Η κρίση των Ιμίων (26 Δεκεμβρίου 1995 έως 31 Ιανουαρίου 1996) ακολούθησε τις ελληνοτουρκικές κρίσεις του 1976 και του 1987 αποτελώντας την πιο εκτεταμένη και σφοδρή διένεξη μεταξύ των δύο κρατών στο Αιγαίο Πέλαγος. Η εν λόγω κρίση έλαβε χώρα σε μία χρονική περίοδο κατά την οποία τα δύο κράτη διένυαν μία μεταβατική πολιτική περίοδο. Ως προς την Ελλάδα η μεταβατική περίοδος έγκειται ακριβώς στην αποχώρηση του Ανδρέα Παπανδρέου από την πρωθυπουργία και την αναπλήρωση του κενού από τον Κώστα Σημίτη. Από την άλλη μεριά του Αιγαίου, είχαν προσφάτως διεξαχθεί εκλογές με τους Ισλαμιστές υπό τον Ερμπακάν να καταλαμβάνουν την πρώτη θέση.

Η εκτύλιξη της κρίσης εκκίνησε με την προσάραξη ενός τουρκικού εμπορικού φορτηγού πλοίου στα Ίμια και με την άρνηση του πλοιάρχου να αποδεχθεί την ναυαγιαιρεσία ελληνικού ρυμουλκού ισχυριζόμενος ότι ευρίσκεται σε τουρκικό έδαφος. Το επόμενο βήμα της κρίσης αποτέλεσε η πρώτη ρηματική διακοίνωση της Τουρκίας με την οποία προτασσόταν η θέση ότι τα Ίμια ήταν τουρκικό έδαφος(29 Δεκεμβρίου 1995). Η ελληνική πλευρά δεν παρέλειψε να απαντήσει μέσω ενός μηνύματος αποτροπής χαμηλής πολιτικής ισχύος υποστηρίζοντας πως τα Ίμια ανήκουν στην ελληνική επικράτεια(9 Ιανουαρίου 1996). Το ελληνικό πολιτικό μήνυμα αποτροπής ακολούθησε ένα μήνυμα αποτροπής αυξημένης στρατιωτικής ισχύος μέσω της επιτήρησης των Ιμίων(16 Ιανουαρίου 1996).

Ενώ η κατάσταση έβαινε προς εκτόνωση, το περιστατικό κατέστη ευρέως γνωστό και διογκώθηκε από τα ελληνικά ΜΜΕ(24-25 Ιανουαρίου 1996). Ως αποτέλεσμα, ο Δήμαρχος της Καλύμνου, στην οποία υπάγονται διοικητικώς οι δύο βραχονησίδες, κατέφθασε στα Ίμια και ύψωσε την ελληνική σημαία. Ως απάντηση, δημοσιογράφοι του τουρκικού μέσου Hurriyet μετέβησαν στη βραχονησίδα όπου είχε τοποθετηθεί η ελληνική σημαία και την αντικατέστησαν με την τουρκική. Ακολούθησε η αποβίβαση του ελληνικού Ναυτικού με σκοπό να αποκαταστήσει το ελληνικό σύμβολο σε ένα πλαίσιο εναλλαγής σημαιών.  Η ελληνική πλευρά έθεσε σε τροχιά νέο μήνυμα αποτροπής υψηλής πολιτικής ισχύος το οποίο κατέστησε σαφές πως ενδεχόμενη τουρκική ανάληψη δράσης θα έθετε σε κίνδυνο τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της Τουρκίας μέσω  της αναθεώρησης της ελληνικής στάσης ως προς την τελωνειακή ένωση μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ.

Εντός αυτού του τεταμένου κλίματος οι δύο βραχονησίδες περικυκλώθηκαν από τις ελληνικές και τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις με την καθεμία χώρα να υποστηρίζει ότι παραβιάζεται τόσο η επικράτεια της όσο και ο εναέριος χώρος της από την έτερη χώρα.

Σ’ αυτό το χρονικό σημείο η Τουρκία εντόπισε την κατάλληλη ευκαιρία να εγείρει ευθέως εδαφικές διεκδικήσεις αμφισβητώντας τα ελληνοτουρκικά σύνορα όπως εκείνα είχαν διαμορφωθεί το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάννης και το 1947 με τη Συνθήκη των Παρισίων. Πιο συγκεκριμένα, η Τουρκία με τη δεύτερη ρηματική διακοίνωση έθεσε ευρύτερο ζήτημα κυριαρχίας σε ένα απροσδιόριστο αριθμό νησίδων καθιστώντας πασίδηλη τη θεωρία της περί γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο(29 Ιανουαρίου 1996). Έπειτα και από αυτήν τη διακοίνωση οι στρατιωτικές δυνάμεις των δύο κρατών είχαν τεθεί σε θέσεις μάχης στο Ανατολικό Αιγαίο με την ελληνική στρατιωτική κινητοποίηση να είναι μεγάλης έντασης φανερώνοντας ένα ακόμη μήνυμα αποτροπής υψηλής στρατιωτικής ισχύος.

Η εν λόγω εξέλιξη ώθησε τον Πρόεδρο των ΗΠΑ στην πραγματοποίηση ευθείας παρέμβασης η οποία έθεσε σε τροχιά τις διαπραγματεύσεις αποκλιμάκωσης. Οι διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών υπό την εποπτεία των ΗΠΑ συνεχίστηκαν με τον πρωθυπουργό της Ελλάδος να επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση ενώ σε αντίστοιχη τακτική δεν προέβη η πρωθυπουργός της Τουρκίας.  Η πρωθυπουργός της Τουρκίας έχοντας ενώπιον της το προτεινόμενο από τις ΗΠΑ σχέδιο αποκλιμάκωσης έδωσε διορία δύο ωρών στην ελληνική πλευρά να το αποδεχθεί.    Μετά τις δύο τουρκικές ρηματικές διακοινώσεις, η Τουρκία προέβη σε μία ακόμη τυχοδιωκτική και επικίνδυνη τακτική στρατιωτική κίνηση η οποία ήταν ικανή να ωθήσει τα δύο κράτη σε γενικευμένη ένοπλη σύρραξη. Αναλυτικότερα, εν μέσω των διαπραγματεύσεων και μετά την παρέλευση της δίωρης προθεσμίας η Τουρκία προέβη στην κατάληψη των δυτικών Ιμίων τα οποία δεν επιτηρούνταν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Τουρκία ισοστάθμισε την στρατιωτική ισχύ στα Ίμια έχοντας ως σκοπό να ανταλλάξει την απόσυρση των τουρκικών δυνάμεων από τα δυτικά Ίμια και την ευρύτερη περιοχή με την απόσυρση των ελληνικών δυνάμεων από τα Ανατολικά Ίμια και την ευρύτερη περιοχή.

Εν τέλει, την 31η Ιανουαρίου 1996 οριστικοποιήθηκε η συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών οι οποίες δεσμεύθηκαν ότι στην περιοχή των νησίδων δεν θα τοποθετήσουν πολεμικά πλοία, σημαίες και στρατιώτες. Το εν λόγω σχέδιο υποχρέωνε επί της ουσίας την Ελλάδα να αποχωρήσει από ελληνικό έδαφος και την Τουρκία να αποχωρήσει από εξίσου ελληνικό έδαφος. Η συμφωνία περιεγράφη από τις ΗΠΑ ως επιστροφή στο status quo ante(επιστροφή στην προτέρα κατάσταση), όπως ακριβώς το αντιλαμβανόταν η κάθε χώρα αφήνοντάς τις να πιστεύουν ότι αποκαταστάθηκε η κυριαρχία τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων οι ΗΠΑ τήρησαν στάση ουδετερότητας προτείνοντας, όμως, το σχέδιο της συμφωνίας που ικανοποιούσε τους τουρκικούς όρους.

Το τελικό συμβάν της κρίσεως των Ιμίων αποτέλεσε η πτώση ελικοπτέρου των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στην περιοχή των δύο νησίδων. Η πτώση αποδόθηκε -σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή- σε τεχνικό σφάλμα που προέκυψε λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών στα Ίμια κατά τη διαδικασία αναγνώρισης που επιτελούσε πάνω από την περιοχή των δυτικών Ιμίων.

*Ο Αριστείδης Κολετζάκης είναι τεταρτοετής φοιτητής Νομικής του Δημοσίου Πανεπιστημίου Κύπρου