω πειά τη δύναμι να σας πω πως θα γυρίσετε στην παληά ζεστή παραστιά σας. Δε μου δίδει το δικαίωμα ο όγκος της ατιμίας που γίνηκεν εις βάρος σας. Μα σας υπόσχομαι πως κι εδώ θα κτίσετε παραστιά – θα σας βοηθήσωμε μεις – θάναι ζεστή και θα σας γίνη αγαπητή.

Θα δήτε ό,τι μπορούμε θα κάμωμε για σας. Κάθε βοήθεια, κάθε συνδρομή, όλοι μας φτωχοί και πλούσοι θα σας την προσφέρωμεν με συγκίνησι. Θα δήτε, θα δήτε. Μην κλαίτε. Σκουπίστε τα δάκρυα σας, παρηγορηθήτε απ’ τη φριχτή συμφορά σας. Η πατρίδα η δικιά μας θα γίνη δική σας. Θα την αγαπήσετε πολύ γιατί κι αυτή από τώρα σας αγαπά και σας αισθάνεται με στοργή κι αγάπη. Θα δήτε.”

 

Αυτή είναι η πατρίδα μας! Με τις απίστευτες ομορφιές της, με την πλούσια ιστορία της, με την αγάπη της και τον σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, κάθε στιγμή. Αυτή η πατρίδα μας γεμίζει υπερηφάνεια.