Δεν ξέρω να θα καταφέρει να αναγνωριστεί σαν η καλύτερη ταινία της χρονιάς η “1917” σε ευφυή σκηνοθεσία του Σαμ Μέντες, αλλά προσωπικά πολύ θα το ήθελα.
Ο βραβευμένος, αρχικά θεατρικός, Βρετανός σκηνοθέτης έχει υπογράψει μερικές από τις ταινίες που ξεχώρισαν με την ιδιαίτερη αισθητική τους, αλλά και μια υποψία ρομαντισμού, την δεκαετία που πέρασε. Ταινίες όπως “American Beauty”, “Revolutionary road” αλλά και η “Skyfall” της σειράς δράσης (Τζέιμς Μποντ) είναι από τις πιο δυνατές.
Τη “1917”, αυτή την περίτρανα αντιπολεμική ταινία, την αφιερώνει στον παππού του, που αν, όπως φαντάζομαι, βίωσε την σκληρότητα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα ήταν γι’ αυτόν ένα ακόμη ισχυρό κίνητρο. Αυτό που συνήθως αποζητάμε για να εμβαθύνουμε σε μια τόσο τραγική συνθήκη, όπως αυτή του πολέμου, είναι να συγκινηθούμε ξεχωριστά από ένα μεμονωμένο περιστατικό, που μπορεί να γίνει και το αποτύπωμα μιας συνολικής αποτίμησης για όλους αυτούς που θυσιάστηκαν, αλλά και για τους τυχερούς που επέζησαν. Γιατί στην ιστορία αυτή του “πολέμου των χαρακωμάτων”, μόνο η τύχη μπορούσε να ξεχωρίσει τους γενναίους.
Με μια κινητή κάμερα που φιλοδόξησε να τραβήξει σ’ ένα ενιαίο πλάνο (μονοπλάνο) όλη την ταινία, ο Σαμ Μέντες με τον καταπληκτικό φωτογράφο Τότζερ Ντίκινς, ακολουθούν σ’ ένα παράτολμο οδοιπορικό κάμποσων ωρών δύο Βρετανούς στρατιώτες (τους υποδύονται εξαιρετικά οι Τζορτζ Μακέι και Ντιν Τσάρλς Τσάπμαν) σε γαλλικό έδαφος που μόλις έχουν αφήσει οι Γερμανοί.
Η αποστολή τους είναι να φθάσουν έγκαιρα και να δώσουν μια εντολή ματαίωσης για μια επίθεση “παγιδευμένη” από τους Γερμανούς, που θα απέβαινε μοιραία για ένα ολόκληρο στράτευμα 1.700 στρατιωτών. Σ’ αυτό υπάγεται και ο αδελφός του ενός εκ των δύο Βρετανών, που κινδυνεύει να σκοτωθεί. Ένα ισχυρό κίνητρο και για τους δύο όπως αποδεικνύεται. Η εγκαταλελειμμένη εμπόλεμη ζώνη που πρέπει να διασχίσουν είναι άκρως επικίνδυνη. Οι Γερμανοί υποχωρώντας μόνο θάνατο έχουν αφήσει πίσω τους.
Η μουντή γκρίζα ατμόσφαιρα στη γαλλική εξοχή που παρόλα αυτά ετοιμάζεται να υποδεχθεί την άνοιξη με τις ανθισμένες κερασιές να στολίζουν μια ερειπωμένη περιοχή, είναι η μόνη πινελιά που αντιδρά στην φρίκη του πολέμου, που αδρά ζωγραφίζεται στα πρόσωπα των στρατιωτών στα χαρακώματα.
Με σκηνές που ακροβατούν μεταξύ ρεαλισμού και παγιδευμένης φαντασίας, ειδικά στις τελευταίες σκηνές, είναι μια ταινία που αποπνέει ρομαντισμό και ευαισθησία και μια συλλογική υιοθέτηση του αντιπολεμικού οράματος των συντελεστών της.
Γι’ αυτό πιστεύω ότι το μήνυμά της είναι σαφές. Η βία και ο πόλεμος είναι και παραμένουν οι χειρότερες συνθήκες ευτέλειας της ανθρώπινης ζωής και ιδιαίτερα όταν η αναγκαιότητά τους αμφισβητείται.