Ζούσε στη Ρώμη επί Διοκλητιανού.

Ο πατέρας της ήταν ειδωλολάτρης. Τη χριστιανική πίστη διδάχτηκε από την μητέρα της και τον θεόπνευστο διδάσκαλό της, τον Χρυσογονο. Παρά τη θέλησή της παντρεύτηκε τον Πούπλιο, άνδρα άσωτο και ασεβή.

Μετά το θάνατο του συζύγου της από πνιγμό σε ναυάγιο περιερχόταν στα σπίτια των φτωχών και παρείχε οικονομική ενίσχυση.

Σύχναζε στις φυλακές όπου κρατούνταν Χριστιανοί και τους πρόσφερε τα απαραίτητα εφόδια.

Φρόντιζε τις πληγές τους, τους ελευθέρωνε από τα δεσμά τους.

Ιδιαίτερη φροντίδα έδειχνε η Αναστασία στην ενίσχυση του φρονήματος των υποψηφίων μαρτύρων της πίστεως και στην περισυλλογή και ταφή των λειψάνων τους. Καταγγέλθηκε γι’ αυτό στον ηγεμόνα και ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες και βασανιστήρια η Αναστασία τελικά ερρίφθη στη φωτιά. Στα χρόνια του Βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντος Α’ τα λείψανα της μετακομίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη ενώ στη Ρώμη αφιερώθηκε στη μνήμη της ναός ήδη από τον 4ο αιώνα.

Χρυσάνθη