Μια ενδιαφέρουσα θεατρική παράσταση ανέβηκε αυτές τις μέρες στο Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου, από μια εξαιρετική ομάδα ανθρώπων της πόλης μας, σε σκηνοθεσία Σοφίας Δερμιτζάκη. Τιτλοφορείται «Σπίτια της καρδιάς» και είναι εμπνευσμένη από τα βιβλία της Αγγελικής Κίτσου-Μαγαράκη, «Σπίτια της καρδιάς» και «Έντεκα κειμήλια. Μια ιστορία».
Με αυτή την αφορμή, καταθέτω κάποιες σκέψεις για το δεύτερο αυτό βιβλίο.
Η Αγγελική Κίτσου-Μαγαράκη, απόγονος Μικρασιατών, χτυπά την πόρτα της ιστορίας και της αυτογνωσίας μας, με σοβαρότητα και ευαισθησία. Και παράλληλα εκπληρώνει ένα χρέος μνήμης άσβηστης, απαθανατίζοντας με τη συγκινημένη αλλά νηφάλια φωτογραφική της ματιά τα ορφανεμένα ελληνικά σπίτια της Μικρασίας (Σπίτια της καρδιάς 2015) και ζωντανεύοντας με τη λογοτεχνική της πένα «παλιές γλυκόπικρες ιστορίες, αθέατες» της αλλοτινής ζωής αυτών των σπιτικών (Έντεκα κειμήλια 2018).
Τα «έντεκα κειμήλια», μία συλλογή ισάριθμων διηγημάτων με διαφορετικό θέμα το καθένα, φωτίζουν όλα μία κορυφαία εθνική στιγμή: τον φοβερό ξεριζωμό του ’22. Η συγγραφέας ζωντανεύει γεγονότα και πρόσωπα της οικογένειάς της και άλλα, βαθιά χαραγμένα στον νου και στην ψυχή της, μεταπλασμένα στην αχλύ του χρόνου με την οικειότητα οικογενειακής υπόθεσης και κυρίως με τη συγκατάβαση της τρίτης γενιάς προσφύγων.
Το δίπατο σπίτι του παππού στην Πατρίδα, που κατοικούσε στη φαντασία της πάνω από 40 χρόνια, ανοίγει τώρα πρώτο το βιβλίο, ενώ στο κέντρο του τοποθετείται η αιχμαλωσία του δεκαεξάχρονου τότε έφηβου πατέρα.
Η τραυματική εμπειρία του ξεριζωμού ξεδιπλώνεται μέσα από προσωπικές ιστορίες απλών ανθρώπων, ειδικότερα, μέσα από μικρά αντικείμενα, εκτοπισμένα κι αυτά από τη γενέτειρα, που φυλάσσονται με ιδιαίτερη ευλάβεια στη νέα πατρίδα.
Τα πολύτιμα αυτά θυμητάρια, όλα ουσιαστικά (η φωτογραφία, δυο πεταλούδες –σκουλαρίκια-, το ασημένιο ρολόι, τα κλειδιά, τα τσαρουχάκια, το γαριφαλάκι, κ. ά), γίνονται τίτλοι σε τριτοπρόσωπες αφηγήσεις και μεταδιηγήσεις, αλλά και σε προσωπικές μαρτυρίες, όπως αυτή που γράφει ο Τάσος, τέσσερα χρόνια μετά τον μαύρο Σεπτέμβρη του ’22, ξαναζώντας τον εφιάλτη της αιχμαλωσίας. Ακριβό κειμήλιο της οδυνηρής αυτής μνήμης αλλά και της αντοχής ένα κουρελάκι από το ταπεινωτικό εκείνο τσουβαλένιο ένδυμα.
Το κέντημα, που σαν εικόνισμα κρέμεται τώρα πάνω από το κρεβάτι, το κεντούσε η 18χρονη Μυρσίνη στο χωριό της (κοντά στη Σμύρνη) τότε που ο Έλληνας στρατιώτης σαν Άη-Γιώργης πάνω στ’ άλογό του, σαν έρωτας σωτήρας, την έσωσε την ώρα του χαλασμού.
Το παλιό εικόνισμα της Παναγίας στο σαλόνι ήταν ό,τι πρόλαβε η μικρή Μαρία να αρπάξει, μαζί με κάποια χρυσαφικά, όταν μέσα στον «τυφώνα του μίσους» ήρθαν οι τσέτες, σκότωσαν τη μάνα της και την ανάγκασαν μεμιάς να πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς με την 70χρονη γιαγιά.
Την περιπετειώδη επιστροφή της Ανεξάρτητης Μεραρχίας διηγείται ένας 80χρονος ταγματάρχης, εστιάζοντας στο συγκλονιστικό στιγμιότυπο, που, ενώ ο απερχόμενος στρατός εγκαταλείπει απροστάτευτα τα «ωραία κορίτσια του Σιντιρτζή, τα μελλοθάνατα…», εκείνα τούς δωρίζουν τα προικιά τους (σ. 65). Ένα τέτοιο λάφυρο απόγνωσης είναι το λευκό μαντιλάκι με το μονόγραμμα Α, που του άλλαξε τη ζωή.
Αυτά και άλλα «Ράκη από χαμένες τραγωδίες» συμπληρώνουν τη μεγάλη εικόνα. Σε κάποια αφηγήματα μάλιστα συνυπάρχουν η ενθουσιώδης αρχή και το τραγικό τέλος του δράματος. Στο πρώτο πχ., ο παππούς, φανατικός βενιζελικός, φέρνει τη χαρμόσυνη είδηση για τον ερχομό του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Κι όταν τα πράγματα αναποδογυρίζουν, ως αγνός άνθρωπος που αγνοεί τα πολιτικά παιγνίδια των ισχυρών, ελπίζει ακόμη, ώσπου η σπαρακτική αγωνία του στρατιώτη γιου, «Μάνα ακόμη εδώ είστε; Χαλασμός γίνεται, μάνα, χαλασμός!», διαλύει τις βεβαιότητες.
Η υποδοχή του ελληνικού στρατού ως λυτρωτή, με αλαλαγμούς χαράς, περιγράφεται και στο δεύτερο. Μέσα μάλιστα σ’ αυτή την ευφρόσυνη ατμόσφαιρα γεννιέται ένας κεραυνοβόλος έρωτας.
Ύστερα έρχεται η Καταστροφή, χωρίζει αγαπημένους και σκορπίζει ζωές στους πέντε ανέμους: άλλους στην αιχμαλωσία, άλλους αγνοούμενους πολλά χρόνια, άλλους στην υπερπόντια μετανάστευση ως εμιγκρέδες, και τους πολλούς στον δρόμο της προσφυγιάς προς την Ελλάδα, χωρίς γυρισμό. Η ιστορική τραγωδία του ’22 διαθλάται δηλαδή σε πολλά επίπεδα, ως η μέγιστη εθνική πληγή και ως απροσμέτρητος ανθρώπινος πόνος.
Μα μπορεί, αλήθεια, να ιστορήσει όλα αυτά ο λόγος;
Ωστόσο, η συγγραφέας, εμπιστευόμενη τη λογοτεχνία, θα τολμήσει τη δική της κατάθεση. Εξάλλου κουβαλάει πολλές αληθινές ιστορίες προσφύγων, διηγήσεις αποχωρισμών, θανάτων, εξαφανίσεων μα και ελπίδας για ένα νέο ρίζωμα. Ενθυμήματα της παιδικής ηλικίας που τα φύλαξε, τα ζέστανε με την ανάσα της πολύ καιρό, αργότερα τα συμπλήρωσε με την αναγκαία ιστορική γνώση και έτοιμη πλέον τα ζωντανεύει, χωρίς επιτήδευση και μεγαλοστομίες, με συστολή, αίσθημα ευθύνης και έντιμο λόγο. Δεν θα αποκρύψει, ούτε βέβαια θα υπερτονίσει, αλήθειες που πληγώνουν, πχ. τα καμένα από τον ελληνικό στρατό χωριά, διαφωνίες και διχόνοιες των αιχμαλώτων.
Αν και χωρίς δικές της αναμνήσεις από κείνη την πατρίδα, ανασυνθέτει με ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή τη βιωματική πρόσληψη ενός κορυφαίου ιστορικού γεγονότος, αρκετά χρόνια μετά, που δεν πρέπει να ξεχαστεί, επιλέγοντας να φωτίσει την ιδιωτική του κυρίως διάσταση. Εστιάζει λοιπόν στα πρόσωπα με τα ονόματα, τη γλώσσα (μια ποικιλία από μικρασιάτικα, κρητικά στην Τουρκία, ελληνοαμερικάνικα γκρίκλις) και τις σχέσεις τους.
Χωρίς να εμμένει σε βαθύτερες ενδοσκοπήσεις, καταθέτει την πικρία των μεγαλύτερων, σκιαγραφεί με εκφραστική ωριμότητα τον βαθύ, πέτρινο πόνο αλλά και τις χαρές τους. Αγγίζει τις περιπέτειες της ζωής τους, με ρεαλιστικές κινηματογραφικές σκηνές, άλλες σε αργή κίνηση και άλλες γρήγορες και εφιαλτικές. Προβάλλει τον ελληνικό αλλά και κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής στη μικρασιατική πατρίδα (βεγγέρες, πολιτισμικά στοιχεία, νανουρίσματα, τραγούδια, φαγητά), ίσως και με κάποια δόση νοσταλγικής εξιδανίκευσης, αλλά δείχνει και την κοινωνική διαστρωμάτωση των προσφύγων.
Και στέκεται στην πλευρά των πονεμένων με αισθήματα αλληλεγγύης. Κανείς δεν είναι κακός, φαίνεται να λένε οι ήρωες. Το μίσος ξεχειλίζει, γιατί το γεννά και το αναπαράγει ο πόλεμος και τα ανήλεα συμφέροντα των ισχυρών.
Η Αγγελική Κίτσου – Μαγαράκη λοιπόν ως νεότερη γενιά, ψηλαφίζει τον κόσμο καταγωγής της μέσα σε ένα αιματοβαμμένο πικρό παρελθόν, αλλά σε τοπία μνήμης και φαντασίας. Και κρατά τις μνήμες ως πολύτιμο κειμήλιο αυτοπροσδιορισμού της, ενώ στήνει γέφυρες με όσα αναζητούν τη μεταμόρφωση της μεγάλης πληγής σε μάθημα ουσιαστικής εθνικής αυτογνωσίας και αντιπολεμικής συνειδητής παιδείας.
Το δηλώνει εξάλλου, με λυρική τρυφερότητα, στον πρόλογο:
«Μνήμη παλιά, καθαρή, χωρίς μισαλλοδοξία και παράφρονες -ισμούς.
Πετάς πάνω από τα χαλάσματα του καιρού με πίστη στον Άνθρωπο και στο Αύριο». «Έντεκα κειμήλια» λοιπόν με άρωμα μνήμης, άρωμα ανθρωπιάς!
* Η Μαρία Φραγκιαδάκη είναι φιλόλογος