Αποτελεί κοινή διαπίστωση το γεγονός ότι οι προσωπικότητες με υψηλό πνευματικό διαμέτρημα, απασχολούν πάντοτε με θετικό ή αρνητικό τρόπο τα κοινωνικά ρεύματα της εποχής τους. Είναι φυσικό λοιπόν και ο Καζαντζάκης με το ογκώδες διαχρονικό έργο, που άφησε στο πνευματικό του πέρασμα, να μην αποτελεί εξαίρεση του κανόνα. Ο ίδιος άλλωστε είχε συνειδητοποιήσει, ότι δεν μπορούσε να μείνει άτρωτος από τα βέλη, που εξακοντίζονται από την ανθρώπινη φαρέτρα, όπως ο ίδιος ομολογεί. Σε γράμμα του λοιπόν σε Ηρακλειώτη φίλο του έλεγε: «Κάπου κάπου μου στέλνουν οι φίλοι και μια εφημερίδα, όπου βλέπω να με βρίζουν ως Εαμοβούλγαρο και ανήθικο και προδότη. Αθάνατοι Έλληνες! Όλη μου τη ζωή τη θυσίασα για την πνευματική Ελλάδα. Δουλεύω με πάθος την ελληνική γλώσσα και παράδοση. Καθαρότατη η συνείδηση, αμόλεφτα τα χέρια, παιδίστικη η καρδιά μου, άγια η ζωή μου. Είναι φυσικό να μη μπορούν να με ανεχτούν οι διανοούμενοί μας. Πάντα έτσι γινόταν και καθόλου δεν παραπονιέμαι». Εκείνος ως φαίνεται εφάρμοζε αυτό που πίστευε και έλεγε: Δεν υπάρχει βαρύτερη τιμωρία από το ν’ απαντάς στην κάκητα με καλοσύνη.
Συνοδοιπόρος στη σκέψη αυτή ο αείμνηστος Μενέλαος Παρλαμάς θα πει: «Πολύπλαγκτος ως ο Οδυσσέας, έντιμος ως ο Αριστείδης, λιτός ως ο Κωκίων, σοφός και παρεξηγημένος ως ο Σωκράτης». Διευκρίνισε και τονίζουμε ότι αφορισμός του Καζαντζάκη από την πλευρά της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν υπήρξε ποτέ. Απλά, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας κατέφυγε στη δικαιοσύνη ζητώντας την απόσυρση των βιβλίων του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο τελευταίος πειρασμός» και «Ο Καπετάν Μιχάλης». Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι την εποχή εκείνη, υπήρχε μια περιρρέουσα σύγχυση, όσον αφορά την πλήρη νοηματική απόδοση των έργων του Καζαντζάκη. Ο ίδιος άλλωστε μας λέει αποκαλυπτικά: «Οι λέξεις που μεταχειρίζομαι μοιάζουν με σκληρό κουκούτσι, που κλείνει μέσα του εκρηκτική δύναμη. Αυτή τη λέξη για να καταλάβεις, πρέπει να την συντρίψεις, για να απελευθερωθεί η μέσα της συμπυκνωμένη δύναμη, διαφορετικά συνεννόηση δεν υπάρχει». Έτσι, η Ιερά Σύνοδος εκφράζοντας τις απορίες, τις αμφιβολίες και το πνεύμα της εποχής, χωρίς ιδιαίτερη διεισδυτική ματιά στο έργο του, ενήργησε κατά τον τρόπο που εκείνη έκρινε σωστό.
Με την αντίδραση της πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας της χώρας το όλο θέμα ατόνησε και απονευρώθηκε τελικά. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης όταν πληροφορήθηκε τις προθέσεις της Εκκλησίας, είπε: «Στο δικαστήριό σου Κύριε κάνω ένσταση» λέγοντας: «Με καταραστήκατε άγιοι πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και τόσο θρησκευόμενοι, όσο είμαι εγώ».
Η Εκκλησία της Κρήτης με τον τότε Μητροπολίτη της κυρό Ευγένιο που προέστη της νεκρώσιμης ακολουθίας, τον τίμησε μαζί με τον Υπουργό Παιδείας Αχ. Γερωκοστόπουλο τον κομματικό αρχηγό Γ. Παπανδρέου, τον βουλευτή Κ. Μητσοτάκη κ.ά. την ημέρα της ταφής του στις 4 Νοεμβρίου 1957.
Θαυμαστής ακόμα του Καζαντζάκη και του έργου του ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας όταν το 1963 είχε επισκεφθεί την Κρήτη και το αποκάλυψε.
*Ο Γ. Παναγιωτάκης είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής