Έρχεται στο μυαλό μου συχνά η Ευαγγελική αυτή ρήση. Είναι, φυσικά, μια προσταγή σκληρή, με αμφιλεγόμενη σημασία. Αναιρεί την εντολή της αγάπης, αφού απερίφραστα εντέλλεται να εγκαταλείψουμε κάθε τι το νεκρό, που με την προσκόλλησή του επάνω μας, μας εμποδίζει να προχωρήσουμε παραπέρα.

Οι θεολογικές ερμηνείες σαφώς έχουν την δική τους δογματική εγκυρότητα, αφού εντάσσουν το χωρίο σε γενικότερες παρόμοιες εντολές και επιλέγουν την ερμηνεία που συγκλίνει με αυτές και εναρμονίζεται το νόημα με το νόημα ολόκληρου του κειμένου, αλλά και του Θείου Λόγου γενικότερα.

Αν, όμως, η θεολογική ερμηνεία ικανοποιεί, αυτό συμβαίνει, επειδή η εγκυρότητά της υποστηρίζεται από την πίστη. Αν δεχτούμε ότι εδώ έχουμε «Θεού Λόγον» και Λόγος Θεού είναι «Αυτή η αλήθεια και η ζωή», δεν είναι δυνατό να αμφισβητήσουμε όχι μόνο την ερμηνεία, αλλά και κάθε απλή διαφορετική διάθεση είναι ανίερη, βλάσφημη και αμαρτωλή.

Εντούτοις, υπάρχει παράλληλη θεία ανθρωπολογική παρατήρηση ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως και αδύνατος και αμαρτωλός. Επομένως όχι μόνο σφάλλει και αμαρτάνει, αλλά, εάν κάποιος κατορθώσει να μην αμαρτήσει και με αγώνα και ηρωική προσπάθεια, όπως απαιτεί ο Νίτσε, να γίνει «υπεράνθρωπος» ή όπως ποιητικά ζητά ο Ν. Καζαντζάκης να μετατρέψει τη σάρκα σε πνεύμα, αν δηλαδή υποτάξει τα πάθη του και στεγνώσει το κορμί που τον παρασύρει σαν Σειρήνα σε αλλότρια, τότε αμαρτάνει και πάλι, γιατί γίνεται Θεός. Θεός ή θηρίο, όπως θα πει ο Πλάτωνας για όσους αποχωρίζονται από το κοινωνικό σύνολο και μονάζουν ή αναχωρούν ή ασκητεύουν.

Η ανθρώπινη φύση και η ισότιμη υπηρεσία πνεύματος και σάρκας τίθεται ως ιδανικό και στόχος στον κλασικό 5ο αι. π.Χ. Τότε που ωριμάζει η δημοκρατία, χτίζεται ο Παρθενώνας, γράφει τις τραγωδίες του ο Σοφοκλής, αλλά παράλληλα οξύνουν την κριτική σκέψη οι σοφιστές και ο ιστορικός Θουκυδίδης θεμελιώνει την ιστορία του και ερμηνεύει τον πόλεμο ως αποτέλεσμα της «ανθρώπινης φύσεως», η οποία παραμένει η ίδια στους αιώνες.

Αυτή και μόνο, η ανθρώπινη φύση και όχι κάποιος Θεός ή κάποια μεταφυσική δύναμη κινεί και δημιουργεί την ιστορία. Από εκείνη πηγάζει και το μεγαλείο της τέχνης, αλλά και η «αμαρτία». Σημειωτέον ότι αμαρτία σημαίνει αστοχία και όχι ένοχη πράξη που αθετεί τη θεϊκή εντολή.

Ας επιστρέψουμε στην Ευαγγελική ρήση «Αγαπάτε αλλήλους» μεν, «άφετε τους νεκρούς» δε. Εάν επομένως ως «νεκρό» θεωρήσουμε το σώμα το δικό μας και θελήσουμε να εκτοξευτούμε ως καθαρό πνεύμα στους αιθέρες, τότε, όχι μόνο δεν θα θάψουμε τίποτε, αφού τα πνεύματα δεν είναι νεκροθάφτες, αλλά και απάνθρωποι θα θεωρηθούμε και το καζάνι της κολάσεως γεμάτο πίσσα περιμένει να μας υποδεχτεί.

Η πυρά αυτού του καζανιού δεν είναι για κανένα μας ευχάριστη και οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται είναι τόσο μεγάλες που φρίττουμε μόνο με την ιδέα ότι θα τις απολαύσουμε ως κατάδικοι και παραβάτες των θείων νόμων.

Θες, επειδή με βολεύει συχνά, θες από κάποια πνευματική διαστροφή, θες επειδή, όσες φορές έπραξα διαφορετικά, το μετάνιωσα και έχασα πολύ χρόνο, προσπαθώντας άδικα να αναστήσω νεκρούς, ακολουθώ μια ερμηνεία προσωπική ρισκάροντας, φυσικά, να βρεθώ κατευθείαν στην κόλαση.

Συγκρατώντας το δάκρυ, οχυρώνομαι και προχωρώ μακριά από τους νεκρούς (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που κάθε μέρα πληθαίνουν στη ζωή μου. Σφίγγω τα χείλια και αναζητώ τη γαλήνη σε κάποιο άλλο ξέφωτο. Μια γαλήνη που λίγο κρατεί. Μια γαλήνη που εγκυμονεί μια νέα τρικυμία. Μια γαλήνη που υποδέχομαι ως αιώνια, όχι επειδή οι δικές μου εμπειρίες και των ποιητών οι λόγοι δεν λένε το αντίθετο, αλλά επειδή ο κόσμος μου θα ασχήμαινε επικίνδυνα, αν έστω και λίγο πίστευα ότι έτσι συμβαίνουν τα πράγματα νομοτελειακά.

Ξεγελασμένος, συχνά, αφήνομαι δίχως την αξιοπρέπεια που απαιτεί ο Καβάφης από τον Αντώνιο, και κλείνω τα αυτιά και δεν πιστεύω ότι η Αλεξάνδρεια φεύγει, παρασύροντας μαζί της όλα τα όνειρα και τις προσδοκίες. Αλίμονο αν δεν ορμήσουμε σε κάθε νέα Αλεξάνδρεια -κάθε φορά- με την ίδια ορμή. Δεν θέλω να στέκομαι στο παράθυρο, να ακούω τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου με επίγνωση και σύνεση.

Είτε, επειδή στην εποχή της τηλεόρασης τέτοιοι θίασοι δεν υπάρχουν παρά μόνο το στριγκό και ανατριχιαστικό μαρσάρισμα ενός αυτοκινήτου που φεύγει στην άδεια λεωφόρο είτε, επιτέλους, επειδή η φύση έτσι με έπλασε και είναι πια πολύ αργά για να προσπαθήσω να αλλάξω. Ακριβώς η φύση αυτή με πλούτισε με απολαύσεις κορυφαίες και με οδήγησε πάμφωτο στον παράδεισο για λίγο.

Πήρε το κλειδί και άνοιξε για να μπω στο περιβόλι της χαράς. Φαίνεται απλώς, ότι αληθεύει ο ποιητής όταν λέει: «Πανωλαδιά ‘καμε η χαρά στση πίκρας το μπουκάλι/ και σαν το γείρω για να πιω ανεκατώνει πάλι» ή «Μην ταξιδεύεις με το νου χωρίς να βλέπεις δρόμο/ για δεν υπάρχουνε χαρές και γέλια δίχως πόνο».

Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος