Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ο παππούς μου Βασίλειος Σκουραδάκης, με δύο παιδιά, τον πατέρα μου Κωνσταντίνο και τον θείο Μανώλη, επιστρατεύτηκε στους Βαλκανικούς πολέμους και μάλιστα στην πρώτη γραμμή του πυρός.
Ψηλός και λιγομίλητος σαν χαρακτήρας, του αρέσανε πολύ τα ζώα και προπαντός οι γάτες, έτσι τον θυμάμαι μέχρι και τον θάνατό του το 1972.
Μου έλεγε πολλές ιστορίες πολέμου, ξεχώρισα μια από αυτές γιατί γλύτωσε πολλούς από τους μετέπειτα απογόνους του, μου έλεγε χαμογελώντας.
“Μια Μεγάλη Παρασκευή πριν από την Μάχη του Σκρα, είχαμε στρώσει ένα πρόχειρο τραπέζι στο κορμό μιας κομμένης λεύκας. Βραστό κρέας, ελιές και ψωμί για όσους ήθελαν να νηστέψουν. Εγώ, για να μην τους βλέπω να τρώνε κρέας, Μεγάλη Παρασκευή, παραμέρισα πιο κάτω μοναχός μου, τρώγοντας τις ελιές μου. Για μια στιγμή, στο πρόχειρο εκείνο τραπέζι, έπεσε ένα βλήμα πυροβόλου όπλο”, νεκροί και βαριά τραυματίες, όλοι όσοι κάθονταν στην ομήγυρη του.
“Με γλύτωσε η πίστη μου” μου έλεγε κλαίγοντας γι αυτούς που έχασαν τη ζωή τους.
Τα βάσανα του όμως δεν είχαν τελειωμό. Στην Ισπανική γρίπη του 1918-19 ήταν και αυτός ένας ετοιμοθάνατος ,όπως συμβαίνει και σήμερα, σε ολόκληρο τον κόσμο, από την πανδημία. Έτσι ήταν και τότε.
Στο χωριό μας εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ούτε δρόμος, ούτε τηλέφωνο, χωρίς αυτοκίνητα και το χειρότερο δεν υπήρχαν χρήματα. Η γιαγιά μου Παρασκευή, φόρτωσε στο γάιδαρο δυο φάρδους άχυρα πλαγιαστά, κάνοντας πρόχειρο φορείο, έβαλε πάνω τον ετοιμοθάνατο παππού, γιατί εν τω μεταξύ το κανδελέτο* ήτανε στην αυλή του σπιτιού του και τον περίμενε να πεθάνει.
Αποδιαφώτιστα ξύπνησε η γιαγιά για το Μεγάλο Κάστρο να βρει γιατρούς μήπως και τον γλυτώσει και για να μην την πιάσει η μεγάλη ζέστη.
Ο πεθερός της Ιωάννης πούλησε το πιο καλό του Λιόφυτο για να πληρώσει γιατρούς και κλινική, που εκείνη την εποχή η θεραπεία γινότανε με το γνωστό κινίνο.Μετά από ένα μήνα γύρισε ο παππούς στο χωριό ζωντανός, γλύτωσε γιατί είχε γερή κράση, γερός μέχρι τον θάνατό του. Έκανε ακόμα πέντε παιδιά.
Στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο γιος του Μανώλης, με το που καταλάβανε οι Γερμανοί την Κρήτη, εντάχθηκε στην ομάδα αντίστασης του Τζιφάκη.
Πήρε πολλά παράσημα υγείας στα βουνά της Κρήτης, στον Ψηλορείτη, με το τέλος του πολέμου αρρώστησε βαριά, του αφαιρέσανε επτά πλευρά, έκανε οικογένεια, μπαινόβγαινε όμως στα νοσοκομεία μέχρι και τον θάνατό του, νέος, μόλις 65 χρονών. Η θεία Ελένη, η γυναίκα του στάθηκε βράχος δίπλα του. Την ημέρα του θανάτου του, του ήρθε η αναγνώριση για την προσφορά του στην πατρίδα. Ο θείος Μανώλης έφυγε φτωχός και αξιοπρεπής γιατί ποτέ του δεν ζήτησε κανένα οφίκιο, έφυγε χωρίς σύνταξη.
Ο πατέρας μου Κωνσταντίνος, έχοντας και αυτός αποκτήσει οικογένεια, μπήκε στην Αλβανία με τον Ελληνικό στρατό απελευθερωτής, Χιμάρα, Αργυρόκαστρο, Κορυτσά, Άγιοι Σαράντα. Το έτος 2000, ένας Αλβανός ήρθε στο χωριό μας και μπήκε στο σπίτι μας, έμεινε άφωνος όταν ο πατέρας μου τον καλωσόρισε στα Αλβανικά.
Λάφυρο από τον πόλεμο ο πατέρας μου έφερε μια ελληνική σημαία από την Κορυτσά και μέχρι τον θάνατό του το 2004, σε ηλικία 92 ετών, στις εθνικές μας εορτές, η σημαία αυτή κυμάτιζε στην αυλή του σπιτιού μας.
Τις μικρές αυτές ιστορίες τις έγραψα για να γνωρίζουν και οι νεότεροί μας τις θυσίες και την αγάπη των προγόνων μας κι αυτό γιατί.. μαύρα και πάλι σύννεφα κυκλώνουν το έθνος των Ελλήνων.
κανδελέτο: Ξύλινη κατασκευή που υπήρχε σε κάθε εκκλησία για να μεταφέρουν τους νεκρούς στην τελευταία τους κατοικία.
- Ο Νίκος Σκουραδάκης κατάγεται από τους Ασσυρώτους, σημερινό Κρυονέρι Μυλοποτάμου.