Της Αναστασίας (Σούλας) Γοντικάκη*
Αφιερωμένο στους γονείς της κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2018 το βιβλίο της Αγγελικής Κίτσου-Μαγαράκη από τις εκδόσεις Μπαλτά. Έκδοση καλαίσθητη, σοβαρά εικονογραφημένη, ελκυστική. Η Αγγελική μπαίνει στον χώρο της λογοτεχνίας με γενναίο βήμα, το δικό της, και μάλιστα σε περιοχή ιερή για την εθνική μας μνήμη και καταξιωμένη λογοτεχνικά από τους μεγάλους της πεζογραφίας μας και της ποίησης.[…] Γεννημένη στο Ηράκλειο – τρίτη γενιά από το 1922– μας πληροφορεί: «πάντοτε μέσα στην καρδιά μου υπήρχε ένας μεγάλος χώρος για τις αλλοτινές πατρίδες, μια αγάπη που μου εμφύσησαν οι Μικρασιάτες γονείς μου». Αυτή η αγάπη μοιάζει μ’ εκείνη που ένιωθε ο Οδυσσέας απλωμένη στο κορμί του, σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα. Ακατανίκητη και παντοτινή».
Από τα ταξίδια της στη γειτονική χώρα βγήκε ένα εξαιρετικό φωτο-άλμπουμ τα «Σπίτια της καρδιάς» με κείμενα που μας μιλούν γι’ αυτά (εκδ. Στεφανίδη).
Ύστερα ήρθαν τα «Έντεκα κειμήλια».
Ένα ποιητικό κείμενο, δισέλιδο, υποκαθιστά τον πρόλογο με τίτλο μια παρονομασία, σοβαρή και παιγνιώδη, ανάμεσα στις λέξεις μνήμη και κειμήλια, ζεύγος που αλλάζει τη θέση και το νόημα των όρων του με μία διάζευξη. Η επιλογή του νοήματος αφήνεται στον αναγνώστη.
Το κειμήλιο «κείται» και είναι ό,τι απομένει απτό από ένα γεγονός, ένα αντικείμενο κ.λ.π. που υπήρξε κάποτε και είναι μία απόδειξη με ιδιαίτερη αξία, αξία συναισθηματική για εκείνον που το έχει. Από την άλλη η μνήμη έχει τον λόγο της στη διάσωση του παρελθόντος, ως δεξαμενής της κοινής εμπειρίας και του ατομικού βιώματος, της μαρτυρίας όσων έζησαν τα γεγονότα και τα αφηγήθηκαν ο καθένας ανάλογα ως ευνοίας και μνήμης έχοι.
Και οι δύο λέξεις έχουν αναφορά στο παρελθόν. Τα «Έντεκα κειμήλια» είναι «μια ιστορία». Όμως η Α. Μ. δεν γράφει Ιστορία με την κλασική έννοια. Η μυθιστορία είναι πιο κοντά στη δική της αλήθεια. Τα «Έντεκα κειμήλια…» συναιρούν τις μνήμες και τα συναισθήματα των ανθρώπων που έζησαν τη φρίκη ενός πολέμου άγριου και πολύμορφου, την καταστροφή, το ξερίζωμα, την προσφυγιά. Το συμπυκνωμένο κείμενο «αντί προλόγου» είναι κι αυτό μια ιστορία που αφηγείται με λυρισμό όλη την περιπέτεια, πνευματική και σωματική που προϋποθέτει η συγγραφή ενός βιβλίου. Με θαυμαστή οικονομία καλύπτει όλο το περιεχόμενο, το κίνητρο και τον σκοπό της γραφής του.
Έτσι ψυχολογικά έτοιμοι βρισκόμαστε μπροστά στα «κειμήλια». Η σειρά τους (το καθένα και μια ιστορία, που κατά διάφορους τρόπους συνδέεται με το ’22) στο βιβλίο δεν είναι τυχαία, αλλά προσεκτικά μελετημένη, ώστε να ακολουθεί τον δρόμο των ιστορικών και κοινωνικών εξελίξεων που φτάνουν μερικές φορές ως τις μέρες μας.
Το ίδιο μελετημένος είναι και ο τρόπος αφήγησης. Η δυσκολία προκύπτει από το γεγονός ότι η συγγραφέας πρέπει να αναδιηγηθεί όσα άκουσε και να συναρμόσει τον μύθο με την αλήθεια του πραγματικού γεγονότος, χωρίς να προδώσει τα πρόσωπα, που είναι οι ήρωες, κάποτε και οι ίδιοι οι αφηγητές της ιστορίας. Να τους ζωγραφίσει μέσα στον δικό τους τόπο και χρόνο, στη ζεστασιά της πατρογονικής εστίας, με τη δική της ατμόσφαιρα, τον δικό της τρόπο ζωής. Τελικά να μας μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, που ισορροπεί ανάμεσα στη φαντασιακή εικόνα και τη ρεαλιστική πραγματικότητα.
Βρισκόμαστε ακριβώς στο σημείο που η συλλογική μνήμη μεταμορφώνεται μαγικά σε παράδοση. Αυτήν που παρηγορεί, που σώζει εκείνο που αλλιώς θα είχε χαθεί, αν δεν είχε γίνει έργο τέχνης στα χέρια και τη γλώσσα του λαού. Θα είχε χαθεί π.χ. το μικρασιατικό γλωσσικό ιδίωμα που βαστά από τα χρόνια του Ομήρου, σφραγίδα της καταγωγής μας.
Η Αγγελική συνθέτει ενόερα το λαïκό στοιχείο της πρώτης αφήγησης με τον καλλιεργημένο δικό της λόγο στην αναδιήγηση, και παράλληλα σώζει, σε τρίτη αφήγηση, αυθεντικό δείγμα της ντοπιολαλιάς. Και δεν είναι μόνο αυτά. Είναι και τα ρωμέικα που μιλούν οι Τούρκοι της «ανταλλαγής» που προέρχονται από ελληνικές περιοχές και συμπλέκουν ελληνικά και τούρκικα. Είναι και οι ομιλούντες τα «φραγκοχιώτικα», οι Φραγκολεβαντίνοι της Σμύρνης και των νησιών οι καθολικοί.
Όλος αυτός ο φόρτος δεν βαραίνει τα κείμενα. Είναι η λιτότητα, η σαφήνεια, η κυριολεξία, η μετρημένη χρήση της καλολογίας, ενώ απουσιάζουν οι δασκαλίστικες μικρολογίες και τα μηνύματα που μας έχουν πλειστάκις ταλαιπωρήσει. Είναι η ποιότητα του λόγου. Και είναι ακόμη ο χαμηλός τόνος, η ευλάβεια που πλησιάζει τα σκληρά γεγονότα, είναι η αγάπη που μεταμορφώνει τα κειμήλια σε σύμβολα κι έτσι μπορεί να μιλάει με «παραμύθια και παραβολές» για την πατρίδα, την πίστη, τον έρωτα, τον θάνατο, τον αυτοέλεγχο, την αξία της υπομονής, την παρηγοριά της ελπίδας, την πίστη στον Άνθρωπο και το Αύριο.
Έχουν περάσει σχεδόν εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Όμως οι πατρίδες αυτές θα μείνουν αλησμόνητες, γιατί έντεκα κειμήλια και μια αγάπη βουίζει στις φλέβες της τρίτης γενιάς από την Καταστροφή, αγάπη που συμφιλιώνει, συγχωρεί, νικά τα τέρατα, αλλά δεν ξεχνά το χρέος της και εξακολουθεί να τραγουδά:
«Η Ρωμανία κι αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο».
Το βεβαιώνει και ο Σολωμός: «φυτρώνει και στο σκότος του του Παραδείσου τ’ άνθι».
* Η Αναστασία (Σούλα) Γοντικάκη είναι συνταξιούχος φιλόλογος