«Ἥλιος πολύφωτος, ταῖς γραφαῖς καί τοῖς λόγοις σου, καταγαύζων γεγένησαι. ἀστήρ φαεινότατος καί λαμπάς φανωτάτη», πολυφίλητε καί πολυσέβαστε, πολυτίμητε καί πολύσοφε Δάσκαλε ὅλων μας Θεοχάρη, θεοχαρίτωτε, θεοσεβῆ, θεόφρων, θεοδώρητε, θεόφιλε.

Ὅσες λέξεις κι ἄν βρῶ, ὅσα λεξικά κι ἄν ἐρευνήσω, δέν θά βρῶ τίς κατάλληλες λέξεις γιά νά συνθέσω τόν ἐξόδιο ὕμνο τῆς τιμῆς σέ ἐσένα, τόν Ἄρχοντα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί Ἄρχοντα τοῦ τόπου μας καί τῆς καρδιᾶς μας. Δειλιάζω, συγκλονίζομαι, τρέμω –καί δέν εἶναι σχήμα λόγου- μπροστά στό ἐγκώμιο. Θά ἤθελα πολύ νά μήν ἔφθανε ποτέ αὐτή ἡ ὥρα, ἀλλά ποιός εἶμαι ἐγώ γιά νά τολμῶ νά σκέφτομαι νά ἀναστείλω τήν μακαρία κατάπαυσή Σου στοῦ Πατέρα καί Πλάστη τή στοργική ἀγκαλιά;

Ἐκεῖνος σέ καλεῖ κοντά Του γιά νά γίνει τό τέλος τῆς ἐπίγειας βιοτῆς σου, «τέλος τῶν ἄθλων καί ἀρχή τῶν ἐπάθλων». Σέ καλεῖ νά προστεθεῖς «τοῖς πατράσι», νά γίνεις ἕνα μέ τούς Ἁγίους πού ἀγάπησες, τούς Ἁγίους τῆς πρώτης ἰδιαίτερα βυζαντινῆς περιόδου τῆς Κρήτης, πού ἐκπόνησες γι’ αὐτούς τήν ἐπί διδακτορίᾳ διατριβή Σου.  Γιά νά τούς δεῖς ἀπό κοντά, ὡς παλαιούς φίλους καί γνώριμους, καί μαζί τους καί «σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις» νά ζεῖς στήν αἰωνιότητα.

Αὐτό ἀπαλύνει τόν πόνο μας ἀπό τόν πρόσκαιρο ἀποχωρισμό μας, ἀφοῦ πιστεύομε ἀκράδαντα, ὅτι ὁ Κύριος μας πού γνωρίζει τόν πόθο καί τήν πίστη Σου θά σέ καταστήσει τοῦ τῆς δικαιοσύνης στεφάνου ἀποδέκτη, μέ τίς πρεσβεῖες Ἐκείνων καί μέ τίς ἰδιαίτερες συστάσεις πού Σέ συνοδεύουν δύο ἀκόμη Ἁγίων, τοῦ περιφανοῦς καί Μεγάλου τῆς Κρήτης Ἀποστόλου καί Πρωτεπισκόπου Τίτου καί τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος καπετάν Μηνᾶ, τοῦ ἀγαπημένου Σου καβαλάρη, πού ἀξιώθηκες νά μνημειώσεις στόν μοναδικό στό εἴδος του Τόμο, τά τοῦ Συναξαρίου Του καί τά τοῦ μεγαλοπρεποῦς αὐτοῦ Ναοῦ Του, κάτω ἀπό τούς θόλους τοῦ ὁποίου αὐτήν τήν ἱερή στιγμή, ἀποχαιρετᾶς τό Ἡράκλειο καί ἑτοιμάζεσαι διά τοῦ φωταγωγοῦ τοῦ σήματός σου στήν κρητική γῆ νά διαβεῖς στήν Ἀπάνω Κρήτη τοῦ οὐρανοῦ, γιά νά ζήσεις τήν γλυκυτάτη τέρψιν καί χαράν τῆς μετουσίας.

Σοῦ ὀφείλουμε πολλά, ὦν οὐκ ἐστιν ἀριθμός, ὡς κοινωνοί και συνεργοί, ὡς μαθητές καί φιλοξενούμενοι ἀβραμιαῖα πάντοτε τοῦ οἴκου τῆς σοφίας σου, ὡς κληρονόμοι παρακαταθήκης ἱερῆς τοῦ ἔργου, προπάντων ὅμως τοῦ ἦθους, τοῦ φρονήματος, τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς ἀρετῆς, τῶν κοσμημάτων αὐτῶν τῆς προσωπικότητάς Σου πού ἀποθησαυρίζονται ἐκεῖ ὅπου «οὔτε σής, οὔτε βρῶσις ἀφανίζει». Ναί καλέ μου Θεοχάρη, μέ τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωσή Σου κατόρθωσες νά θησαυρίσεις θησαυρούς ἐν οὐρανοῖς, κατόρθωσες «τῇ ταπεινώσει τά ὑψηλά».

Ἐκεῖ λοιπόν στά θεωρεῖα τοῦ οὐρανοῦ, μήν μᾶς ξεχνᾶς. Ὅταν γράφεις ἀκροστιχίδες καί δοξολογικούς ὕμνους μαζί μέ τόν Κοσμᾶ τόν Μελωδό, τόν Ἰωάννη τό Δαμασκηνό, τόν προκάτοχο Ἀνδρέα Κρήτης, ὅταν θά σιγοψάλεις μέ τό Ρωμανό, λέγε κάτι στήν Παναγία καί γιά ἐμᾶς. Γνωρίζεις Ἐσύ τί χρειαζόμαστε τούτους τούς  καιρούς τῆς σύγχυσης, τῆς ἀφιλίας, τῆς μοναξιᾶς, τῆς κενοδοξίας. Σοῦ τό ζητεῖ ὁ πεφιλημένος ἑταῖρος Σου, ὅπως τόν χάραξες μέ τό μελάνι τῆς καρδιᾶς, ὅταν βούτηξες ἐκεῖ τήν πένα Σου, μόλις πρίν τρεῖς μῆνες στόν τρίτο τόμο τῆς Βυζαντινῆς Φιλολογίας Σου. Ἐκεῖνος πού ἀποτολμᾶ αὐτήν τήν ὥρα νά ψελλίζει ἄτεχνα λίγους χαριστήριους, ἐκφράζοντας τῆς Ἐκκλησίας τό μέγα εὐχαριστῶ στόν ὄντως Ἱστορικό τῆς ἱστορίας μας ἀκάματο ἐργάτη καί ἄγρυπνο φύλακα.

Ἡ γραφή τοῦ Συναξαρίου Σου θά γίνει ὅταν καί ὅπως πρέπει ἀπό ἐκείνους πού διαθέτουν κάλαμον γραμματέως ὀξυγράφου. Σέ ἐμένα ἐπέτρεψε καλέ μας Δάσκαλε, ὅσο κι ἄν δέν ἤθελες νά τά ἀκοῦς μέ τά χοϊκά Σου ὥτα, τήν ἐξαγγελία τοῦ δικαίου Ἐπαίνου Σου ἀπό τήν Ἐκκλησία.

Βρίσκομαι αὐτήν τήν ὥρα ἐνώπιόν Σου, ἐκ προσώπου του Παναγιωτάτου Πατρός καί Πατριάρχου μας κ.κ. Βαρθολομαίου, γιά νά Σοῦ ἐκφράσω τήν εὐαρέσκεια τῆς Μητρός μας Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἦσουν Ἄρχοντας, μέλος τοῦ ἱεροῦ Σώματος τῶν Ὀφφικιαλίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας μας, κρίκος μιᾶς μακρᾶς ἀλύσεως ἀφοσιωμένων στήν ἀποστολή της πολυτίμων ἐν Χριστῷ συνεργῶν.

Ἄρχων Μέγας Πρωτονοτάριος. Καί Ἄρχων καί Μέγας. Καί γιά τήν Πόλη καί γιά τήν Κρήτη μας, πού σέ γέννησε καί σέ προσέφερε στήν Ἐπιστήμη. Ὄντως Ἄρχων, ἀρχοντικός καί ὄντως Μέγας καί Πρῶτος.

Ἐνθυμοῦμαι μέ πόση ἀγάπη καί σεβασμό προσφώνησες στό Πανεπιστήμιο Κρήτης τόν Πατριάρχη τοῦ Γένους πρίν τριάντα ἀκριβῶς χρόνια μέ ἐκείνη τή μνημειώδη σέ δεκαπεντασύλλαβο προσλαλιά σου, πού μέ ἔκανε αἰώνιο θαυμαστή σου. Ἀλλά δέν ξεχνῶ καί ὁμολογῶ, πώς ἕως τέλους αὐτή ἡ ἀγάπη στόν ἱερό θεσμό σέ χαρακτήριζε καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο πώς τό τελευταῖο ἔργο Σου, πού χαρήκαμε τόσο τήν ἔκδοσή του ἀπό τήν Ἀρχιεπισκοπή μας ἀναφερόταν στόν Ἱερό καί ἐξαιρέτως χαρισματικό ἐκκλησιαστικό Πατέρα, τόν Πατριάρχη Φώτιο, τοῦ ὁποίου ἡ ἱερά μνήμη συμπίπτει μέ τό ἐννεαήμερο μνημόσυνό Σου.

Εὔχου γιά ὅλους μας πού σέ εὐχαριστοῦμε, ὅπως καί γιά τήν ἐρατεινή ὁμόζυγό Σου κυρία Ἄννα, τήν Ἀννούλα Σου, γιά τά τέκνα καί τά ἔκγονα Σου, πού διακρίνονται τό ἕνα μετά τό ἄλλο στήν καρποφορία τῶν σπόρων πού φύτεψες ἐπί τῶν ἀγαθῶν ψυχῶν τους.

Πορεύου λοιπόν ἐν εἰρήνῃ στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, πορεύου στή Θεογνωσία, πορεύου στή γνώση τῶν μυστηρίων τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ, Σύ, ὁ ἔνθερμος τῆς παιδείας ἐραστής. Ἐμεῖς θά σέ κρατᾶμε στήν σκέψη καί τήν καρδιά μας. Θά εἶσαι κοντά μας μέ λογισμό καί μέ ὄνειρο, μέ ὅσα μαργαριτάρια γνώσης μᾶς κληροδότησες καί θά μνημονεύομε τό ὑπέροχο καί διακριτικό πέρασμά Σου ἀπό τή ζωή μας.

Ἡ Τοπική μας Ἐκκλησία, ἔπειτα ἀπό πρόταση τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἐπικοινωνιακοῦ καί Μορφωτικοῦ Ἱδρύματός της, θά δώσει τό ὄνομά Σου στή Συνεδριακή Αἴθουσά του, ὡς ἐλάχιστη ἀνταπόδωση σέ ὅσα τῆς προσέφερες ἀόκνως καί ἀνιδιοτελῶς πάντοτε. Στόν κόσμο αὐτό κέρδισες τό σεβασμό, τήν καταξίωση, τήν ἀγάπη ὅλων μας. Ἡ βαθειά τιμή καί ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν ἀνθρώπων τοῦ τόπου μας, τῆς Κρήτης Σου καί Κρήτης μας, Σέ συνοδεύει καί Σοῦ ἀνήκει γιά πάντα.

Τά κέρδισες μέ τή μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, πού δέν λάθεψε ποτέ. Τά κέρδισες μέ τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα Σου. Τά κέρδισες πρώτιστα μέ τήν ἀγάπη Σου στή γνώση, πού σύντομα Σέ ὁδήγησε στήν ἐπίγνωση, στό ἀπόθετον κάλλος τῶν γραφομένων πού ὁδηγεῖ σέ λειμώνες ὑπερκόσμιους.

Ἔγινες δάκαλος καί ἔτσι θά παραμείνεις, μέ τήν προσθήκη ἑνός ἄρθρου, ἑνός γράμματος πού ὅμως κάνει τή διαφορά: ἔγινες ὁ δάσκαλος.

Σμίγεις σέ λίγο μέ τούς κορυφαίους Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, πού τόν εἰσοδεύουν στή μνήμη τους, οἱ Προστάτες αὐτοί τῆς Παιδείας, στό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Τό ρυάκι τῆς πνευματικῆς Σου γνώσης ἔρχεται νά προστεθεῖ σέ ἐκεῖνα τῶν μελιρρύτων ποταμῶν τῆς σοφίας, γιά νά ἀρδεύουν αἰώνια τά γεώργια τῶν ψυχῶν ἐμᾶς τῶν περιλειπομένων ἀλλά καί τῶν ἐπιγενομένων.

Ἡ Κρητική Ἐκκλησία καυχᾶται σήμερα ἐν Κυρίῳ γιατί Σέ πολιτογραφεῖ πολίτη τοῦ Οὐρανοῦ. Ἦσουν πιστός τῆς Ἀνάστασης καί βαθειά πίστευες ὅτι, «οὐκ ἐστί θάνατος ἐκδημούντων ἡμῶν ἀπό τοῦ σώματος καί πρός Θεόν ἐνδημούντων, ἀλλά μετάστασις ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά θυμηδέστερα καί ἀνάπαυσις καί χαρά».

Καί νῦν τῶν ἐσόπτρων λυθέντων, καλέ μας φίλε, ἀδελφέ, Πατέρα καί Διδάσκαλε, Θεοχάρη Ἄρχοντα, ἀφοῦ ἐτελειώθης, ἀναπαύου ἀπό τά τοῦ κόσμου ταλαίπωρα καί χαῖρε, ὅτι ὁ μισθός σου πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Ἦσουν Θεοχάρη χαρά Θεοῦ καί ἔκανες καί τή δική μας ζωή, ὅσων εἴχαμε τό προνόμιο τῆς ἀναστροφῆς καί τῆς κονωνίας τῶν προσώπων μας, χαρά Θεοῦ.

Εἶχες Θεοῦ σοφία καί ἡ ἀγκαλιά σου μία Ἁγία Σοφία πού μᾶς χωροῦσε ὅλους. Πού μᾶς συγ-χωροῦσε.

Ἐκεῖ ἐλπίζω κι ἐγώ νά μοῦ συγχωρήσεις τή λεξιπενία τῆς ἄτεχνης αὐτῆς ἐπικηδείας μονωδίας μου.

Εὐχή και προσευχή, καθώς ἐξέρχεσαι ἐκ τῶν τοῦ κόσμου γιά τά εἰσόδιά Σου στοῦ Παραδείσου τό λειμῶνα εἶναι Θεοχάρη μας, νά ζεῖς πλέον τή χαρά τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, νά ζεῖς αἰώνια μέσα στή χάρη τῆς μεγαλωσύνης Του.

Καλή ἱεραποδημία στίς ἁγίες αὐλές τοῦ Παραδείσου καί καλή μας ἀντάμωση, μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ στό ἀνώγειο τοῦ δείπνου τῆς Βασιλείας Του.

 

* Πρόκειται για επικήδειο ομιλία  του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Ευγένιου κατά την εξόδιο ακολουθία του Μακαριστού Θεοχάρους Δετοράκη, Ομότιμου καθηγητού Πανεπιστημίου Κρήτης, άρχοντος της Α.τ.Χ.Μ.Ε.