Δεν πρέπει, δεν είναι σωστό τα 112 χρόνια να σβήσουν από τη μνήμη μας και του βουνού τα χιόνια.
Λαμπρή και πολυπόθητη κι ευλογημένη μέρα,
που σφιχταγκαλιαστήκανε μάνα και θυγατέρα.
Τη μέρα, που ονειρεύονται επτακόσια εννέα χρόνια
να την, που ανταμώθηκαν στ’ ολόφωτα σαλόνια.
Η Ένωση της Κρήτης με τη μητέρα Ελλάδα αποτελεί ένα από τους πιο μεγάλους ιστορικούς σταθμούς της Ιστορίας του νησιού μας κατά τους τελευταίους αιώνες, γι’ αυτό εμείς οι νεότεροι πρέπει να γυρίζουμε τη μνήμη μας στα περασμένα και να την ξεναγούμε, ομάδι με τη μνήμη των παιδιών μας σ’ αυτά τα ιστορικά γεγονότα, που σημάδεψαν τη ζωή του τόπου μας, για να μπορούμε να εγγίζουμε και να αισθανόμαστε περισσότερο τον παλμό του έθνους μας.
Ύστερα από το 10/χρονο τιτάνιο αγώνα του 1821, δημιουργήθηκε με το πρωτόκολλο του Λονδίνου (27-1-1830) το πρώτο ελληνικό κράτος. Η Κρήτη όμως, παρόλο που ‘χε δώσει το παν, για την επιτυχία αυτής της επανάστασης, έμεινε έξω από τα σύνορά του.
Έτσι χρειάστηκαν μια σειρά από εξεγέρσεις, χρειάστηκαν νέοι ποταμοί αιμάτων στα 1833, στο 1841, στο 1858, στα 1866 – 69, στα 1877-78 για να φτάσουμε στην επανάσταση 1895-98 που αποκαλέστηκε «τυχερή» για να αποκτήσουμε την ελευθερία μας.
Στις 9-12-1898 η Κρήτη ήταν επιτέλους ελεύθερη. Την ημέρα αυτή δικαιώθηκαν οι πολλοί και σκληροί αγώνες της. Μέχρι τότε πολλές φορές είχε πνιγεί στο αίμα της. Πολλές φορές κινδύνεψε να βυθιστεί αύτανδρο το σκάφος της. Πάντοτε όμως έπλεε πλησίος προς την ελευθερία και την ένωση.
Πάντοτε έβρισκε τη δύναμη να κρατά σταθερά την γραμμή πλεύσης, ποτέ δεν την εμπόδισαν οι ύφαλοι. Ποτέ δεν την ετρόμαξε η τρικυμία και η ασέληνος νύχτα στο μακρινό και δύσκολο ταξίδι της.
Οι θυσίες και οι ποταμοί των αιμάτων της χάρισαν απλά την ελευθερία της, αλλά ελευθερία χωρίς ένωση δεν ήταν δυνατόν να νοηθεί. Ο πόθος για την ένωση κατέτρωγε τα σωθικά της, όπως λέει ο ποιητής Δ. Καλλιγιάννης.
Οπόταν μαύρος κι εκ δυσμών ο ήλιος θ’ ανατείλλει
Οπόταν πράσινο το φως η σελήνη θα αποστείλει
Κείνη την νύχτα μοναχό και κείνη την ημέρα
Δύναται ν’ αποχωριστούν μάνα και θυγατέρα.
Ο διορισμός του πρίγκιπα Γεωργίου, του γιού του βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου του Α’, ως ηγεμόνα της Κρήτης και ύπατου αρμοστή των Μεγάλων Δυνάμεων, που θεωρήθηκε σαν αρραβώνας της μέλλουσας ένωσης και η διοργάνωση της πρόσκαιρης, αλλά υποδειγματικής κρητικής Πολιτείας από τους:
Ελευθέριο Βενιζέλο, Ιωάννη Σφακιανάκη, Νικ. Γιαμαλάκη, Σ. Ζαχαράκη, Γ. Μυλωνογιάννη και Α. Χατζηδάκη δεν έλυσε το πρόβλημα. Η Κρήτη εξακολουθούσε να διατελεί ακόμη υπό την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου. Δεν ενώθηκε με την Ελλάδα την 9-12-1898. Απλά έκανε ένα βήμα προς την ένωση.
Ούτε η επανάσταση της Θερίσου (10-3-1905) την ένωσε, αλλά ούτε και η ύψωση της ελληνικής σημαίας στο φρούριο του Φιρκά των Χανίων στις 14-7-1909.
Για να γίνει η ένωση έπρεπε να ακολουθηθεί πρωτύτερα μια μακρά διαδικασία. Έπρεπε να γίνει πρώτα στην Ελλάδα κάποια βασική αλλαγή.
Έπρεπε να γίνει η επανάσταση στο Γουδί (15-8-1902) από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο και να μετακληθεί από την Κρήτη ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Έπρεπε ο Βενιζέλος να δαμάσει τα πλήθη στην πλατεία Συντάγματος. Να γοητεύσει τον βασιλιά και να σαγηνεύσει τον κουρασμένο ελληνικό λαό.
Έπρεπε να κρατήσει με τις λόχες μακράν της ελληνικής βουλής τους βουλευτές της Κρήτης (12-5-1912).
Έπρεπε να πραγματοποιηθεί το όνειρο του Ρήγα Φεραίου της ένωσης των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής.
Κι ακόμα να προετοιμάσει πολιτικά, στρατιωτικά, ηθικά και ψυχολογικά την Κρήτη κι ύστερα να ανοίξει τις πύλες της Ελληνικής Βουλής στους Κρητικούς βουλευτές (3-10-1912).
Η χρονολογία αυτή, 3-10-1912 θα έλεγε κανείς ότι είναι η ουσιαστική ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Και είναι πράγματι. Η τυπική όμως είναι η 1η Δεκεμβρίου 1913, ότε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α’ ύψωσε την γαλανόλευκη στο φρούριο της Φιρκά των Χανίων μαζί με τον μεγαλουργό της Ελλάδας τον θριαμβευτή πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Θα είναι όμως άδικο να λέμε πως η προσπάθεια και η τιμή της απελευθέρωσης της Κρήτης και η ένωσή της με την Ελλάδα ανήκει αποκλειστικά στον Ελ. Βενιζέλο. Όχι. Σ’ αυτές συνέβαλαν οι αμέτρητες θυσίες του κρητικού λαού, που είχαν αναγάγει το κρητικό ζήτημα σε διεθνές επίπεδο.
Η Κρήτη βλέποντας πως καθυστερούσε η ένωση αγρυπνούσε και μάχονταν για αυτή αλλά ποτέ δεν λιποψύχησε. Ήξερε πως στην απέναντι όχθη του τρικυμισμένου κρητικού πελάγου της ανέμενε με ανοιχτές αγκάλες η μητέρα Ελλάδα κι ότι έκανε το παν για την θαλασσοδαρμένη κόρη της και δεν έβλεπε την ώρα να την σφιχταγκαλιάσει, όπως μας λέει και ο ποιητής Ιωάννης Πολέμης
Καλώς τη θυγατέρα μου, που καρτερούσα να ΄ρθει
Και χρόνια αιματοπνίγηκε, χρόνια θαλασσοδάρθη
Ακούραστα αρμενίζοντας μ’ ολόρθο το κεφάλι
Απ’ τ’ ακρογιάλι της σκλαβιάς στο ελεύθερο ακρογιάλι.
Μα ό,τι για σένα γίνηκε τ’ άξιζες να σου γίνει
Γιατί ‘σαι η σπίθα π’ άναψε το φοβερό καμίνι
Εκεί που σφυροκόπησε με τόση περηφάνεια
Τα σιδερένια τ’ άρματα και τα χρυσά στεφάνια.
Σήμερα η Κρήτη είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο προς νότο του ελεύθερου ελληνισμού. Είναι χαμηλότερο διαμάντι της ελληνικής δημοκρατίας. Αναπνέει, ζει, κινείται κατά τις εθνικές παραδόσεις και με την εργασία των κατοίκων της τα πλούσια αγαθά της και τον τουρισμό της συμβάλλει τα μέγιστα στην εθνική οικονομία.
Τώρα και 112 χρόνια δεν την διατάζουν οι ξένοι. Η ζωή, η τιμή και η περιουσία της, ανήκουν σ’ αυτήν. Τα δάκρυά της έχουν στεγνώσει τελείως. Το βάρος έχει φύγει από τα στήθη της. Το χαμόγελό της ήρθε κυριολεκτικά στα χείλη της. Οι αγάδες δεν δοκιμάζουν πια την αποτελεσματικότητά του πυρός των όπλων τους πάνω στα κορμιά των κατοίκων της και δεν σκορπούν πια φόβο στο πάτωμα για να χορέψουν πάνω σ’ αυτό οι Κρητικοπούλες να διασκεδάσουν.
Τα τυλιγμένα στο χαρτί φυσσίγια, που τα στέλνουν στους νοικοκύρηδες και ζητούσαν κι αυτοί ή το καλύτερό τους αγρόκτημα, ή το κεφάλι τους, έμεινε μια κακή ανάμνηση. Όλα αυτά φαίνονται σήμερα σαν όνειρα, που έσβησαν για πάντα.
Σήμερα η Κρήτη απολαμβάνει αμέριμνα την ελευθερία της με όλα τα αγαθά της: την ειρήνη, την ασφάλεια, την πρόοδο, την ευτυχία και τη χαρά.
Εμείς οι νεότεροι πρέπει να είμαστε ευγνώμονες σε όλους όσους αγωνίστηκαν για την ελευθερία και την ένωσή μας με τη μητέρα Ελλάδα την 112η επέτειο της οποίας γιορτάζουμε, γιατί με τις θυσίες και τους αγώνες τους μας έδειξαν το δρόμο που οδηγεί αλάνθαστα στα ιδεώδη της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Ο Εμμανουήλ Μπελιβάνης είναι συνταξιούχος δάσκαλος