Στο τρίτο κατά σειρά λαογραφικό κείμενο στην παρούσα εφημερίδα, η κα Ειρήνη Ταχατάκη κατάφερε και πάλι να μας συγκινήσει με την ολοζώντανη περιγραφή της πάνω στη ζωή των ανθρώπων, στα παλιά δύσκολα χρόνια, που δεν πρέπει να τα ξεχνάμε, για να χτίζουμε το μέλλον με το βλέμμα στραμμένο στα περασμένα, αποφεύγοντας τα λάθη μας και παραλείψεις.
Τότε που οι χωματόδρομοι και τα χαλάσματα ήταν ο τόπος και ο τρόπος που τα παιδιά περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους παίζοντας κλεφτοπόλεμο και τα άλλα της εποχής λιγοστά παιχνίδια, εφευρήματα τα πιο πολλά της παιδικής τους φαντασίας, χωρίς να νοιώθουν ότι η μεταπολεμική εικόνα της γειτονιάς τους, τούς στερούσε κάτι.
Τότε που οι αγωνιστές της επιβίωσης κέρδιζαν αγκομαχητά τη ζωή τους βήμα βήμα, κάνοντας μεγάλες εκπτώσεις στα συναισθήματά τους σφίγγοντας την καρδιά, για να πάνε παρακάτω τη ζωή τους, δημιουργώντας με λιγοστά εφόδια οικογένεια με πολλά παιδιά και να μπαίνει στο σπίτι τους το γέλιο, η χαρά και οι παιδικές φωνές τους.
Με το χρωστήρα του δημιουργικού ταλέντου της η Ειρήνη Ταχατάκη περιέγραψε την πρωταγωνίστρια, την μικρή Ελένη με τις ξανθές πλεξούδες της που εντυπωσίαζαν όποιο πρόσωπο την έβλεπε. Εννιά αδέλφια ήτανε και έπρεπε οι γονείς να κάνουν κουμάντο. Ο κύβος ερρίφθη. Τη μικρή Ελένη θα την έστελναν στην Αμερική, θα ξενιτευόταν να βρεί μια καλύτερη τύχη, να αλαφρώσει η οικογένεια.
Η κα Ταχατάκη σταματάει εδώ την ιστορία της μικρής Ελένης. Εκκωφαντική σιωπή. Με την διακοπή της ιστορίας της μικρής Ελένης, η συγγραφέας σαν καλός μαέστρος της Τέχνης του Λόγου, προκαλεί στον Αναγνώστη άπειρα συναισθήματα και γίνεται αφορμή να γεννηθούν μεγάλες ανησυχίες (όπως θα έλεγε και η ίδια, το έχει πρωτοπεί) για την μικρή Ελένη.
Τι απέγινε. Βρήκε άραγε την καλή τύχη επαληθεύοντας τις άπειρες ευχές που θα της έδινε με τις χαχαλιές η μάνας της όταν την κατευόδωνε στο καράβι, συγκρατώντας τα δάκρυά της για αργότερα, όταν θα γύριζε πια στο σπίτι της με άδεια την καρδιά της. Αλλά και για κάθε άλλο παιδί που βίωσε την ίδια μοίρα με το κοριτσάκι, καθώς δεν ήταν λίγα αυτά τα παιδιά που ακολούθησαν παρόμοια ιστορία τότε.
Η συγγραφέας, συνεχίζοντας το κείμενό της, ξεδιπλώνοντας το λογοτεχνικό της ταλέντο, και στρίβοντας δια του «αρραβώνος», προσπαθεί να απαλύνει τον αναγνώστη διαλύοντας τη συγκίνηση, που του -και μας- προξένησε, γεμίζοντας το λαογραφικό της κείμενο με την μαγική φωτογραφική γραφίδα της, εικόνες από τον τότε εσωτερικό χώρο των σπιτιών και τον πρέποντα στολισμό τους από τα λίγα γυαλισμένα μπακίρια να απαστράφτουν, με τα ωραία πιατικά, τις σουπιέρες και φαγιάντζες για τις γιορτινές μέρες, τα μεγάλα ταψιά, με τα ασπρισμένα κατώφλια, τα πεζούλια και τις γλάστρες.
Διαβάζοντας τα λαογραφικά κείμενα της Ειρήνης Ταχατάκη, σου υποκινεί άμεσα τη σκέψη σε θετικά πολλαπλά μονοπάτια και τα συναισθήματα αναδύονται και σε ακολουθούν αρκετά μετά το διάβασμα, ανανεώνοντας τον εσωτερικό σου κόσμο.