Και ενώ το φθινόπωρο έχει μπει για τα καλά, με τη βροχή να χτυπά ρυθμικά το τζάμι και τον ουρανό να φωτίζεται κάθε τόσο από αστραπές, ο νους μου τρέχει πίσω ένα-δυό μήνες (αλήθεια, πότε προλάβαν να περάσουν; ), στο νοτιότερο σημείο της Ευρώπης.

Τώρα δεν βρίσκομαι στο δωμάτιο μες στη ασφαλτοστρωμένη πόλη, που στιγμή δεν σταματά να βουίζει -ίδιο μελίσσι μοιάζει, έτσι αδιάκοπα που τρέχει να προλάβει δουλειές κι υποχρεώσεις, λησμονώντας τη ζωή που τρέχει απ’ την παλάμη της, όσο σφαλιστά κι αν την κρατά κλειστή.

Τώρα δεν κρατώ στο χέρι μου το ημερολόγιο με τις εργασίες της ημέρας, οι οποίες οφείλουν να τηρηθούν κατά γράμμα, με κάθε πρόταση που ‘χω γράψει να ξεκινά με ένα «πρέπει». Αλήθεια, πόσα αρτίως εκτελεσμένα «πρέπει» προαπαιτούνται, προτού να γράψω «θέλω»;

Στη Γαύδο ο αυγουστιάτικος αέρας είναι θερμός και μου καψαλίζει το δέρμα κάθε που στέλνει ριπές πάνω μου. Τα τζιτζίκια αδιάλειπτα τραγουδούν τον ίδιο σκοπό και οι παφλασμοί των κυμάτων φτάνουν κι ακούγονται μέχρι πάνω, όπου βρίσκομαι, στο Καστρί. Κάθομαι στο ξύλινο παγκάκι και παίζω με τις ριγωτές σκιες που αγγίζουν το δέρμα μου.

Η Κρήτη φαίνεται απέναντι επιβλητική κι αρχόντισσα. Δεν έχουν περάσει παρά λίγες ημέρες απ’ όταν άφησα πίσω μου το λιμάνι των Σφακίων, κι όμως, ήδη την αναζητώ. Μοιάζει τόσο κοντινή, που θαρρώ πως λίγο ν’ απλώσω το χέρι μου θε να την αγγίξω.

Η διαδρομή απ’ το Καστρί μέχρι το Σαρακήνικο έχει λίγες στροφές και πολύ πράσινο. Οι δρόμοι δεξιά κι αριστερά ζώνονται από κέδρους, και η εκκλησιά της Παναγίας στέκει κατάλευκη στη μέση του χλωρού τοπίου.

Φτάνοντας στην παραλία, αφήνω τα πέλματά μου να βουλιάξουν στην χρυσαφένια άμμο. Τα νερά είναι γαλανά και αστράφτουν απ’ την αντανάκλαση του ηλίου, ενώ η ησυχία που επικρατεί φτάνει να εντείνει τους ήχους της θάλασσας. Τα νερά εδώ είναι πιο ρηχά από τον Κόρφο και το νερό είναι πιο ζεστό.

Στον Κόρφο το μάτι δεν χορταίνει να ατενίζει ορίζοντα, και με δυο βήματα είμαι στα βαθιά. Στην Τρυπητή τα νερά είναι ακόμα πιο γαλανά, κι η Καρέκλα στέκεται ψηλά κοιτώντας προς την Ευρώπη.

Σουρουπώνει και ο Φάρος υπόσχεται το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του νησιού. Κάθομαι σ’ ένα χαμηλό βράχο και περιμένω μέχρι που η πύρηνη μπάλα βουλιάζει μέσα στη θάλασσα, μέχρι που μένει μια πορτοκαλιά γραμμή, μέχρι που μένει μονάχα μια κουκκίδα, μέχρι που εξαφανίζεται εντελώς. Ο τόπος όλος ευωδιάζει θυμάρι και αλμύρα.

Το βράδυ με βρίσκει πάλι στο Σαρακήνικο, με ένα ποτήρι ούζο στο χέρι και τα φρέσκα ψάρια να ψήνονται στα κάρβουνα και να μυρίζουν ως την άκρη της παραλίας. Φέρνω γύρες το ποτήρι στο χέρι μου, κάνοντας τα παγάκια να κροταλίζουν και μερικές σταγόνες ξεφεύγουν και να μου πέφτουν στο γόνατο.

Στρέφω το βλέμμα κι ατενίζω τον ουρανό. Αλήθεια, δεν θυμάμαι να έχω δει πιο καθαρό ουρανό σε άλλο τόπο. Τ’ αστέρια μυριάδες τρεμοπαίζουν και εγώ ακολουθώ με το δάχτυλο τους σχηματισμούς τους μέχρι να βρω τη Μεγάλη Άρκτο, κι εν τέλει τον Πολικό Αστέρα.

Τα τριζόνια ηχούν απαλά, και απ’ την τόση σιγαλιά ακούγονται τα τραγούδια μιας παρέας στην άλλη άκρη της παραλίας.

Ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι στο δωμάτιο της πόλης. Μυρίζει το χώμα που ποτίστηκε απ’ τα πρωτοβρόχια και ακούγονται τα οχήματα που περνούν από τον δίπλα δρόμο. Ετοιμάζομαι και φεύγω ν’ αναζητήσω μια μικρή γλάστρα με θυμάρι στο πλησιέστερο ανθοπωλείο. Να την βάλω πλάι στα κοχύλια και να ‘χω σιμά μου ένα κομμάτι ξεχασμένου παραδείσου.

* Η Εύη Μουρέλλου είναι Φιλόλογος με ειδίκευση στην Νεοελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στις Επιστήμες της Αγωγής, και συγκεκριμένα στην Διδακτική της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας.

Κείμενα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ιστοσελίδες όπως το www.protagon.gr, http://foititografia.blogspot.gr, www.pause-artmag.gr, στην γνωστή εφημερίδα του Ηρακλείου “Πατρίς”, καθώς και στην προσωπική της ιστοσελίδα www.plumaverbi.wordpress.com.