Οι παλιοί, είμαστε και πιο αληθινοί; Ναι, γιατί μετά από τα μεταβυζανάρικα χρόνια, τα παιχνίδια μας τα φτιάχναμε μόνοι μας, από αληθινά υλικά, ξύλο και χώμα, μέχρι τις δουλειές αργότερα που ήτανε χειροπιαστές, χειρονακτικές, σαν τη χειροτεχνία κι αυτές μες τα χώματα, τα ξύλα, το νερό, τη φύση γενικότερα.

Οι αποστάσεις ήτανε αληθινές, γιατί τις κάναμε με τα πόδια μας. Η κούραση ήτανε αληθινή, γιατί κουραζόμαστε στο σώμα και μετά ξεκουραζόμαστε και γινόμαστε πάλι φυσιολογικοί, ενώ σήμερα κουραζόμαστε με την ψυχή.

Η κούραση αυτή με την ξεκούραση δε φεύγει όλη και σιγά-σιγά μαζεύεται, μεγαλώνει και λέγεται άγχος, στρες, υπερένταση κ.λπ. Οι άνθρωποι τότε κουραζότανε σωματικά και κοιμότανε αληθινά φυσιολογικά. Σήμερα οι περισσότεροι κοιμούνται ψεύτικα με υποστηρικτικά μέσα.

Είμαστε αληθινοί γιατί όλα ήτανε από πρώτο χέρι ατόφια. Τα προϊόντα που καλλιεργούσαμε ήτανε γνήσια, καθαρά, γνήσιες και αληθινές ήτανε και οι καλλιέργειες, γνήσια και αληθινά πηγαίνανε τα προϊόντα στο τραπέζι. Σήμερα τα λέμε μεταλλαγμένα,ψεύτικα.

Τότε ζούσανε από μόνοι τους, αληθινή, φυσιολογική ζωή. Σήμερα ζούνε με την επιστήμη, με φάρμακα, ψεύτικα. Ζούσανε μέσα στη φύση με αληθινά πουλιά, με αληθινά καλαϊδίσματα και με αληθιννές κραυγές των ζώων.

Σήμερα τα βλέπουμε από την τηλεόραση και αντί κελαϊδίσματα ακούνε ανθρώπινα…γαυγίσματα.

Τότε ένιωθες την οσμή τους, την άχνα τους, το άγγιγμά τους, την αγάπη τους. Αγαπούσαν τον άνθρωπο και η αγάπη ήτανε αμοιβαία. Ο ένας είχε την ανάγκη του άλλου. Ζώα και άνθρωποι είχανε κάνει… εταιρεία, να δουλεύουν μαζί, να κερδίζουν οι άνθρωποι και να μη δίνουν στα ζώα!

Η μόνη αδικία που υπήρχε τότε ήτανε στα ζώα. Δουλεύανε τσάμπα, μόνο για να τρώνε, όπως έκαναν πολλοί στην κατοχή. Προπαντώς οι γελάδες, τα γαϊδουράκια και τα μουλάρια.

Τι μηχανές ήτανε αυτές! Ούτε χαλούσανε, ούτε σε μηχανικούς πηγαίνανε, ούτε στα ΚΤΕΟ. Τσάμπα ερχότανε στα αφεντικά τους! Ούτε τέλη, ούτε ασφάλεια, ούτε καύσιμα, ούτε τίποτα. Ανέξοδα. Κι όχι μόνο τα δέρνανε, αλλά τα… αρμέγανε κιόλας τα γαλακτοφόρα και άμα τα στειρώνανε, τα σφάζανε κιόλας!

Έτσι και τους δούλευαν και τους έπιναν το γάλα και τους έτρωγαν και το κρέας! Καταλάβατε τώρα γιατί ο αγρότης δεν μπορεί να ζήσει; Γιατί αντί να του δουλεύουνε τσάμπα να τρώει και να πίνει, πληρώνει και από πάνω!

Δεν τα ένοιαζε όμως τα ζώα που δουλεύανε, γιατί κουραζότανε μαζί με τα αφεντικά τους (σήμερα κουράζονται μόνο τα ζώα) ανισότητα μεταξύ τους δεν υπήρχε. Η διαφορά ήτανε μόνο στο… σωμάρι.

Όλα λοιπόν ήτανε χειροπιαστά, αληθινά. Όσο πιο αληθινό, φυσικό είναι κάτι, τόσο σε τραβάει κοντά του. Το πιο αληθινό όμως από όλα που σε τραβάει είναι το χώμα. Αυτό να δεις πως σε τραβάει όταν έρθει η ώρα σου!

Έτσι λοιπόν, επειδή το καθετί που δεν είναι μεταλλαγμένο και είναι αληθινό, είναι και αγαπητό. Γι’ αυτό τότε οι άνθρωποι ήταν αγαπητοί. Δε λέμε, εγώ σ’ αγαπώ γιατί λες την αλήθεια και είσαι σωστός;

Όσο οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τα χώματα και τα ζώα, που ήτανε το πρώτο χέρι, το ατόφιο και μπήκανε σε άλλο κόσμο χωρίς χώματα και ζώα, στα σκληρά μπετά και στους σκληρούς ανθρώπους, πονηρεύτηκαν, γιατί έπρεπε να δουλεύουν με το μυαλό και με το σώμα.

Η ζωή εκεί είχε περισσότερες απαιτήσεις, έπρεπε να δουλεύεις μόνος σου χωρίς… γαϊδάρους και βόδια. Έπρεπε ακόμα από αφεντικό να γίνεις αφεντικό των άλλων (λες και πήρανε τη θέση των ζώων). Από αφεντικά έγιναν δούλοι κατά κάποιον τρόπο.

Ένιωθαν και περήφανοι που μπήκανε στο χώρο αυτό, όμως σιγά-σιγά απέκτησαν μειονεκτικά συναισθήματα, γιατί είδαν τις κοινωνικές διαφορές. Έτσι όλος ο αγώνας τους πήγε στο να αποκτήσουν χρήμα και δύναμη να ανεβαίνουν πολλά μαζεμένα σκαλοπάτια να ισορροπήσουν και να ενταχθούν στον αστικό κοινωνικό ιστό.

Όσο και να παλέψεις όμως μακριά από τη φύση, στο τέλος η επιθυμία σου θα είναι να γυρίσεις πάλι στο χώμα, στην αληθινή ζωή, στο χώμα που σε ηρεμεί, στο χώμα που σε… περιμένει να γίνετε ένα μ’ αυτό…